Η ζωή μας εξαρτάται από τις βιταμίνες
Εμφανίστηκαν πριν από περίπου 4 δισ. χρόνια και οι πρώιμες μορφές ζωής μπορούσαν να τις συνθέσουν μόνες τους
The New York Times
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1602, ο ισπανικός στόλος έπλεε στον ωκεανό, κοντά στην ακτή του Μεξικού, όταν το πλήρωμα άρχισε να αρρωσταίνει βαριά.
«Το πρώτο σύμπτωμα ήταν πόνος σε ολόκληρο το σώμα», έγραψε ο Αντόνιο ντε λα Ασενσιόν, ένας ιερέας της αποστολής. «Μελανές κηλίδες αρχίζουν να καλύπτουν το σώμα, ειδικά από τη μέση και κάτω. Στη συνέχεια τα ούλα πρήζονται τόσο που τα σαγόνια δεν μπορούν να κλείσουν και έτσι oι ασθενείς πίνουν μόνο υγρά. Τελικά πεθαίνουν ξαφνικά».
Το πλήρωμα έπασχε από σκορβούτο, μια ασθένεια που ήταν ταυτόχρονα συνήθης αλλά και μυστηριώδης. Κανείς δεν ήξερε γιατί «χτυπούσε» τους ναυτικούς ή πώς θεραπεύεται. Αλλά σε αυτό το ταξίδι το 1602, ο Ασενσιόν παρατήρησε κάτι που το εξέλαβε ως θαύμα. Ενώ το πλήρωμα είχε βγει στην ξηρά για να θάψει τους νεκρούς, ένας άρρωστος ναύτης έκοψε και έφαγε ένα φραγκόσυκο. Αρχισε να αισθάνεται καλύτερα, και οι συνάδελφοί του ακολούθησαν το παράδειγμά του, παίρνοντας και φραγκόσυκα μαζί τους στο καράβι. «Μέσα σε δύο εβδομάδες, οι πληγές είχαν επουλωθεί», έγραψε ο ιερέας.
Σταδιακά, μέσα στους επόμενους δύο αιώνες, έγινε σαφές ότι το σκορβούτο προκαλείται από την έλλειψη φρούτων και λαχανικών κατά τη διάρκεια μεγάλων ταξιδιών. Από τα τέλη του 1700, το Βρετανικό Ναυτικό άρχισε να εφοδιάζει τα πλοία με εκατομμύρια λίτρα χυμό λεμόνι, εξαλείφοντας το σκορβούτο. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να περάσουν ακόμα 200 χρόνια μέχρι το 1928, όταν ο Ούγγρος βιοχημικός Αλμπερτ Ζεντ-Γκιόργκι ανακάλυψε ότι το συστατικό που θεραπεύει το σκορβούτο είναι η βιταμίνη C.
Τα πειράματα του Ζεντ-Γκιόργκι ήταν μέρος της γενικότερης τάσης των αρχών του 20ού αιώνα να εξιχνιαστεί ο ρόλος των βιταμινών. Οι επιστήμονες δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι για τη σωστή λειτουργία του ανθρώπινου σώματος είναι απαραίτητες μικροσκοπικές ποσότητες δεκατριών οργανικών μορίων, των βιταμινών, που η ύπαρξή τους σε ανεπαρκείς ποσότητες οδηγεί σε διάφορες ασθένειες. Για παράδειγμα η έλλειψη της βιταμίνης Α οδηγεί σε τύφλωση, της βιταμίνης Β12 σε έντονη αναιμία, της βιταμίνης D στην ασθένεια των οστών, τη ραχίτιδα.
Ενώ οι περισσότερες έρευνες σήμερα επικεντρώνονται στην ποσότητα των βιταμινών που είναι απαραίτητες για να παραμένουμε υγιείς, δεν απαντούν σε μια βασική ερώτηση: Πώς καταλήξαμε να είμαστε τόσο εξαρτημένοι από αυτά τα μικρά παράξενα μόρια;
Πρόσφατες έρευνες προσφέρουν νέες απαντήσεις. Οι βιταμίνες φαίνεται να ήταν απαραίτητες για τη ζωή από τα πρώτα στάδια της εμφάνισής της, περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Και ενώ οι πρώιμες μορφές ζωής μπορούσαν να συνθέσουν μόνες τους τις βιταμίνες που χρειάζονται, αλλά είδη, συμπεριλαμβανόμενου του ανθρώπου, έχασαν αργότερα αυτή την ικανότητα και άρχισαν να εξαρτώνται το ένα από το άλλο για την πρόσληψη βιταμινών. Οι βιταμίνες δημιουργούνται από ζωντανά κύτταρα, είτε δικών μας, είτε άλλων ειδών. Για παράδειγμα, η βιταμίνη D παράγεται στο δέρμα μας όταν το φως του ήλιου χτυπά ένα παράγωγο της χοληστερίνης. Μια λεμονιά φτιάχνει τη βιταμίνη C από γλυκόζη.
Η ικανότητα που χάσαμε με τον καιρό
Ενώ εμείς χάσαμε την ικανότητά μας να φτιάχνουμε βιταμίνες, κάποια άλλα είδη εξελίχθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα φυτά, για παράδειγμα, εξελίχθηκαν σε εργοστάσια παρασκευής βιταμίνης C, στοιβάζοντάς την σε φύλλα και καρπούς. Αρχικά η βιταμίνη C πιθανώς να τα προφύλασσε από το στρες, κάτι που κάνει και στους ανθρώπους. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, η βιταμίνη αυτή ανέλαβε νέες «αρμοδιότητες» στα φυτά, όπως το να βοηθά στην ανάπτυξη των καρπών.
Πολλά σπονδυλωτά μπορούν να φτιάξουν βιταμίνη C χρησιμοποιώντας ένα πανομοιότυπο σύνολο γονιδίων. «Θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να την παράγουμε και εμείς, δεδομένου ότι έχουμε όλα τα γονίδια», δήλωσε η Ρεμπέκα Στίβενς του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Γεωργικής Ερευνας.
Σε αντίθεση όμως με τον βάτραχο ή το καγκουρό εμείς δεν μπορούμε να φτιάξουμε βιταμίνη C.
Τα πρωτεύοντα θηλαστικά όμως δεν είναι τα μόνα ζώα στα οποία το γονίδιο GULO είναι ανενεργό. Το ίδιο ισχύει και σε άλλα ζώα, όπως στις νυχτερίδες και τα ωδικά πτηνά. Οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι τα ζώα σταματούν να παράγουν μόνα τους βιταμίνη C όταν αλλάξουν οι διατροφικές τους συνήθειες και αρχίσουν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αυτής της βιταμίνης. Οι πρόγονοί μας, για παράδειγμα, τρώγοντας φρούτα και φύλλα, άρχισαν να προσλαμβάνουν πολύ περισσότερη βιταμίνη C απ’ ό,τι χρειάζονταν.
Η Κάθριν Χέιλιγουελ από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ σε μία πρόσφατη έρευνά της σχετική με τη φθορά των βιταμινών, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Trends in Genetics, λέει: «Αν περιβάλλεστε από μια βιταμίνη για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε δεν υπάρχει η ανάγκη να χρησιμοποιήσετε το γονίδιο για την παρασκευή της».