Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Άρθρο του Ν. Μαραντζίδη για τη μεγάλη στροφή στην αντίληψη της οικονομίας


Η μεγάλη στροφή στην αντίληψη της οικονομίας
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
Η ​παρατεταμένη οικονομική ύφεση που η χώρα μας βιώνει την τελευταία δεκαετία επηρεάζει βαθιά την ελληνική κοινωνία και αλλάζει τον τρόπο που αυτή σκέπτεται τα πράγματα.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα της δημόσιας ζωής, στο πεδίο της οικονομίας η κοινή γνώμη δείχνει να μεταβάλλει τις αντιλήψεις της και να ανατρέπει παγιωμένες ιδέες και νοοτροπίες. Τα συμπεράσματα από την πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις («Τι πιστεύουν οι Ελληνες», Δεκέμβριος 2016) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως βρισκόμαστε μπροστά σε δομικές αλλαγές.
Η σημαντική μεταβολή αφορά πιο συγκεκριμένα τον ρόλο και το μέγεθος του κράτους και την ανάγκη αυτό να καταστεί μικρότερο και περισσότερο λειτουργικό. Από μία άποψη, οι πολίτες δείχνουν να είναι φιλικότεροι σε σχέση με το παρελθόν προς τους «ανοιχτούς θεσμούς». Ανοιχτοί (inclusive) θεσμοί, σύμφωνα τον οικονομολόγο Νταρόν Ατζέμογλου και τον πολιτικό επιστήμονα Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, είναι εκείνοι που επιτρέπουν και ενθαρρύνουν τη συμμετοχή της μεγάλης μάζας των πολιτών στις οικονομικές δραστηριότητες ώστε να χρησιμοποιούν τις δεξιότητες και το ταλέντο τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και να κάνουν τις επιλογές που θέλουν.
Για να είναι ανοικτοί, οι οικονομικοί θεσμοί πρέπει να προστατεύουν την ατομική ιδιοκτησία, να διασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού, να μη βάζουν εμπόδια στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων και να δίνουν στα άτομα την ελευθερία πραγματικής επιλογής της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας ανοίγοντας το παιχνίδι σε κατά το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας. Αντιθέτως ως «κλειστούς» ορίζουν εκείνους που έχουν τις αντίθετες ιδιότητες, διέπονται από τη λογική της απόσπασης εισοδημάτων και πλούτου από ένα τμήμα της κοινωνίας προς όφελος κάποιου άλλου. Στο διάσημο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον υποστηρίζουν πως οι ανοιχτοί οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί αποτελούν τη βάση για την επιτυχία ενός έθνους.
Πολλοί Ελληνες πιστεύουν πλέον ακράδαντα πως το κράτος, αφού διήγε για δεκαετίες μια σπάταλη και διεφθαρμένη ζωή, αποσπώντας πλούτο από συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού και μοιράζοντάς τον αυθαίρετα προς τα εκεί όπου οι πελατείες του το κατεύθυναν, τώρα που του τελείωσαν οι δυνατότητες ανεξέλεγκτου δανεισμού εξοντώνει τους κατοίκους αυτής της χώρας με υψηλούς φόρους. Στη βάση αυτής της εκτίμησης, η πεποίθηση των πολιτών είναι πως υπάρχει αναγκαιότητα για περιορισμό του κράτους τόσο σε επίπεδο δομών όσο και σε εύρος παρεμβάσεων στις οικονομικές συναλλαγές και στην εργασία.
Η υψηλή φορολογία είναι σήμερα κρίσιμο ζήτημα στην οικονομική ατζέντα της κοινής γνώμης. Οι υψηλοί άμεσοι και έμμεσοι φόροι αποτελούν μια πραγματική γάγγραινα τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, που βλέπουν πως το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους μετατρέπεται σε κρατικές δαπάνες. Οι Ελληνες αισθάνονται πως δουλεύουν για να πληρώνουν φόρους στο κράτος ή, όπως συχνά λέγεται, έχουν ως συνεταίρο τους το κράτος.
Αυτή η κατάσταση προκαλεί έντονη δυσφορία στους Ελληνες. Γίνονται μάρτυρες της καθημερινής αναχώρησης ανθρώπων και επιχειρήσεων προς γειτονικά ή και πιο μακρινά κράτη, που δίνουν περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης ή επιχειρηματικότητας. Γίνεται πλέον αντιληπτό πως αυτό το σπάταλο κράτος εμποδίζει με τις δυσλειτουργίες του και το υπερβολικό μέγεθός του την οικονομική ανάκαμψη.
Ετσι, με βάση τα παραπάνω δεν πρέπει να ξενίζει πως η πλειοψηφία των Ελλήνων τάσσεται υπέρ ενός μικρότερου κράτους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της οικονομίας. Μάλιστα, για την ίδια περίπου πλειοψηφία η επιθυμία για μικρότερο κράτος συμβαδίζει με την πεποίθηση πως η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων θα βελτιώσει την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο δημόσιος τομέας. Επιπλέον, η θέση για κατάργηση της μονιμότητας συνδυάζεται από πολλούς συμπολίτες μας με την αντίθεσή τους σε αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων στο άμεσο μέλλον.
Οι Ελληνες δεν διστάζουν να ζητήσουν τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία και τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μικρότερο κράτος πρόνοιας, άρα λιγότερες κοινωνικές υπηρεσίες. Γίνεται φανερό πως οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην εξίσωση: μεγάλο κράτος ίσον κοινωνικό κράτος.
Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης αμφισβητεί πως το προηγούμενο μοντέλο ανάπτυξης, που στηριζόταν στην επιλογή του κράτους να ρίξει χρήμα στην αγορά, αυξάνοντας μισθούς και συντάξεις προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση, είναι η ιδανική λύση για την ανάπτυξη σήμερα. Σχεδόν τρεις στους τέσσερις πιστεύουν σε αυτήν τη φάση πως ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να ανακάμψει η οικονομία είναι η τόνωση των εξαγωγών και η προσέλκυση επενδύσεων, ιδιαίτερα άμεσων ξένων επενδύσεων μέσω φορολογικών ή άλλων κινήτρων.
Στα θέματα της οικονομίας τουλάχιστον, η κρίση μας έδωσε ένα μεγάλο μάθημα. Απομακρυνόμαστε ταχέως από τις κρατικιστικές αντιλήψεις και τις αξίες της Μεταπολίτευσης. Απλώς το μάθημα πληρώθηκε πολύ ακριβά.

*Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.