Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Πολύ καλό άρθρο για μνημεία και πολιτικές της λήθης στην Ελλάδα


Μνημεία και πολιτικές της λήθης
Πάσχος Μανδραβέλης 
Ενώ σε όλο τον κόσμο –και ιδιαίτερα στην Ελλάδα– υπάρχουν μνημεία των μαχητών των πολέμων, σε πολλές πόλεις της Γερμανίας έχουν στηθεί τα μνημεία των λιποτακτών της Βέρμαχτ.
Σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στη διαφωτιστική διατριβή της κ. Αννας Μαρίας Δρουμπούκη «Μνημεία της λήθης», το κίνημα ξεκίνησε στη Βρέμη από «μεμονωμένες ομάδες αρνητών θητείας (...) που ανέλαβαν την πρωτοβουλία ανέγερσης μνημείου για τους αυτομόλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», επειδή «ήρωας θα ήταν αυτός που αρνείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ένα μιλιταριστικό κράτος και όχι αυτός που έπεσε σε έναν άδικο πόλεμο».
«Ο Χριστιανοδημοκράτης υπουργός Αμυνας Μάνφρεντ Βέρνερ ζήτησε να απομακρυνθεί το μνημείο και σε επιστολή του στον δήμαρχο της Βρέμης αναφέρθηκε στην ανάγκη να καταρριφθεί το νέο αφήγημα, που καλλιεργούνταν, πως οι λιποτάκτες ήταν αντιστασιακοί και η άρνηση θητείας στην Μπούντερβερ (σ.σ.: γερμανικό στρατό) ήταν ηρωική πράξη. Ο δήμαρχος δεν δέχθηκε να απομακρυνθεί το μνημείο. Το κίνημα της Βρέμης στάθηκε η αφορμή για την εμφάνιση άλλων τέτοιων πρωτοβουλιών... Η πρώτη πόλη μετά την επανένωση που αφιέρωσε μνημείο στους λιποτάκτες ήταν το Γκέτιγκεν, το 1990, με την επιγραφή “Οχι από τον φόβο για τον θάνατο, αλλά από τη θέληση για ζωή”, που είναι μια φράση του Γερμανού λιποτάκτη Αλφτεντ Αντερς. Μόλις το 2002 αποκαταστάθηκαν οι αυτόμολοι/λιποτάκτες του πολέμου στο Κοινοβούλιο ως αγωνιστές... και ήταν χιλιάδες οι στρατιώτες της Βέρμαχτ που είτε αυτομόλησαν είτε αρνήθηκαν τη στρατιωτική θητεία. Περίπου 30.000 εκτελέστηκαν για λιποταξία στη διάρκεια του πολέμου... Συνολικά βρίσκουμε τριάντα μνημεία τέτοιου τύπου, με το νεότερο να δημιουργείται το 2009 στην Κολωνία».
Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης είναι εξαιρετικά πολύπλοκη επειδή, όπως γράφει η κ. Δρουμπούκη, «η αντίληψη του παρελθόντος εξαρτάται από τις πολιτισμικές διαθεσιμότητες του παρόντος». Στην ογκώδη διατριβή της, που εκδόθηκε επεξεργασμένη από τις εκδόσεις Πόλις και με πρόλογο του ιστορικού κ. Χάγκεν Φλάισερ, καταγράφεται η ιστορία των τόπων μνήμης που είναι κατ’ ουσίαν η ιστορία των κοινωνιών μετά τα συμβάντα που μνημονεύονται. «Το Σκοπευτήριο της Καισαριανής αποτελεί ίσως το πιο εύστοχο παράδειγμα για τους δαιδαλώδεις μετασχηματισμούς της μεταπολεμικής μνήμης (...) αποτυπώνονται οι πολιτικές αντανακλάσεις κάθε περιόδου της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το ψυχροπολεμικό αφήγημα της διατήρησης ισορροπιών ανάμεσα στις χώρες του δυτικού κόσμου δεν θα μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα από ό,τι στα λόγια του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Καισαριανής το 1959, ότι “η λήθη του παρελθόντος είναι επιβεβλημένη”, επομένως επιβεβλημένη ήταν και η διαγραφή του Σκοπευτηρίου από τον μνημονικό αστικό ιστό. Τη δεκαετία του ’60, η πρόταση μετονομασίας της Καισαριανής σε “Δήμο Πανεπιστημιουπόλεως” –λόγω των “ακατονόμαστων πράξεων του κομμουνιστικού κινήματος” που έρχονται στον νου με την ονομασία της πόλης– εντάσσεται στο ίδιο ρητορικό αφήγημα. Επί δικτατορίας. Η προσπάθεια αποκάθαρσης του χώρου από τα κομμουνιστικά του σημαινόμενα και η ένταξή του σε ένα νέο λαϊκό αφήγημα, με ενδεικτικότερο παράδειγμα την καθιέρωση μνημοσύνου για τους “σφαγιασθέντες κατά τα Δεκεμβριανά”, είναι κινήσεις που αποτυπώνουν το θερμόμετρο και τις πολιτικές της μνήμης της εποχής εκείνης...». Τη δεκαετία του ’80 το Σκοπευτήριο γίνεται «κατ’ εξοχήν εμβληματικός τόπος της εαμικής αντίστασης».
Μεγαλύτερα προβλήματα είναι η διαχείριση της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας αποσιωπούσαν το Ολοκαύτωμα. Οχι διότι όπως στη Δυτική δεν έγινε η αποναζιστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού σε βάθος, αλλά επειδή η κομμουνιστική αφήγηση ήθελε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ένα κεφάλαιο του ταξικού πολέμου, και επομένως ο ναζιστικός ρατσισμός δεν ταίριαζε πολύ σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα. «Η μνήμη δεν είναι ένας στατικός αποθηκευτικός χώρος από τον οποίο ανασύρουμε αυτούσια βιωμένες εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά μια ενεργή διαδικασία δημιουργίας νοημάτων», γράφει η κ. Δρουμπούκη.
Μεγάλος φόρος αίματος
Η Ελλάδα δυστυχώς πλήρωσε τον μεγάλο φόρο αίματος στο Ολοκαύτωμα. Το 80-85% του εβραϊκού της πληθυσμού εξολοθρεύτηκε. Παρ’ όλα αυτά, η τοπιογραφία της μνήμης στην Ελλάδα είναι αποσπασματική και διαρκώς απειλούμενη από βάνδαλους, πριν μάλιστα την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μνημείο Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα έγινε μόλις το 1987 (στη Λάρισα), ενώ στη Θεσσαλονίκη το μνημείο τοποθετήθηκε στη συμβολή των οδών Αλεξάνδρου Παπαναστασίου και Νέας Εγνατίας, μόλις το 1997.
Η αμηχανία και οι αγκυλώσεις στη διαχείριση της μνήμης είναι εμφανείς σε ό,τι αφορά την πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη. Οι φωτογραφίες με τους συγκεντρωμένους Ελληνοεβραίους και τους ναζί να τους υποχρεώνουν σε γυμνάσια υπάρχουν στα μεγαλύτερα μουσεία του Ολοκαυτώματος σε όλο τον κόσμο. Και όμως, ένας από τους πιο εμβληματικούς τόπους του χειρότερου εγκλήματος στην παγκόσμια ιστορία παραμένει πάρκινγκ (!) ενώ διάφοροι προτείνουν να γίνει μουσείο ποτ πουρί ιστορίας της πόλης.
«Ο φυσικός χώρος για την τοποθέτηση του μνημείου του Ολοκαυτώματος», έγραφε ο πρώην πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Ανδρέας Σεφιχά «είναι για εμάς η πλατεία Ελευθερίας. Ο τόπος μαρτυρίου των Ελλήνων Εβραίων, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το 96% των μελών της κοινότητάς μας που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Αίτημα για την ανέγερση του μνημείου στην πλατεία Ελευθερίας υποβαλλόταν από την κοινότητά μας από το 1954 στους εκάστοτε δημάρχους και απορριπτόταν απ’ όλους».
Το τραγελαφικό είναι ότι παρά την υπόσχεση του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, του κ. Γιάννη Μπουτάρη, για μετατροπή της πλατείας Ελευθερίας από πάρκινγκ σε πάρκο μνήμης για τους Εβραίους Σαλονικιούς που χάθηκαν, στην αρχική μελέτη που διαχειρίστηκε ο αρμόδιος αντιδήμαρχός του κ. Ανδρέας Κουράκης υπήρχαν όλα (δένδρα, ηλιακά ρολόγια, νεότουρκοι μέχρι και ο... Δούκας του Εδιμβούργου!) – πλην του μνημείου του Ολοκαυτώματος. Δεν ήταν μια απόπειρα «ιστορικής ανορθογραφίας», που θα έλεγε και ο κ. Χάγκεν Φλάισερ. Ηταν προφανώς, όπως γράφει ο ίδιος, «οι σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση ευκαμψία και οπορτουνιστική ευελιξία της μνήμης».
«Ο χαρακτήρας της μνήμης του Ολοκαυτώματος», συνεχίζει ο Φλάισερ, «εξαρτάται από την (παιδαγωγική και “δημόσια”) διαχείριση της δυσβάστακτης κληρονομιάς που μας έχει αφήσει ο Πόλεμος. Κάθε στρογγύλεμα των αιχμηρών πτυχών της Ιστορίας, κάθε παραπέρα περιορισμός ή λογοκρισία της διδασκαλίας, κάθε σωφρονιστική παρέμβαση στα συγγράμματα κατ’ ανάθεση της εκάστοτε παραταξιακής κυβέρνησης, ενέχει τον κίνδυνο η κατανόηση και η γνώση του παρελθόντος μας να γίνουν βορά των εργολάβων υγειονομικής ταφής... Ανέκαθεν βέβαια όλες οι εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες –ακόμη και οι πιο ουδέτερες– παρουσίαζαν κενά μνήμης, λιγότερες ή περισσότερες αδυναμίες στην ειλικρινή διαχείριση του άβολου, συχνά ενοχοποιητικού παρελθόντος. (...) Προφανώς, η ευκαμψία και η οπορτουνιστική ευελιξία της μνήμης είναι σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση. Στο ξεκαθάρισμα όμως των λογαριασμών με το παρελθόν, επιβάλλεται η διαφοροποίηση ανάμεσα στη μνήμη του μέσου πολίτη, στην επιστημονική έρευνα και, τέλος, στην επίσημη “κουλτούρα της μνήμης” – που διαμορφώνεται από συλλογικότητες, από ταγούς της κοινωνίας και από πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες».

* Αννα - Μαρία Δρουμπούκη, «Μνημεία της λήθης. Ιχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη», εκδ. Πόλις
* Σοφία Χριστοφορίδου, «Πλατεία Ελευθερίας, ένα πάρκο αμνησίας;» http://sofistories.wordpress.com