Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Πολύ καλό άρθρο για την περί βίας θολούρα


Η περί βίας θολούρα
Πάσχος Μανδραβέλης 
Τ​​α κοινωνικά δίκτυα (social media αγγλιστί) έχουν πολλά κακά, αλλά έχουν κι ένα καλό. Αποτυπώνουν αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «crowd wisdom», τη «σοφία του πλήθους», όχι με την τρέχουσα έννοια δηλαδή της «βαθιάς πνευματικότητας», αλλά της συλλογικής γνώσης ή των αντιλήψεων που κυριαρχούν σε ένα χώρο.
Υπό την έννοια αυτή, αξίζει να τα παρακολουθεί κάποιος παρά το γεγονός ότι είναι αποσπασματικά, προκαλούν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και «τρώνε» τον χρόνο πιο γρήγορα απ’ όσο τρώει την μπαταρία του κινητού το δίκτυο 3G. Η χρησιμότητά τους βρίσκεται όταν -ύστερα από πολύ καιρό και μεγάλη σπατάλη χρόνου- κάποιος αποκτά την ικανότητα να χαρτογραφήσει, έστω πολύ αδρά, τη ζούγκλα των posts, tweets, διαλόγων και «διαλόγων» που γίνονται σ’ αυτά. Μπορεί να δει τη «συλλογική σοφία», αν όχι της χώρας, αλλά συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών χώρων πέρα και μετά τις επίσημες ανακοινώσεις των ηγεσιών τους.
Οποτε, για παράδειγμα, γίνει κάποια βίαιη επίθεση εναντίον κάποιου «εχθρού του λαού ή της Αριστεράς» (αυτά ταυτίζονται), αμέσως εμφανίζεται ένα σμάρι αναρτήσεων στο Διαδίκτυο, που λίγο-πολύ λέει «καταδικάζουμε το γεγονός, αλλά μην ενοχοποιείτε την Αριστερά». Αν κάποιος δηλώσει το πιθανότερο, «ρε, παιδιά, αριστεροί ήταν», υπάρχει αυτόματα ο αντίλογος: «Κρατούσαν πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων;», «είχαν τατουάζ με σφυροδρέπανο;» Αν -όπως έγινε στην επίθεση κατά του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Νίκου Μαραντζίδη- οι ίδιοι οι τραμπούκοι δηλώσουν αριστεροί, αρχίζει η θεωρία της προβοκάτσιας: «Δεν μιλούν έτσι οι αριστεροί», «δεν φέρονται έτσι οι αριστεροί», «δεν δέρνουν έτσι οι αριστεροί» κ.λπ. Αυτά συνήθως πιάνουν στους αδαείς· μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα που μεγάλωσε γενιές και γενιές με τη θεωρία της προβοκάτσιας. Είναι πολλοί ακόμη εκείνοι που πιστεύουν ότι οι «γνωστοί-άγνωστοι» είναι αστυνομικοί που δέρνουν συναδέλφους τους, με μόνο στόχο να βγάλουν το κακό όνομα στην Αριστερά.
Να σημειώσουμε εδώ ότι την ίδια ακριβώς επικοινωνιακή τακτική χρησιμοποιούσε επισήμως και η Χρυσή Αυγή. Οποτεδήποτε υπήρχε ρατσιστική επίθεση κατά μεταναστών, η ηγεσία του κόμματος ωρυόταν ότι «κάποιοι προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τον εθνικισμό». Αν κάποιος έλεγε το προφανές «ρε, παιδιά, φορούσαν μαύρες μπλούζες με τον μαίανδρο της Χρυσής Αυγής» η απάντηση πάντα ήταν ότι «αυτές πουλιούνται στο εμπόριο και οποιοσδήποτε (αριστερός -προφανώς- προβοκάτορας) μπορεί να τις αγοράσει». Το ίδιο έγινε και με τον κατηγορούμενο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τον Γιώργο Ρουπακιά, ο οποίος παρ’ ολίγον να παρουσιαστεί ως κομμουνιστής.
Βαθιά αγραμματοσύνη
Η δεύτερη τακτική, η οποία χρησιμοποιείται σε κεντρικό επίπεδο, είναι ο αποπροσανατολισμός της συζήτησης σε δευτερεύουσες προτάσεις· κάποιο λάθος ή κάποια ανοησία που θα λεχθεί. Επειδή -είναι αλήθεια- το στελεχιακό δυναμικό της Δεξιάς μαστίζεται από βαριά αγραμματοσύνη, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα εκστομίσει κάποια χοντράδα, η οποία κατόπιν γίνεται σημαία και η συζήτηση μετατίθεται εκεί. Αυτό για παράδειγμα έκανε και η Ν.Δ. με τα «γουναράδικα» του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ευάγγελου Διαμαντόπουλου, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις δηλώσεις του κ. Πάνου Ψωμιάδη για τα «αδελφά κόμματα» Ν.Δ., Χρυσή Αυγή. Αλλά και δευτερεύουσες προτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντέχνως για τον αποπροσανατολισμό της συζήτησης. Δηλαδή μπορεί κάποιος να πει ότι υπάρχει «διαφθορά στο Δημόσιο» και να πάρει την απάντηση «ντροπή σου που λες ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι διεφθαρμένοι». Μπορεί να πει ότι η Αριστερά με τις ανοησίες περί «επανάστασης», «αστικής δημοκρατίας» και «νόμου που είναι το δίκιο του εργάτη» καλλιεργεί κουλτούρα ανομίας και βίας, και να πάρει την απάντηση «ντροπή σου που ενοχοποιείς τον Μανώλη Γλέζο για τα έκτροπα». Εκτός αυτού υπάρχει και η βραχεία ιστορία των προλεχθέντων. Κάποια στιγμή θα έχει κριτικάρει τον Μανώλη Γλέζο για κάτι, κι επομένως προκύπτει η λογική ακολουθία της «ενοχοποίησης»...
Πιο ενδιαφέροντα γίνονται τα πράγματα εάν, παρ’ ελπίδα (και πολύ σπανίως), συλληφθούν οι τραμπούκοι, ή ακόμη και οι τρομοκράτες. Τότε αρχίζει το σενάριο της ενοχοποίησης. Πάντα οι ύποπτοι είναι θύματα κάποιας αστυνομικής σκευωρίας: «Οχι δεν είναι αυτοί διότι ο Μαραντζίδης έγραψε για “Ελβιέλες” ενώ αυτοί φορούν “All Star”» Οχι πως δεν υπήρξαν και περιπτώσεις ανόητης ενοχοποίησης από τις αστυνομικές αρχές, όπως με τις περιπτώσεις τοποθέτησης ενοχοποιητικών σακιδίων δίπλα σε συλληφθέντες διαδηλωτές, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην κινητοποιηθεί ο «χώρος» σε κάθε δικαστική διερεύνηση μικρής η μεγάλης ανομίας.
Αμφίσημη σχέση
Δεν θα αναφερθούμε στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που κατέθεσαν ως μάρτυρες του πολιτικού χαρακτήρα των δολοφονιών που έκαναν τα μέλη της «17 Νοέμβρη». Πρέπει να σταθούμε όμως στην εξωφρενική υπεράσπιση έξι νεαρών που προπηλάκισαν τον αντιπρύτανη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου κ. Θανάση Καραμπίνη και έχτισαν το γραφείο του. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ταξίδεψε μέχρι την Ξάνθη για να υπερασπιστεί το δίκιο των χουλιγκάνων να διαμαρτύρονται όπως γουστάρουν, ακόμη και με μυστρί, λάσπη και τούβλα (η λάσπη κυριολεκτικά και μεταφορικά). Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του βουλευτή, «ο Τάσος Κουράκης επαίνεσε τη στάση των φοιτητών, οι οποίοι υπερασπίστηκαν τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου, και καταφέρθηκε κατά του εισαγγελέα, ο οποίος στοχοποίησε τους έξι φοιτητές, που υλοποιούσαν απόφαση του συλλόγου τους, στρεφόμενος εμμέσως κατά του πανεπιστημιακού ασύλου». (Δελτίο Τύπου: «Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τάσος Κουράκης παρευρέθη ως μάρτυρας υπεράσπισης σήμερα στη δίκη των έξι φοιτητών του Πολυτεχνείου Ξάνθης...» 27.10.2009)
Είναι κατανοητή η σύγχυση που επικρατεί στον αριστερό χώρο σχετικά με τη βία και την ανομία. Οι πομφόλυγες περί «κοινωνικής», «κινηματικής» ή «επαναστατικής» βίας έχουν την εξήγησή τους στο παρελθόν αλλά και το αμήχανο παρόν αυτού του χώρου. Κατ’ αρχάς, ιστορικά ο χώρος της Αριστεράς στην Ελλάδα έχει αμφίθυμη σχέση με τη δημοκρατία. Υπέφερε από την έλλειψή της τη μετεμφυλιακή περίοδο, αλλά από την άλλη πλευρά υπάρχει και το «επαναστατικό» πρόταγμα, μέρος του οποίου είναι και η «αστική δημοκρατία», αυτή που τώρα την προστατεύει από τους αποτελεσματικότερους κινηματικά ακροδεξιούς. Αυτό ήταν πολύ πιο εμφανές τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και φάνηκε στις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων». Ηταν το ΚΚΕ, το οποίο εκ των πραγμάτων έχει μεγαλύτερη θεσμική μνήμη από το τουρλουμπούκι του ΣΥΡΙΖΑ και των ιδεολογικών του περιχώρων, που προστάτευσε τη Βουλή από μια πιθανή επανάληψη της προδικτατορικής «κατάληψης» από διάφορους «πατριώτες».
Το πρόβλημα με την ευρύτερη Αριστερά είναι ότι οι παλιοί αριστεροί φεύγουν και οι μνήμες ξεθωριάζουν. Ετσι στη δομική ιδεολογική αντίφαση (υπεράσπιση-ανατροπή της «αστικής» δημοκρατίας), στα φυσιολογικά ελλείμματα μνήμης των νέων αριστερών, προστέθηκε και το μεταμοντερνιστικό νεφέλωμα που εξισώνει κάθε δυσάρεστη ή άσχημη κατάσταση με τη βία. Ετσι, βία θεωρείται η φτώχεια, η ανεργία, η φορολογία, η εφαρμογή του νόμου, ό,τι γενικώς δεν μας αρέσει. Τα ρητορικά σχήματα λαμβάνονται τοις μετρητοίς (ειδικά από άγουρους εγκέφαλους) και οποιαδήποτε πραγματική άσκηση βίας. Ετσι, κάθε δυσάρεστη κατάσταση εξισώνεται με τη βία, με αποτέλεσμα η πραγματική βία να δικαιολογείται εξαιτίας των δυσάρεστων καταστάσεων που εκ των πραγμάτων κάποιες θα είναι πάντα παρούσες. Κατανοητά είναι όλα αυτά και εν μέρει χρήζουν της συμπόνιας κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Αρκεί αυτή η θολούρα να πάψει να γίνεται σύγχυση της ελληνικής κοινωνίας εν γένει...