Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Ιστορικό άρθρο για τη ρήξη της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ


Η ρήξη της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ
ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
«Δεν πρόκειται για ρήξη, αλλά για αναγκαία προσαρμογή»: η φράση αυτή ήταν η κατακλείδα της συνέντευξης Τύπου κατά την οποία, στις 21 Φεβρουαρίου 1966, ο πρόεδρος της Γαλλίας Κάρολος ντε Γκωλ ανακοίνωσε την πρόθεση της χώρας του να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), παραμένοντας ταυτόχρονα μέρος της Συμμαχίας.
Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, οι νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο διεθνές τοπίο και στις σχέσεις με τις ανατολικές χώρες είχαν ως συνέπεια ο δυτικός κόσμος να μην τελεί πλέον υπό απειλή, σε αντίθεση με την εποχή κατά την οποία, καθώς ανέφερε, «το αμερικανικό προτεκτοράτο είχε εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη υπό το κάλυμμα του ΝΑΤΟ».
Η επιστολή Ντε Γκωλ στον Αμερικανό πρόεδρο Τζόνσον
Σε επιστολή που απηύθυνε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, ο Ντε Γκωλ εξήγησε ότι η Γαλλία έθετε επί τάπητος τη θέση της όχι στην Ατλαντική Συμμαχία, αλλά στις στρατιωτικές δομές της. Από αυτήν την άποψη, η χώρα είχε την πρόθεση να επανακτήσει την πλήρη κυριαρχία της, με τις συνέπειες που αυτό θα είχε στην εκχώρηση δικαιωμάτων για τη χρήση βάσεων, τη στάθμευση συμμαχικών στρατευμάτων και τη χρήση του εναέριου χώρου της. Πρακτικά, η Γαλλία θα έπαυε να αποτελεί μέρος των συμμαχικών διοικήσεων. Σύμφωνα με τοn Γάλλο πρόεδρο, λοιπόν, η απόφαση αυτή τροποποιούσε όχι την ουσία, αλλά τη μορφή της σχέσης της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ.
Η έναρξη των σχετικών επαφών υπήρξε άμεση και, ένα χρόνο αργότερα, η νέα σχέση της Γαλλίας με την Ατλαντική Συμμαχία ήταν πραγματικότητα. Ετσι, από το φθινόπωρο του 1966 η Γαλλία έπαψε να συμμετέχει στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της χώρας στα πολιτικά όργανα της Συμμαχίας παρέμεινε ως είχε, ωστόσο τα στρατιωτικά και πυρηνικά θέματα αποτελούσαν πλέον αντικείμενο εργασιών επιτροπών στις οποίες η Γαλλία δεν συμμετείχε.
Στις Βρυξέλλες
Η έδρα του ΝΑΤΟ μεταφέρθηκε από το Παρίσι στις Βρυξέλλες και, έως την 1η Απριλίου 1967, είχε πλέον ολοκληρωθεί η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το γαλλικό έδαφος. Με ειδικές συμφωνίες οργανώθηκαν, τέλος, οι στρατιωτικές σχέσεις, κυρίως σχετικά με τη χρήση του γαλλικού εναέριου χώρου και τη συμμετοχή της Γαλλίας στις επιχειρήσεις της Συμμαχίας. Η συμμετοχή δεν θα γινόταν αυτόματα, αλλά ανάλογα με την περίπτωση και κατόπιν απόφασης της γαλλικής κυβέρνησης. Σε αυτήν την περίπτωση, οι γαλλικές δυνάμεις θα παρέμεναν υπό εθνική διοίκηση και θα δρούσαν στο πλαίσιο σχεδίων τα οποία θα είχαν συμφωνηθεί εκ των προτέρων.
Χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποχώρησης
Οι σχέσεις της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ φέρνουν στο προσκήνιο τις διφορούμενες σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ μεταπολεμικά, καθώς και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της ως προς τη διεθνή της θέση και ασφάλεια, οι οποίες περικλείουν και τις διμερείς γαλλοσοβιετικές και γαλλογερμανικές σχέσεις. Ως επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης κατά την Απελευθέρωση, ο Ντε Γκωλ είχε θέσει τρεις προτεραιότητες για την ασφάλεια της Γαλλίας: συμμαχία με την ΕΣΣΔ, συμμαχία με το Ηνωμένο Βασίλειο, αμερικανική εγγύηση ασφάλειας. Το βασικό μέλημα του Γάλλου ηγέτη ήταν σαφώς η εξουδετέρωση της γερμανικής απειλής, κάτι που εξηγεί και τη θέση του υπέρ εδαφικής αποδυνάμωσης της Γερμανίας, διατηρώντας υπό γαλλικό έλεγχο τη Ρηνανία και τη Σάαρ, υπό πολωνικό τις ανατολικές επαρχίες, και θέτοντας μία μικρή ομοσπονδιακή Γερμανία στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού. Οι γαλλικές επιδιώξεις δεν βρήκαν στήριξη ούτε από την ΕΣΣΔ ούτε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και η εδραίωση της σοβιετικής κυριαρχίας στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη άρχισε να μεταβάλλει σταδιακά την αίσθηση απειλής, τουλάχιστον μέχρι και το 1946 οι γαλλικές κυβερνήσεις έθεταν ως προτεραιότητα την εξουδετέρωση του γερμανικού κινδύνου, αρνούμενες την πλήρη αποξένωση της ΕΣΣΔ στο θολό ακόμα διεθνές τοπίο. Τελικά, η άνοδος της σοβιετικής απειλής και η απώλεια ελπίδας για λύση στο γερμανικό πρόβλημα, όπως η Γαλλία την εννοούσε, έστρεψαν τη χώρα προς αναζήτηση εγγύησης ασφάλειας είτε στο πλαίσιο της διμερούς γαλλοαμερικανικής σχέσης είτε μέσα από έναν ευρωπαϊκό συνασπισμό προσδεδεμένο στις ΗΠΑ.
Η νέα δυναμική άρχισε να γίνεται αισθητή το 1947. Εκείνη τη χρονιά, η γαλλοβρετανική συνθήκη της Δουνκέρκης συνομολογήθηκε ελλείψει σαφούς αμερικανικής εγγύησης και εντασσόταν ακόμα στο διπλωματικό οπλοστάσιο που στόχευε να εξουδετερώσει τη γερμανική απειλή. Σύντομα, η εξέλιξη της αμερικανικής θέσης (δόγμα Τρούμαν, σχέδιο Μάρσαλ), η αναμόρφωση του διεθνούς τοπίου (αποτυχία της Τετραμερούς Συνόδου για τη Γερμανία, ίδρυση της Κομινφόρμ), αλλά και εσωτερικές εξελίξεις (αποπομπή των κομμουνιστών υπουργών της κυβέρνησης Ραμαντιέ τον Μάιο 1947, απεργίες με υπόθαλψη και του ΚΚΓ) αποτέλεσαν αποφασιστικούς παράγοντες που δρομολόγησαν τους Γάλλους ιθύνοντες στη λογική του Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύμφωνο των Βρυξελλών (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Μπενελούξ) κατέχει μια ενδιάμεση θέση, καθώς έθετε τις βάσεις ενός αντιγερμανικού, αλλά εκ των πραγμάτων και αντισοβιετικού, συνασπισμού. Παράλληλα, η διεθνής πόλωση άνοιξε τον δρόμο για απτή αμερικανική δέσμευση ασφάλειας με την έναρξη, τον Ιούλιο 1948, των εργασιών για τη συνομολόγηση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.
Η αγγλοαμερικανική σχέση αφενός, η δοκιμασία στην οποία έθεσε τις γαλλοαμερικανικές σχέσεις η αποικιακή πολιτική της Γαλλίας αφετέρου, υπήρξαν δύο βασικοί παράγοντες της αποξένωσης τελικά της χώρας από τη Συμμαχία. Η επιδείνωση υπήρξε αισθητή ήδη από την κρίση του Σουέζ (1956) και εξής, όταν η έλλειψη στήριξης από τις ΗΠΑ προκάλεσε έντονο αντιαμερικανισμό και κυρίως έδειξε ότι τα εθνικά συμφέροντα της Γαλλίας δεν νοούνταν μέσα στο πλαίσιο των κοινών συμμαχικών συμφερόντων. Παρομοίως εκλήφθηκαν οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Τυνησία το 1957, εν μέσω του πολέμου της αλγερινής ανεξαρτησίας, όπως και η σύσταση αγγλοαμερικανικής μεσολαβητικής αποστολής κατόπιν του βομβαρδισμού του χωριού Σακιέτ Σίντι Γιουσέφ στην επικράτεια της ίδιας χώρας από γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Μια μακρά ιστορία τριβών με τη Συμμαχία
Η καθεστωτική αλλαγή που επήλθε στη Γαλλία το 1958 με τη μετάβαση από την Τέταρτη στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία υπό το βάρος του πολέμου της Αλγερίας, επανέφερε τον Ντε Γκωλ στην εξουσία αρχικά ως τελευταίο πρωθυπουργό του καταρρέοντος καθεστώτος και στη συνέχεια ως πρώτο πρόεδρο του νέου. Εν μέσω αυτής της εύθραυστης συγκυρίας, το θέμα των σχέσεων της Γαλλίας με το ΝΑΤΟ πρόβαλε επιτακτικά έπειτα από τη συντονισμένη στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στον Λίβανο και του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ιορδανία, κατόπιν της ιρακινής επανάστασης του 1958. Ο Ντε Γκωλ απηύθυνε ωστόσο διπλωματική νότα –γνωστή ως μνημόνιο της 17ης Σεπτεμβρίου– προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλαν. Οι βασικές επιδιώξεις της Γαλλίας ήταν: πρώτον, η επέκταση των ζωνών που κάλυπτε το ΝΑΤΟ, ώστε να περιληφθούν η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική και η Σαχάρα, και δεύτερον, η άτυπη τριμερής συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας για τα παγκόσμια θέματα, ουσιαστικά ένα τριμερές διευθυντήριο του ΝΑΤΟ.
Ενα από τα ερωτήματα της ιστορικής έρευνας είναι κατά πόσον το μνημόνιο της 17ης Σεπτεμβρίου σχετιζόταν με ενδεχόμενη επιδίωξη του Ντε Γκωλ να κάνει δεκτή από τους συμμάχους του τη γαλλική πολιτική στη Βόρεια Αφρική εν μέσω μιας κρίσιμης καμπής του αλγερινού πολέμου, τη στιγμή του σχηματισμού της προσωρινής κυβέρνησης της (μη υπάρχουσας ακόμα) Αλγερινής Δημοκρατίας. Οπως και να έχει, οι προθέσεις του Ντε Γκωλ εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο συστημικό πλέγμα το οποίο βεβαίως επηρέασε και η συγκυρία του πολέμου της Αλγερίας. Οι θέσεις του μνημονίου δεν έγιναν δεκτές από τους παραλήπτες του, εγκαινιάστηκε όμως ένας κύκλος διπλωματικών επαφών με αντικείμενο την αναμόρφωση της συμμαχίας, οι οποίες διήρκεσαν ώς το 1965. Οι επαφές αυτές δεν καρποφόρησαν, με τις ΗΠΑ να θεωρούν ότι η Γαλλία δεν έθετε συγκεκριμένες προτάσεις και με τη δεύτερη να θεωρεί ότι δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για να γίνουν δεκτές τυχόν προτάσεις. Στο ενδιάμεσο, το 1959 ο γαλλικός στόλος αποσύρθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις Μεσογείου, ενώ το 1962, έπειτα από τον τερματισμό του πολέμου στην Αλγερία, οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν επανήλθαν υπό τη συμμαχική διοίκηση της Ευρώπης. Το 1964, ο γαλλικός στόλος αποσύρθηκε και από τη διοίκηση του Ατλαντικού. Ηδη από το 1965, οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι μία απόφαση της Γαλλίας για αποχώρηση από τις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ ήταν θέμα χρόνου. Πράγματι, την ίδια στιγμή, η αναμόρφωση της συμμαχίας έπαυσε να αποτελεί προτεραιότητα για τη Γαλλία, πολύ περισσότερο που η επιτυχία του πυρηνικού προγράμματος της χώρας της εξασφάλιζε αμυντική αυτονομία. Η ανακοίνωση της αποχώρησης από τις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ, κατά συνέπεια, υπήρξε έκπληξη μόνο στον βαθμό που δρομολογήθηκε άμεσα. Με δεδομένο επίσης ότι είχε πλέον εκλείψει και η διπλωματική υποθήκη που είχαν αποτελέσει οι αποικιακοί πόλεμοι στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, ο Ντε Γκωλ δρομολόγησε και τη διαφαινόμενη έως τότε αυτονομία της Γαλλίας σε διεθνή θέματα με πολιτική ύφεσης απέναντι στην ΕΣΣΔ και επιστροφή στη διπλωματική σκηνή της Ασίας. Το 1964, η Γαλλία υπήρξε η πρώτη δυτική χώρα που εγκαινίασε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Δύο χρόνια αργότερα, σε επίσκεψη στην Πνομ Πενχ, ο Γάλλος ηγέτης τάχθηκε εναντίον στρατιωτικής λύσης στο Βιετνάμ, καλώντας τις ΗΠΑ να μην αναλωθούν σε μία μακρινή στρατιωτική εκστρατεία και να προτιμήσουν, αντίθετα, έναν διεθνή διακανονισμό ειρήνης.
Η Γαλλία επανεντάχθηκε στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ με απόφαση του προέδρου Νικολά Σαρκοζί το 2009.

(Στην φωτογραφία : 21.2.1966. Σε ιστορική συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ ανακοινώνει την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ)


* Η κ. Σοφία Παπαστάμκου είναι ερευνήτρια στο Maison des Sciences de l’ Homme et de la Société, Lille, France.