Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Πολύ καλός Αλ. Παπαχελάς για Ελληνικό και «Βενιζέλος»

Ελληνικό και «Βενιζέλος»
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
Μ​​ερικές φορές μια εικόνα μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πολλά, σε μία στιγμή. Σταματημένος σε ένα φανάρι, βρέθηκα δίπλα σε ένα αστικό λεωφορείο. Ο οδηγός κρατούσε ένα τσιγάρο, τραβούσε δυο ρουφηξιές και τίναζε τη στάχτη προς τα έξω από ένα μικρό παραθυράκι. Δεν θα έπρεπε να μου κάνει καμία ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί και άλλες φορές μου έχει τύχει να δω οδηγούς λεωφορείων να μιλούν στο κινητό ή να καπνίζουν. Προφανώς δεν είναι η πλειονότητα. Το γεγονός ότι το ανεχόμαστε όμως και, το κυριότερο, ότι δεν μας κάνει εντύπωση, δείχνει ότι έχουμε κυλήσει πάλι προς τα πίσω.
Αλλωστε, αντίστοιχες εικόνες από την καθημερινότητα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ακούμε καθημερινά.
Η Ελλάδα, ως σύγχρονο κράτος από τη γένεσή του, κινείται πάντοτε μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η εικόνα του οδηγού που καπνίζει ταιριάζει προφανώς περισσότερο με την Ανατολή. Την περιμένεις στην Αίγυπτο, στον Λίβανο, σε άλλες κοντινές χώρες. Τώρα το ρεύμα μάς πάει προς τα εκεί. Γιατί ο Ελληνας έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό. Οταν «χαλαρώνει», η χαλάρωση δεν έχει τέλος. Χωρίς κανόνες, χωρίς ηγεσία που δίνει παράδειγμα υπερπροσπάθειας και τήρησης των κανόνων, μπορούμε να πάμε πάρα μα πάρα πολύ χαμηλά.
Είμαστε ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο αντίστοιχος οδηγός το 2004 δεν θα έκανε το ίδιο, ίσως από φόβο, ίσως από συλλογική διάθεση να δείξουμε έναν καλύτερο εαυτό.
Οταν με πιάνει απελπισία για το πού πάει η χώρα, «ταξιδεύω» στη δεκαετία του 1980. Μου έχει μείνει μια χαρακτηριστική στιγμή από εκείνη την εποχή. Η αίθουσα αφίξεων του παλαιού αεροδρομίου, χωρίς κλιματισμό, με τον ιμάντα αποσκευών να μη δουλεύει είτε λόγω μιας ακόμη απεργίας είτε επειδή ήταν χαλασμένος και κανείς δεν ενδιαφερόταν να τον φτιάξει. Γύρω γύρω, οδηγοί ταξί που κάπνιζαν και χρέωναν δρομολόγια για την Αθήνα έναντι εξωφρενικής τιμής. Αν το έβλεπες σε φιλμ και έκλεινες τον ήχο, δεν θα ήξερες αν βρίσκεσαι στο αεροδρόμιο του Καΐρου ή του Λιβάνου. Ολο αυτό μου φαίνεται μια κακή ανάμνηση, που βοηθάει να είσαι αισιόδοξος, γιατί όντως η χώρα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο.
Ζούμε όμως σε έναν κόσμο ασύλληπτα ανταγωνιστικό, όπου δεν υπάρχει χώρος ούτε και χρόνος για χαλάρωση. Οι γείτονές μας, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία κ.ά., κάνουν τεράστια βήματα επειδή έρχονται από πολύ χαμηλά και έχουν τη φιλοδοξία να φτάσουν εδώ όπου βρισκόμαστε εμείς.
Χρειαζόμαστε επειγόντως εθνικούς στόχους, αυστηρότερους κανόνες και μεγαλύτερη πειθαρχία. Αλλά και μια ηγεσία που δεν κλείνει το μάτι λέγοντας σε όλους «εντάξει, μπορείς να χαλαρώσεις. Κανείς δεν θα σε αξιολογήσει, κανείς δεν θα σε τιμωρήσει, ό,τι και να κάνεις». Αυτή είναι συνταγή πλήρους καταστροφής διαρκείας και τις συνέπειες δεν θα τις νιώσουμε μόνο άμεσα, αλλά και για πολλά χρόνια. Το ελληνικό κράτος διασώζεται, άλλωστε, σήμερα χάρη σε ένα 20%, 30% το πολύ, ανθρώπων που κάνουν τη δουλειά τους με ελάχιστα χρήματα και μεγάλη αυτοθυσία, με επαγγελματισμό, τηρώντας κανόνες. Και αυτό, όμως, έχει τα όριά του και δεν ταιριάζει σε κράτος του 2017.
Η σαγήνη της χαλάρωσης και της... Ανατολής είναι μεγάλη. Ο πραγματικός εφιάλτης, λοιπόν, είναι να απογειωθείς μια μέρα από το «Βενιζέλος» και να προσγειωθείς σε κάτι που μοιάζει με το παλιό Ελληνικό. Να πας για ύπνο με ευρώ και να ξυπνήσεις με δραχμή...