Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Εύστοχο άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για την χρησιμότητα της καφετέριας


Η χρησιμότητα της καφετέριας
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Υποθέτω ότι, αν ρωτήσεις κάποιον από τους πρωταθλητές της πολιτικής να σου δείξει απτά τα συμπτώματα της ανάπτυξης που οδηγεί τη χώρα στη λεωφόρο του μέλλοντος, θα σε οδηγήσει σε κάποιον από τους δρόμους της Αθήνας ή στην παραλία της Θεσσαλονίκης, όπου οι καφετέριες είναι περισσότερες κι από τον πληθυσμό των πελατών.
Στη θέση του κάθε καταστήματος ρούχων ή υποδημάτων που κλείνει, ανοίγουν δύο τουλάχιστον καφετέριες. Διάβασα κάπου ότι στη Λάρισα λειτουργούν 1.674 επιχειρήσεις που έχουν να κάνουν με την πώληση καφέ, και είναι γνωστό ότι η πιο επιτυχημένη αλυσίδα καφετεριών έλκει την καταγωγή της από εκεί. Υποθέτω ακόμη ότι ο τρόπος που φυτρώνουν οι καφετέριες, η μία μετά την άλλη, η μία δίπλα στην άλλη, έχει να κάνει με τη βαθιά ελληνική παράδοση του σουβλατζίδικου. Κάποιος ανοίγει μία, γεμίζει με κόσμο, τη βλέπει ο άλλος, ανοίγει άλλη μία και μετά η περιοχή αντιμετωπίζεται ως ιδανική πιάτσα για καφετέριες και ανοίγουν καμιά δεκαριά ακόμη, αδιαφορώντας αν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των υποψηφίων πελατών.
Η καφετέρια μπορεί να θεωρηθεί μακρινός απόγονος του λεγόμενου και «παραδοσιακού» ελληνικού καφενείου. Η καφετέρια είναι παιδί της ευρωπαϊκής Ελλάδας, του εσπρέσο, ενός από τα ελάχιστα πράγματα στον κόσμο τούτο που δεν έχουν επινοήσει οι αρχαίοι Ελληνες, του ελληνικού καφέ που φτιάχνεται στη μηχανή του εσπρέσο, ορισμένων άλλων ποτών που φέρουν ονόματα εις -τσίνο και έχουν όλα περίπου την ίδια γεύση, νερού αρωματισμένου με κάτι ελαφρύ και μπόλικο αφρό, και της δυνατής μουσικής. Καφετέρια χωρίς δυνατή μουσική, κατά προτίμηση ενός επαναλαμβανόμενου ρυθμού που κανείς δεν νοιάζεται να ακούσει, δεν είναι καφετέρια. Η καφετέρια είναι το μέρος όπου ο εσπρέσο φρέντο διαδέχθηκε τον κλασικό στιγμιαίο φραπέ, καταφέραμε όμως με την επινοητικότητά μας να τον κάνουμε να μοιάζει με κακοχυμένο φραπέ, ένα νερουλό πράγμα χωρίς γεύση καφέ που το ρουφάς αργά με το καλαμάκι και το οποίο καμία σχέση δεν έχει με αυτό που οι Ιταλοί, ως άσχετοι που είναι, ονομάζουν φρέντο.
Υπάρχει και μία ακόμη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην καφετέρια και το παλαιό καφενείο. Εντάξει, δεν αναφέρομαι στο άτυπο άβατο που κάποτε απαγόρευε στις γυναίκες να παρίστανται, και το οποίο έχει προ πολλού καταργηθεί. Ούτε στα ψάθινα καθίσματα τα οποία αντικαταστάθηκαν από ωραία πλαστικά. Αναφέρομαι στη διαφορά του είδους του επιτηδευματία που λειτουργεί την καφετέρια από το είδος που λειτουργούσε το καφενείο. Το καφενείο συνήθως το λειτουργούσαν οι λεγόμενοι καφετζήδες, άνθρωποι που περνούσαν τη ζωή τους φτιάχνοντας καφέ και σερβίροντας ποτήρια με παγωμένο νερό, απ’ αυτά που περιγράφει εντυπωσιακά ο Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού», λεμονάδες, πορτοκαλάδες και λοιπά. Στην καφετέρια συνήθως απασχολούνται απόφοιτοι ανωτάτων σχολών, πτυχιούχοι της Αρχιτεκτονικής ως επί το πλείστον, και σερβίρουν απόφοιτοι δραματικών σχολών οι οποίοι σε κοιτούν με μισό μάτι διότι θεωρούν ότι θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν στο Μπρόντγουεϊ και κάποια μοίρα κακή τούς έχει καταδικάσει να ασχολούνται με την ικανοποίηση της ιδιοτροπίας σου.
Βέβαια, για να μη λέμε μόνον τα αρνητικά, ας επισημάνουμε και την προσφορά της καφετέριας στον δημόσιο βίο μας. Χωρίς τις καφετέριες, χωρίς τον εσπρέσο φρέντο, πώς θα ανταλλάσσαμε τόσες γόνιμες απόψεις για το μέλλον της χώρας και ποια ευκαιρία θα είχαμε να διαπιστώνουμε ότι η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει ποτέ σ’ αυτήν τη χώρα, όσο η οικονομική δραστηριότητα στηρίζεται στις καφετέριες, με αποτέλεσμα τα καλύτερα μυαλά μας να φεύγουν στο εξωτερικό, και να καταριόμαστε τους διάφορους Γερμανούς του κόσμου τούτου που μας έχουν καταδικάσει να περνάμε τις ημέρες μας στις καφετέριες.