Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ανάλυση για τις δυσοίωνες προοπτικές των οικονομιών Τουρκίας, Ινδίας Αργεντινής


Οι τρεις επικίνδυνες εστίες του πλανήτη το 2014
Δυσοίωνες είναι οι προοπτικές για τις άλλοτε ισχυρές αναδυόμενες οικονομίες της Τουρκίας, της Ινδίας και της Αργεντινής
Των Ρουμπινας Σπαθη και Γιαννη Παλαιολογου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Το είδαμε σε κάποιο βαθμό και τη χρονιά που έφυγε: ενώ η Ευρωζώνη (με εξαίρεση την υπόθεση της Κύπρου) απέφυγε το ψυχόδραμα και στις ΗΠΑ παγιώθηκε η ανάκαμψη, οι αναδυόμενες οικονομίες, μετά μια εντυπωσιακή δεκαετία, έγιναν ξανά πηγή αστάθειας και ανησυχίας.
Το καλοκαίρι, η προσδοκία του tapering (της σταδιακής αποκλιμάκωσης της ποσοτικής χαλάρωσης από τη Federal Reserve) οδήγησε σε ευρεία αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές.
Γενικότερα, η χρονιά κατά την οποία οι χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ (από μόλις ένα τρίτο το 1990) ήταν και το έτος της «Μεγάλης Επιβράδυνσης», όπως τη χαρακτήρισε το Economist, αναφερόμενο στις BRICs (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Το 2013, ο δείκτης MSCI Emerging Markets κατέγραψε πτώση μεγαλύτερη του 6%, ενώ ο δείκτης S&P 500 σκαρφάλωσε κατά 32%.
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η Goldman Sachs εξέδωσε σημείωμα στο οποίο συνέστησε στους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους στις αναδυόμενες αγορές κατά ένα τρίτο. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα αναφέρθηκε στη «σεισμική μεταστροφή» των επενδυτών κατά των αναδυόμενων αγορών, καθώς «οι αποδόσεις δεν ήταν τόσο ελκυστικές όσο προσδοκούσαν, οι δείκτες οικονομικής ανάπτυξης δεν ήταν τόσο βιώσιμοι όσο φαντάζονταν και οι χώρες δεν ήταν τόσο σταθερές όσο πίστευαν». Σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman, υπάρχει «ισχυρή πιθανότητα» χαμηλών αποδόσεων και υψηλών διακυμάνσεων στις χώρες αυτές «τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια».
Στις αρχές του 2014, τρεις αναδυόμενες οικονομίες μοιάζουν να είναι ιδανικές υποψήφιες για να δεχθούν σημαντικές πιέσεις: η Τουρκία, η Ινδία και η Αργεντινή. Η τουρκική οικονομία ήδη κλυδωνίζεται από τις οικονομικές συνέπειες του σκανδάλου των «υιών». Για δεύτερη φορά σε διάστημα επτά μηνών, τα ξένα κεφάλαια δραπετεύουν από τη χώρα, το χρηματιστήριο βυθίζεται, μαζί του και η αξία της τουρκικής λίρας.
Η Ινδία, μαζί με την Τουρκία, τη Βραζιλία, την Ινδονησία και τη Νότιο Αφρική ανήκουν (σύμφωνα με τη Morgan Stanley) στην κατηγορία των «ευάλωτων πέντε» - των αναδυόμενων οικονομιών με τα πιο μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών που, συνεπώς, κινδυνεύουν περισσότερο από το αμερικανικό tapering. Ο νέος κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, Ραγκουράμ Ρατζάν, έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει την κατάσταση τους λίγους μήνες που είναι στο τιμόνι της RBI (Reserve Bank of India). Αλλά ο πληθωρισμός δείχνει ανοδικές τάσεις, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν αργά και το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται φέτος να ξεπεράσει το 8% του ΑΕΠ.
Πιο δυσοίωνες εκ των τριών είναι οι προοπτικές της Αργεντινής. Το κεντρικό πρόβλημα στη νοτιοαμερικανική χώρα είναι ο πληθωρισμός, που υπολογίζεται στο 26% - υπερδιπλάσιος εκείνου που εκτιμά το ΔΝΤ (10,5%). Η ραγδαία αύξησή του είναι η βασική αιτία για τις πρόσφατες ταραχές, που έχουν φέρει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Παγιδευμένη στη δίνη σκανδάλων, διαφθοράς
Εμφανείς είναι οι κίνδυνοι για την τουρκική οικονομία που στην εκπνοή του περασμένου έτους και στην αυγή του 2014 βρισκόταν παγιδευμένη στη δίνη των σκανδάλων διαφθοράς με εμφανείς τις επιπτώσεις στο νόμισμά της και στο κόστος δανεισμού της. Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει σημειώσει τα περασμένα έτη η τουρκική οικονομία και παρά τη δυναμική παρουσία των τουρκικών κατασκευαστικών και εμπορικών επιχειρήσεων σε Ασία, Αφρική και Μέση Ανατολή, η αχίλλειος πτέρνα της Τουρκίας είναι, όπως και για τις περισσότερες αναδυόμενες, το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που το 2013 εκτιμάται ότι υπερέβη το 7%. Είναι, έτσι, εξαρτημένη από τα ξένα κεφάλαια που εισέρρευσαν τα τελευταία χρόνια σε αναζήτηση υψηλών αποδόσεων, όταν στις ανεπτυγμένες οικονομίες εφαρμοζόταν χαλαρή νομισματική πολιτική με επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα.
Η μείζων πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου επέτεινε την οικονομική αιμορραγία που έχει πλήξει την οικονομία της από τον Μάιο, όταν οι πρώτες κρούσεις της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ περί επικείμενης μείωσης του προγράμματος αγοράς ομολόγων οδήγησαν σε μαζικές εκροές κεφαλαίων. Ηταν, άλλωστε, η δεύτερη πολιτική κρίση που παγίωσε το επισφαλέστατο για την τουρκική οικονομία περιβάλλον αστάθειας μετά τις διαδηλώσεις, με αφορμή την ανάπλαση του πάρκου Γκεζί. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, η κεντρική τράπεζα της χώρας προχώρησε όχι μόνο σε αύξηση των επιτοκίων, αλλά και σε επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις με μαζικές πωλήσεις δολαρίων, ανακόπτοντας προσωρινά τη βουτιά της τουρκικής λίρας.
Η τελευταία πολιτική κρίση, όμως, φαίνεται να κατάφερε καίριο πλήγμα στην τουρκική οικονομία καθώς έχει εξωθήσει τους επενδυτές να εγκαταλείψουν μαζικά την οικονομία της γείτονος με τις εκροές κεφαλαίων να υπερβαίνουν τα 530 εκατ. δολάρια μόνο μέσα στον Δεκέμβριο. Εχουν μεσολαβήσει πολιτικοί ελιγμοί της κυβέρνησης Ερντογάν και νέες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας που σχεδιάζει συνολικές πωλήσεις έξι δισ. δολαρίων μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου.
Οι απώλειες, όμως, είναι ήδη μεγάλες και ενδέχεται να αποδειχθούν καθοριστικές και να εγκλωβίσουν την τουρκική οικονομία σε μια περιδίνηση ύφεσης και υψηλής ανεργίας. Οι μαζικές πωλήσεις τουρκικών ομολόγων έχουν εκτινάξει το κόστος δανεισμού της σε επίπεδα άνω του 10%. Παρά τις παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας, στο σύνολο του περασμένου έτους η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 16% έναντι του δολαρίου και ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης κατέγραψε απώλειες 29,5%, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στη δεύτερη χειρότερη θέση έπειτα από εκείνο της Λίμας του Περού ανάμεσα στα 94 χρηματιστήρια που παρακολουθεί το Bloomberg.
Απειλείται ξανά με χρεοκοπία
Η χώρα που τόσο συζητήθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο των τελευταίων τεσσάρων ετών και παρουσιάστηκε από άλλους ως παράδειγμα προς μίμηση και άλλους ως παράδειγμα προς αποφυγή, βρίσκεται και πάλι στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Η Αργεντινή βυθίζεται εκ νέου σε μια κρίση που εκτός από οικονομική, είναι παράλληλα πολιτική και κοινωνική. Ηταν και γι’ αυτήν, όπως και για την Τουρκία, ο Δεκέμβριος που την επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο εξαιτίας των βίαιων ταραχών που εκδηλώθηκαν τον περασμένο μήνα και εξαπλώθηκαν σε πολλές πόλεις της με λεηλασίες καταστημάτων, δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Χαίνουσα πληγή της οικονομίας της είναι ο πληθωρισμός. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία αμφισβητεί το ΔΝΤ αλλά τα παραθέτει, κυμαίνεται σε επίπεδα πάνω από το 10%. Ανεπίσημες εκτιμήσεις, όμως, τον υπολογίζουν σε επίπεδα ανάμεσα στο 25% και το 30% και τον αποδίδουν στις επίμονα αναπτυξιακές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές τις οποίες εφήρμοσε η πρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες. Η χώρα έχει εγκαταλειφθεί από τους επενδυτές εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Κριστίνα, χήρας του δημοφιλούς προέδρου Νέστορ Κίρχνερ, που είχε αρχικά κατορθώσει να ανασύρει την Αργεντινή από τη χρεοκοπία. Ανάμεσα στις επιλογές αυτές συγκαταλέγονται η κρατικοποίηση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων με κεφάλαια ύψους σχεδόν 30 δισ. δολαρίων, η ρήξη με την πετρελαϊκή YPF, θυγατρική της ισπανικής Repsol, και η ουσιαστική εκδίωξή της από τη χώρα, αλλά και η χρήση συναλλαγματικών διαθεσίμων της κεντρικής τράπεζας με σκοπό την αποπληρωμή χρεών. Προπαντός, όμως, η πλήρης αποτυχία της χώρας στις προσπάθειές της να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τους πιστωτές της μετά τη στάση πληρωμών που κήρυξε τον Δεκέμβριο του 2001.
Στη διάρκεια της προεδρίας Νέστορ Κίρχνερ η οικονομία της Αργεντινής είχε ανακάμψει δυναμικά, φθάνοντας σε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 8% κατά μέσον όρο και μέχρι το 2011. Είχε, άλλωστε, επωφεληθεί από την ενίσχυση των εξαγωγών των πρώτων υλών της, κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά και από την εκτίναξη των τιμών αυτών. Σήμερα, όμως, η χώρα έχει εγκαταλειφθεί από τους επενδυτές, είναι αποκλεισμένη από τις αγορές, ενώ η ανάπτυξη μόλις και μετά βίας φθάνει στο 2%. Η ανεργία, που πριν από το 2011 είχε μειωθεί στο 7,2%, έχει και πάλι εκτιναχθεί και εκτιμάται ότι περίπου το 1/3 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται στην παραοικονομία. Από τα πλέον μη δημοφιλή μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση της Κριστίνα Φερνάντες ήταν η επιβολή αυστηρών περιορισμών στις συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, που έχουν καταστήσει δυσεύρετα τα δολάρια στη χώρα και έχουν οδηγήσει στη δημιουργία «μαύρης» αγοράς συναλλάγματος.
Υψηλός πληθωρισμός, καθίζηση της ρουπίας
Στις 17 Δεκεμβρίου άρχιζε η συνεδρίαση της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και μαζί με αυτήν η νέα περιδίνηση της ινδικής ρουπίας. Το νόμισμα της Ινδίας ήταν το μοναδικό μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών που τον Δεκέμβριο, όταν η Federal Reserve αποφάσισε να προχωρήσει σε μείωση των μηνιαίων αγορών ομολόγων, δέχθηκε πλήγμα εξίσου ισχυρό όσο και τους προηγούμενους μήνες.
Με το πρόβλημα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών να καθιστά την ινδική οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη στις εκροές κεφαλαίων, η ρουπία στο σύνολο του περασμένου έτους έχασε περίπου το 11% της αξίας της έναντι του δολαρίου, παρά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Είχε προηγηθεί πτώση κατά 25% έναντι του αμερικανικού νομίσματος τους πρώτους εννέα μήνες του έτους και ακολούθησε μερική ανάκαμψη. Το αποτέλεσμα ήταν να οξυνθεί το πρόβλημα του πληθωρισμού που αντιμετωπίζει η χώρα, καθώς αυξάνεται το κόστος των εισαγωγών και ιδιαιτέρως του πετρελαίου. Παρά την ελαφρά υποχώρηση που σημείωσε τον Νοέμβριο ο πληθωρισμός της Ινδίας βρίσκεται στο 11,24%, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 μηνών και τα υψηλότερα ανάμεσα στις 17 οικονομίες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού. Εχει, έτσι, εξωθήσει την κεντρική τράπεζα να αυξήσει το κόστος του χρήματος επανειλημμένως, με την τελευταία άνοδο των επιτοκίων τον Οκτώβριο να τα φέρνει στο επίπεδο του 7,75%. Η ινδική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς ιλιγγιώδεις μεν σε σύγκριση με τους συνήθεις ρυθμούς της Δύσης, αλλά τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα ο ρυθμός ανάπτυξής της βρίσκεται κάτω από το κρίσιμο επίπεδο του 5%, που είναι και ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας.
Ο λόγος είναι ότι η ινδική οικονομία έχει πληγεί από μια σειρά παραγόντων που συχνά είναι εξωγενείς, όπως η πολιτική της Federal Reserve και οι συνεπακόλουθες εκροές κεφαλαίων, καθώς επίσης και η επιβράδυνση σε κρίσιμους τομείς όπως εκείνοι των ορυχείων και της μεταποίησης. Το αποτέλεσμα της επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης είναι πως η χώρα έχει καταστεί λιγότερο ελκυστική στους επενδυτές.
Τον Μάιο του 2014 έχουν προγραμματισθεί εκλογές, στις οποίες ενδέχεται να ανατραπεί το σκηνικό των τελευταίων δέκα ετών με μια πολιτική ήττα του νυν πρωθυπουργού, Μανμοχάν Σινγκ. Το αντιπολιτευόμενο κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα υπόσχεται να επαναφέρει τη δεύτερη οικονομία της Ασίας σε ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 9%, και οι δημοσκοπήσεις το φέρουν να προηγείται. Είναι σαφές πως ο Μανμοχάν Σινγκ, που έχει διοχετεύσει 77 δισ. δολάρια στην ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, δεν έχει κατορθώσει να αναθερμάνει την οικονομία του 1,2 δισεκατομμυρίου ατόμων, ανάμεσα στους οποίους και το 1/3 των φτωχών του κόσμου.