Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Άρθρο του Foreign Affairs για τη Δημοκρατία στυλ Βραζιλίας


Δημοκρατία στυλ Βραζιλίας
Γιατί η Ντίλμα Ρούσεφ θα επιβιώσει των διαμαρτυριών
Kathryn Hochstetler
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων της Βραζιλίας γέμισαν με διαδηλωτές.
Ταυτόχρονα με την επέτειο των 30 χρόνων από το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος του 1985, οι διαμαρτυρίες που έγιναν στις 15 Μαρτίου ήταν πιθανώς οι μεγαλύτερες από την στιγμή που η Βραζιλία έγινε δημοκρατικό κράτος, ενώ ήταν σίγουρα μεγαλύτερες από τις ευρέως διαδεδομένες διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2013. Ωστόσο, είναι δύσκολο να βρεθούν οι πραγματικοί αριθμοί. Οι διαμαρτυρίες ήταν σαφώς μεγαλύτερες στην πόλη του Σάο Πάολο, αλλά οι εκτιμήσεις για το μέγεθος του πλήθους που συγκεντρώθηκε εκεί κυμαίνονται από 210.000 (Instituto Datafolha, το οποίο συνδέεται με την εφημερίδα Folha de São Paulo) σε πάνω από ένα εκατομμύριο (κρατική στρατιωτική αστυνομία ). Εάν ισχύει η χαμηλότερη εκτίμηση, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε ολόκληρη την χώρα. Εάν η υψηλότερη εκτίμηση είναι η σωστή, το σύνολο θα ανερχόταν στα περίπου 1,7 εκατομμύρια ανθρώπους.
Το μέγεθος έχει σημασίαˑ όσοι διαδήλωσαν ήθελαν να δώσουν ένα σκληρό μήνυμα στην πρόεδρο, Ντίλμα Ρούσεφ, που διανύει πλέον την δέκατη εβδομάδα της δεύτερης θητείας της. Πολλοί ζήτησαν να γίνει πρόταση μομφής εναντίον της, γεγονός που θυμίζει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που, το 1992, διαδήλωσαν με επιτυχία για την πρόταση μομφής κατά του προέδρου Fernando Collor de Mello. Πολλοί σχολιαστές, ως εκ τούτου, εκλαμβάνουν τον αριθμό των διαδηλωτών ως ένα μέτρο του διαστήματος στο οποίο θα παραμείνει η Ρούσεφ στην εξουσία.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα αιτήματα για πρόταση μομφής κατά της Ρούσεφ αναφέρθηκαν σε πρωτοσέλιδα παγκοσμίως, την πραγματική είδηση αποτελούν τα οικονομικά προβλήματα της Βραζιλίας και το συνεχώς διογκούμενο σκάνδαλο διαφθοράς. Η οικονομική ανάπτυξη έχει μηδενιστεί, ενώ ο πληθωρισμός και τα δημόσια ελλείμματα αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς. Στην πρώτη της θητεία, η Ρούσεφ δεν κατάφερε να τονώσει την οικονομία με αποτέλεσμα να μην της έχουν απομείνει και πολλές επιλογές εκτός από την εφαρμογή οικονομικής λιτότητας. Η ειρωνεία είναι ότι, εν τω μεταξύ, ο Collor δεν είναι πλέον απλά ένας γερουσιαστής, αλλά βρίσκεται και μεταξύ των 34 εκπροσώπων του Κογκρέσου που τέθηκαν πρόσφατα υπό επίσημη έρευνα και πιθανή απαγγελία κατηγοριών για διαφθορά. Μαζί με 16 άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του Ταμία του κυβερνώντος κόμματος των Εργαζομένων (PT) της Ρούσεφ, οι εκπρόσωποι αυτοί κατηγορούνται για την συμμετοχή τους σε σύστημα δωροδοκιών που υπέκλεπτε χρήματα από την κρατική εταιρεία πετρελαίου, Petrobras, και τα επαναδιοχέτευε στην εκστρατεία της Ρούσεφ το 2010 και στις προσωπικές περιουσίες πολλών από τους συμμετέχοντες.
Τέτοιου είδους περιστάσεις έχουν ένα καταγεγραμμένο ιστορικό δυνατότητας τερματισμού πολιτικών σταδιοδρομιών στην Λατινική Αμερική. Στην δεκαετία του 1990 και του 2000, 15 πρόεδροι της Λατινικής Αμερικής (συμπεριλαμβανομένου και του Collor) είχαν εκδιωχθεί από την άσκηση εξουσίας πριν από την λήξη της θητείας τους, με τους μισούς από αυτούς να αντιμετωπίζουν διαδικασίες απομάκρυνσης από το Κογκρέσο σε συνδυασμό με μαζικές διαδηλώσεις και τους άλλους μισούς να παραιτούνται απλά την στιγμή που ήρθαν αντιμέτωποι με αποφασισμένους διαδηλωτές. Η διαφθορά και τα άλλα σκάνδαλα διαδραμάτισαν κάποιον ρόλο σε όλες σχεδόν τις καταγγελίες, ενώ οι ανεπιθύμητες οικονομικές πολιτικές συνέβαλαν στον περιορισμό της λαϊκής υποστήριξης.
Αυτά τα γεγονότα παραβίασαν τις φυσιολογικές προσδοκίες ότι οι πρόεδροι εκλέγονται σε θητείες ορισμένου χρόνου, ενώ ο λαός σε ολόκληρη την περιοχή έμαθε πως η συνεχής έκφραση εναντίωσης μέσω διαδηλώσεων μπορεί να αλλάξει γρήγορα το πολιτικό μέλλον των ισχυρών εθνικών τους στελεχών. Ακόμα κι έτσι, οι απομακρύνσεις αυτές σχεδόν στο σύνολό τους οδήγησαν στην συνέχιση της δημοκρατικής διακυβέρνησης –αντιπρόεδροι κι άλλοι που βρίσκονταν στην συνταγματική σειρά διαδοχής διατέλεσαν ως αντικαταστάτες. Η δημοκρατία είναι ζωντανή και ακμάζουσα στην Λατινική Αμερική, ακόμη και αν οι μέθοδοι αλλαγής των κυβερνήσεων είναι κάποιες φορές ανορθόδοξες. Αυτές οι περιφερειακές εμπειρίες παρέχουν ένα ευρύτερο πλαίσιο για την εξέταση του τι είναι πιθανό να συμβεί στην Βραζιλία.
Αρχικά, όλοι σχεδόν οι πρόεδροι της Λατινικής Αμερικής, που απομακρύνθηκαν με επιτυχία, είχαν εμπλακεί προσωπικά σε ζητήματα διαφθοράς ή σε άλλα σκάνδαλα. Μέχρι στιγμής, τα σκάνδαλα διαφθοράς στην Βραζιλία δεν έχουν συνδεθεί με σιγουριά την ίδια την Rousseff, παρά το γεγονός ότι την έχουν προσεγγίσει πολύ. Για όσο διάστημα το ποινικό της μητρώο παραμένει καθαρό, εκείνη προστατεύεται κάπως από την ανατροπή. Αν κατηγορηθεί, όμως, θα γίνει πολύ πιο ευάλωτη.
Δεύτερον, όταν μεγάλα πλήθη απαιτούν πρόταση μομφής, οι υπόλοιποι πολιτικοί μπορούν είτε να εντείνουν είτε να περιορίσουν τις φλόγες. Το κόμμα της αντιπολίτευσης της Βραζιλίας, PSDB, και ο Aécio Neves, υποψήφιος του PSDB στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, ενθάρρυναν όντως τις διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης Rousseff, αλλά απείχαν ως επί το πλείστον από την έκκληση για πρόταση μομφής. Σε θεσμικό επίπεδο, η πρόταση μομφής θα πρέπει να περάσει από την κάτω Βουλή του Κογκρέσου, την Βουλή των Αντιπροσώπων. Στον οργανισμό αυτόν επικεφαλής είναι ο Eduardo Cunha, που διάκειται εχθρικά προς την Ρούσεφ, ακόμη κι αν το κόμμα του, PMDB, αποτελεί μέρος του κυβερνητικού της συνασπισμού. Ο Cunha, ένας από τους νομοθέτες που έχουν τεθεί υπό έρευνα για διαφθορά, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι θα διαφωνούσε με τυχόν αιτήματα για πρόταση μομφής, με την αιτιολογία ότι η πρόεδρος εξελέγη και απαιτείται να βρεθούν άλλες λύσεις για τις προφανείς κυβερνητικές προκλήσεις. Η πολύ πρόσφατη επανεκλογή της Ρούσεφ –την στιγμή που ήρθε στην δημοσιότητα το σκάνδαλο της διαφθοράς- σημαίνει ότι οι διαμαρτυρίες θα πρέπει να διατηρηθούν σε βάθος χρόνου, να μεγαλώσουν και να διευρυνθούν κοινωνικά πριν διακινδυνεύσουν οι πολιτικοί προσπαθώντας να την απομακρύνουν από την εξουσία.
Επιπλέον, οι ηγέτες πολλών διαφορετικών κομμάτων ελέγχουν τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις της Βραζιλίας, ενώ όλοι τους έχουν αποφύγει τα είδη της αστυνομικής καταστολής ειρηνικών διαδηλωτών που εξόργισαν τους διαδηλωτές το 2013 και σε άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Η μομφή κατά του Collor αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες απομακρύνσεις που προηγήθηκαν στην περιοχή και δεν περιελάμβαναν βία από τους διαδηλωτές και τις δυνάμεις ασφαλείας που ήταν υπεύθυνες για την αστυνόμευση τους, με την σκληρή αστυνόμευση να ηγείται συνήθως του κύκλου αυτού. Τέλος, η ίδια η Rousseff απάντησε στις διαμαρτυρίες υπογραμμίζοντας το δικαίωμα στην διαμαρτυρία σε μια δημοκρατία και υποσχόμενη συγκεκριμένες πολιτικές απαντήσεις, που είναι ως επί το πλείστον ακόμα απροσδιόριστες. Έτσι, οι πολιτικοί της Βραζιλίας, στο σύνολό τους, έχουν προσπαθήσει να ηρεμήσουν κι όχι να πυροδοτήσουν την κατάσταση.
Αν και η προεδρία της Rousseff θα επιβιώσει πιθανότατα της πρόκλησης μιας πρότασης μομφής, η λίστα με τα προβλήματα που θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει είναι τρομακτική. Μια δημοσκόπηση της DataFolha που διεξήχθη δύο ημέρες μετά τις διαμαρτυρίες της Κυριακής έδειξε ότι τα ποσοστά έγκρισης της Ρούσεφ μειώθηκαν από 23% σε 13% κατά την διάρκεια των τελευταίων έξι εβδομάδων. Το ποσοστό εκείνων που χαρακτήρισαν την προεδρία της ως «κακή» ή «τρομερή» ανέβηκε στο 62%. Αυτές οι αξιολογήσεις, μόλις λίγους μήνες μετά την επίτευξη της οριακής επανεκλογής της, αντανακλούν διολίσθηση σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που αποτελούν την εκλογική της βάση. Η αναιμική της υποστήριξη, επίσης, έκανε την εμφάνισή της σε μικρότερες διαδηλώσεις (που υπολογίζονται σε 28.000 έως 120.000 ανθρώπους) των συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων που έδωσαν το παρόν στις 13 Μαρτίου για να δείξουν την υποστήριξή τους σ’ εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αυτές οι ομάδες συνδύασαν την υποστήριξή τους για την Ρούσεφ με πολυάριθμα αιτήματα για πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Από την ανάληψη των καθηκόντων της, η Ρούσεφ έχει κινηθεί για την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, τις οποίες είχε παραμερίσει κατά την διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, συμβάλλοντας, έτσι, στην αδύναμη υποστήριξη της, ακόμη και ανάμεσα σε εκείνους που την ψήφισαν στις εκλογές του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου.
Ακόμα και χωρίς διαμαρτυρίες ή κακές δημοσκοπήσεις, η Ρούσεφ θα δυσκολευόταν να συνεφέρει την οικονομία, που ήδη πλησίαζε την στασιμότητα, ακόμη και με τον πληθωρισμό να ανεβαίνει στο τέλος της πρώτης θητείας της. Οι θετικοί αριθμοί για την απασχόληση και τα κυβερνητικά προγράμματα εισοδήματος την βοήθησαν να κερδίσει την δεύτερή της θητεία, αλλά είναι πιθανό να κινδυνέψουν από τα επόμενα σχέδια λιτότητας. Τα ποσοστά φτώχειας και ανισότητας έχουν ήδη αρχίσει να ανεβαίνουν μετά από μια δεκαετία πτώσης. Το συνεχώς διευρυνόμενο σκάνδαλο της διαφθοράς αποδυνάμωσε όχι μόνο την Petrobras, αλλά και τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες που αποτελούν τον πυρήνα της οικονομίας και των επενδυτικών σχεδίων της Βραζιλίας, ενώ μπορεί να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο. Βασικοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες έχουν τεθεί υπό έρευνα και είναι πιθανό η προσοχή τους να αποσπαστεί από την προσπάθεια διακυβέρνησης της χώρας. Όλες αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ακόμη περισσότερες διαμαρτυρίες και να αποδυναμώσουν τα ποσοστά υποστήριξης στις δημοσκοπήσεις. Έτσι, η Rousseff είναι πιθανό να παραμείνει στην εξουσία, αλλά θα μπορούσε κανείς εύλογα να αναρωτηθεί γιατί να θέλει κάποιος να βρεθεί στο τιμόνι της Βραζιλίας για τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

* Η KATHRYN HOCHSTETLER είναι στο CIGI πρόεδρος διακυβέρνησης στις Αμερικές στο Balsillie School of International Affairs και καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Waterloo.


Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143278/kathryn-hochstetler/democr...