Η Λισσός, ο Αύγουστος και ο Αλέξανδρος
Νίκος Κωνσταντάρας
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Είναι Αύγουστος, καταμεσήμερο, και βρίσκομαι σ’ ένα κυνήγι θησαυρού σε μια πλαγιά πάνω από το Λιβυκό Πέλαγος, στα ερείπια της Λισσού. Στο βάθος μόλις που φαίνεται η σκιά της Γαύδου. Πιο πέρα, αόρατη, η Λιβύη, η Κυρηναϊκή, η οποία είχε ισχυρούς δεσμούς με την Κρήτη την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Ανάμεσα στα ελαιόδεντρα, τις χαρουπιές και τα κατσίκια, με οδηγό μια πινακίδα του υπουργείου Πολιτισμού στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, βρίσκει ο επισκέπτης τον ναό του Ασκληπιού, κοντά στη βρύση με το νερό για το οποίο προσκυνητές και άρρωστοι έρχονταν εδώ για αιώνες. Λίγο πιο πέρα είναι η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Κηρύκου, που γιορτάζει στις 15 Ιουλίου, και τα ίχνη ενός μικρού αμφιθεάτρου. Στη δυτική πλαγιά προβάλλουν τα «σπιτάκια» της νεκρόπολης της ρωμαϊκής εποχής. Πιο πάνω, ένα πέτρινο αλώνι, σαν να αιωρείται μεταξύ ουρανού και θάλασσας, συνδετικός κρίκος όλων των εποχών.
Η Λισσός, όλο φως και σκιές, δίνει την αίσθηση ότι έχει αποκαλύψει μόνο λίγα από τα μυστικά της, ότι όσο ψάχνει κανείς κάτι θα βρίσκει ανάμεσα στους θάμνους και τα βράχια. Μεταξύ Λευκών Ορέων και της βαθιάς θάλασσας, το τοπίο είναι μοναδικό. Οπως τόσα άλλα μέρη της Ελλάδας που συνδυάζουν την ομορφιά του χώρου με την περιπέτεια των κατοίκων τους - με την ίδρυση, το απόγειο και την καταστροφή πολιτειών, με την εγκατάλειψη ή την επιβίωση με κάποια μορφή, όπως το ετήσιο προσκύνημα στον Αγιο Κήρυκο, όπως τις επισκέψεις παραθεριστών. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έζησαν και πέθαναν σε αυτήν τη μικρή κοιλάδα, όπως και στην κοντινή πόλη Ελυρος, της οποίας το επίνειο ήταν η Λισσός. Ανακαλύφθηκαν πολλά στοιχεία της ιστορίας και της καθημερινότητάς τους, αλλά όχι κάτι το συναρπαστικό - κάτι που θα έδινε ώθηση σε περαιτέρω έρευνες, στην ανάδειξη του χώρου, στην ένταξη της Λισσού στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Λέμε στους εαυτούς μας: «Είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα η Λισσός και αξίζει μια επίσκεψη, αλλά η αλήθεια είναι ότι είτε υπήρξε είτε όχι δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία για τη δική μας ζωή».
Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έζησε στη Λισσό. Δεν έδωσε καμία από τις σπουδαίες μάχες του εκεί. Και δεν πέρασε από κανενός το μυαλό ότι ίσως, για κάποιο λόγο, μετά τον θάνατο του στρατηλάτη, οι άνθρωποί του θα σκέφτονταν να μεταφέρουν τη σορό του από την Αίγυπτο στην κοντινή νότια ακτή της Κρήτης. Εάν υπήρχε έστω μια υπόνοια ότι ο χώρος είχε ευλογηθεί με την παρουσία του Αλέξανδρου, είτε ζωντανού είτε νεκρού, η μοίρα του τόπου θα ήταν διαφορετική.
Ο Αλέξανδρος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για εμάς. Στο συμβολικό πεδίο. Ουσιαστικά, το πέρασμά του από τη Γη δεν έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτήν αμέτρητων αγροτών, εμπόρων, ναυτικών, στρατιωτικών, ιερέων - των απλών ανδρών και γυναικών που έζησαν σε κάθε σημείο του ελλαδικού χώρου. Και να μην υπήρξε ποτέ ο Αλέξανδρος, να μην είχε φθάσει στα βάθη της Ασίας, δεν θα άλλαζε τίποτα στις δικές μας ζωές. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξανδρος ζει μέσα μας. Μας συναρπάζει η σκέψη ότι ένας Ελληνας έκανε όσα έκανε αυτός, ότι ήταν ο καλύτερος, ο εξυπνότερος, ο ισχυρότερος, ο πιο γενναίος και πιο επιτυχημένος στρατηγός στην Ιστορία. Είναι, με άλλα λόγια, αυτός που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτός που θα θέλαμε να βρεθεί πάλι για να μας καθοδηγεί προς λαμπρές νίκες, να μας προστατεύει από το κακό και να κάνει δοξαστό το όνομά μας σε όλη τη Γη. Αυτή η ανάγκη για τον σωτήρα αδιαφορεί για την πραγματικότητα, όσον αφορά τον Αλέξανδρο και την εποχή του. Αδιαφορεί και για όσα πετυχαίνουν τόσοι στη δική μας εποχή (ο καθένας στον χώρο του), επειδή κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Αλέξανδρο.
Οι ανασκαφές στην Αμφίπολη της Μακεδονίας αυτές τις μέρες οδηγούν σε σημαντική ανακάλυψη. Το μέγεθος του τάφου, η προσμονή ότι ίσως είναι ασύλητος, αλλά και η (σχεδόν ανομολόγητη) ελπίδα ότι θα μπορούσε να έχει άμεση σχέση με τον μέγα στρατηλάτη δικαιολογούν το ενδιαφέρον όλου του κόσμου. Πέρα από συμβολισμούς και συναισθήματα, ό,τι κι αν βρεθεί εντός του τύμβου -όποιος και αν είναι ο νεκρός, και όσα τα πλούτη του- θα προσφέρει άλλη μία ψηφίδα στη διερεύνηση του τόπου μας. Οπως όταν περπατάμε στα βήματα ανώνυμων προσκυνητών στον ήλιο του Αυγούστου.