Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Άρθρο για την ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. και την ΑΟΖ


Η ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. και η ΑΟΖ
Αθανάσιος Έλλις 
Η ευαίσθητη και περίπλοκη σχέση με την Αλβανία πρόσφατα απέκτησε και κοινοτική διάσταση. Η Αθήνα συναίνεσε στη χορήγηση καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας στο τελευταίο επί ελληνικής προεδρίας Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπογράμμισε ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη σταθεροποιεί τα Δυτικά Βαλκάνια και προωθεί τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Αλβανίας, προσθέτοντας πως τα Τίρανα αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλη ήταν η συμβολή της ελληνικής προεδρίας στην έναρξη της ενταξιακής τους πορείας. Αν με τη συμπεριφορά τους δείξουν ότι δεν το αντιλαμβάνονται, δεν πρέπει να θεωρούν ως δεδομένη τη στήριξή τους από την Αθήνα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η επιδίωξη ανταλλαγμάτων αποτελεί βασική παράμετρο των διεθνών σχέσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, όταν μια χώρα προβαίνει σε κίνηση που ωφελεί μια άλλη, είναι λογικό, αν όχι επιβεβλημένο, να προσβλέπει και σε δικά της κέρδη, άμεσα ή έμμεσα, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Μπορεί να μην το ανακοινώνει δημόσια, αλλά συνήθως το πράττει παρασκηνιακά.
Εχουμε πολλάκις δεχθεί πιέσεις από ισχυρότερες χώρες και έχουμε προβεί σε παραχωρήσεις, ακόμη και προς συμμάχους και εταίρους. Καλό είναι, λοιπόν, να είμαστε πιο ισορροπημένοι και στις δικές μας σχέσεις με «μικρότερες» χώρες. Δεν πρόκειται περί απειλής. Είναι απλά μια λογική προσέγγιση. Στο πλαίσιο των ελληνοαλβανικών σχέσεων είχαμε κάθε δικαίωμα να ζητήσουμε τον τερματισμό των προκλητικών παλινδρομήσεων σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και να πιέσουμε να τεθεί σε ισχύ η νομικά κατοχυρωμένη και πλήρως συμβατή με το Δίκαιο της Θάλασσας συμφωνία που υπεγράφη το 2009.
Η αίσθηση που υπάρχει είναι πως η ξαφνική υπαναχώρηση της Αλβανίας από τη συμφωνία με την Ελλάδα οφειλόταν πρωτίστως στην Τουρκία, η οποία έκρινε ότι αποτελούσε αρνητικό προηγούμενο για την ίδια. Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας έγινε με βάση την αρχή της «μέσης γραμμής» που αντίκειται στα συμφέροντα της Αγκυρας και έτσι η τελευταία πίεσε τα Τίρανα να μην εφαρμόσουν τη συμφωνία. Σε αυτό το σκηνικό η Αθήνα συναινεί στην παροχή του καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Αλβανία χωρίς καμία διασφάλιση σε ό,τι αφορά την ΑΟΖ.
Ακόμη και οι πιο αυστηροί επικριτές του αντιπροέδρου της κυβέρνησης αναγνωρίζουν την ευφυΐα και τη νομική του επάρκεια. Επιπροσθέτως, σοβαροί διπλωμάτες σημειώνουν ότι μελετά εξαντλητικά κάθε λεπτομέρεια όλων των θεμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα αδυνατώ να κατανοήσω τον εκ μέρους του χειρισμό του θέματος. Ισως το σκεπτικό του ήταν να δελεάσει την αλβανική πλευρά. Αυτή είναι μια ανάγνωση της δήλωσής του ότι η Ελλάδα «στέλνει ένα μήνυμα φιλίας, συνεργασίας προς την Αλβανία, προς την αλβανική κυβέρνηση, προς το αλβανικό πολιτικό σύστημα και είμαστε βέβαιοι ότι οι Αλβανοί φίλοι μας καταλαβαίνουν πως υπάρχει ένα πλαίσιο αναφοράς, θεσμικό και πολιτικό», και παράλληλα της επισήμανσής του πως αναφέρεται στον σεβασμό του ευρωπαϊκού κεκτημένου, του δικαίου της θάλασσας και των αρχών καλής γειτονίας, και πως «αυτό είναι το κοινό μήνυμα και της Κομισιόν και των 28 μελών της Ε.Ε.».
Ελπίζεται ότι η Αθήνα θα αξιοποιήσει τη μακρά διαδικασία ένταξης, η οποία μπορεί να επιμηκυνθεί πολύ, πάρα πολύ, ακόμη και να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, το μπαλάκι βρίσκεται στο γήπεδο της γειτονικής χώρας. Ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα μπορεί να σταματήσει τη διγλωσσία και να υπηρετήσει το συμφέρον της χώρας του εμβαθύνοντας τις σχέσεις με την Ελλάδα και επιταχύνοντας τη διαδικασία ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε. ή μπορεί να συνεχίσει στον δρόμο του παραλογισμού και της άσκησης διώξεων για δήθεν παρανομίες στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική πλευρά το 2009 και να ζητεί ακόμη και τη φυλάκιση των «προδοτών» που υπέγραψαν «συμφωνίες με ξένες χώρες για την εν μέρει ή πλήρη παράδοση εδαφών».
Από την πλευρά της, η Αθήνα οφείλει να διαμηνύσει ευθέως στα Τίρανα ότι σε μείζονα ζητήματα, όπως είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ και η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε., η μεταξύ μας σχέση δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη.