Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Άρθρο της Le Monde diplomatique για τον κόσμο από τη σκοπιά του Ιράν


Ο κόσμος από τη σκοπιά της Τεχεράνης
par Ahmadi Shervin , [Λογοθέτης Χάρης (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η οποία υπογράφηκε τον Νοέμβριο στη Γενεύη, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην πορεία προσέγγισης μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης, μετά από περισσότερες από τρεις δεκαετίες αντιπαραθέσεων.
Οπωσδήποτε, τα εμπόδια παραμένουν πολλά, αλλά η ισλαμική δημοκρατία φαίνεται αποφασισμένη να επωφεληθεί από τα νέα δεδομένα στη Μέση Ανατολή και να προχωρήσει σε εποικοδομητικό διάλογο τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με τις γειτονικές της χώρες.
Οι δύο χώρες γνωρίζονται από παλιά. Από τη μία πλευρά, ο ρόλος της CIA στο πραξικόπημα κατά της εθνικιστικής κυβέρνησης του Μοχάμεντ Μοσαντέγκ, το 1953. Από την άλλη, οι όμηροι στην αμερικανική πρεσβεία, το 1979. Στο Ιράν, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα επεισόδια αυτά παραμένουν ακόμη ιδιαίτερα ζωντανά στη συλλογική μνήμη. Παρ’ όλα αυτά, η Τεχεράνη φαίνεται να θέλει να γυρίσει σελίδα και να δείξει για πρώτη φορά εμπιστοσύνη στην αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Πρόκειται για απόφαση με ανυπολόγιστο αντίκτυπο στην περιφερειακή πολιτική κονίστρα.
Η στροφή αυτή όχι μόνο δεν είχε στοιχεία αυτοσχεδιασμού, αλλά ήταν πολύ προσεκτικά προετοιμασμένη, όπως δείχνει ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκαν οι τελευταίες προεδρικές εκλογές στο Ιράν. Το καθεστώς, επιθυμώντας να αποφύγει κάθε κίνδυνο αντιπαραθέσεων μεταξύ των εμπίστων του, παραμέρισε όλους τους αμφιλεγόμενους υποψηφίους. Οι ψηφοφόροι αντιλήφθηκαν σωστά το κρυφό διακύβευμα των εκλογών και ψήφισαν μαζικά υπέρ του υποψηφίου που υποστήριζε τον τερματισμό της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Ο νέος πρόεδρος Χασάν Ροχανί, που εξελέγη από τον πρώτο γύρο με ποσοστό συμμετοχής 72%, ήταν πια σε θέση ισχύος για να διαπραγματευθεί.
Η επιλογή αυτή δεν πηγάζει από μια αγγελική θεώρηση της κυβέρνησης Ομπάμα και των προθέσεών της : η Τεχεράνη είναι πεπεισμένη ότι η κατάσταση στη διεθνή και περιφερειακή σκηνή έχει εξελιχθεί και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον σε θέση να ξεκινήσουν πόλεμο εναντίον της.
Οι επιφυλάξεις του Αμερικανού προέδρου να διατάξει στρατιωτικά πλήγματα κατά της Συρίας και η προσχώρησή του στη λύση της καταστροφής του χημικού οπλοστασίου του Μπασάρ Αλ-Άσαντ επιβεβαίωσαν την αλλαγή στις περιφερειακές ισορροπίες. Μολονότι ο ρόλος της Ρωσίας υπογραμμίστηκε από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης [1], οι Ιρανοί διαβεβαίωναν από την αρχή ότι η πρόταση για καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας ήταν δική τους και ότι οι ίδιοι είχαν πείσει τη Δαμασκό να την αποδεχθεί. Ό,τι κι αν συνέβη, η αμερικανική στροφή έπεισε την ισλαμική δημοκρατία ότι είχε έρθει πια η ώρα, όχι του πολέμου, αλλά της διαπραγμάτευσης, έστω κι αν θα χρειαζόταν να υποχωρήσει σε ορισμένα σημεία για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις με την Ουάσινγκτον.
Οι δύο χώρες έχουν ορισμένα κοινά στρατηγικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και έχουν τις ίδιες ανησυχίες για τις εξελίξεις στο Πακιστάν. Διατηρούν, όμως, και ανταγωνιστικές πολιτικο-στρατιωτικές συμμαχίες. Το Ιράν υποστηρίζει τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ, τη Συρία και την παλαιστινιακή Χαμάς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε συμμαχία με τις πετρελαιοπαραγωγούς μοναρχίες του Κόλπου και με το Ισραήλ. Ακόμη κι αν η Μέση Ανατολή γίνεται λιγότερο σημαντική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δεσμοί αυτοί είναι αδιανόητο να τεθούν σε αμφισβήτηση.
Συμφιλίωση με το Ιράκ
Στον οικονομικό τομέα, μια προσέγγιση θα μπορούσε να καταλήξει σε γρήγορα αποτελέσματα, όπως το ξεπάγωμα των ιρανικών περιουσιακών στοιχείων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η υπογραφή επικερδών συμβάσεων σε κλάδους όπου το Ιράν έχει επείγουσες ανάγκες, ιδιαίτερα στην αεροπλοΐα. Οι αμερικανικές εταιρείες είναι καλά τοποθετημένες για να τις αποσπάσουν, καθώς, παρά τις κυρώσεις κατά του Ιράν, έχουν διατηρήσει έμμεση παρουσία στη χώρα. Άλλο πλεονέκτημα ; Η σημαντική ιρανική διασπορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία διατηρεί πάντοτε τους δεσμούς της με τη μητέρα πατρίδα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν, επίσης, συμπαγή πολιτιστική βάση στο Ιράν, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο, είναι η μόνη χώρα της περιοχής –μαζί με το Ισραήλ- όπου δεν υπάρχει εχθρικό, αντιαμερικανικό αίσθημα, καθώς η σχετική προπαγάνδα έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική.
Αλλά ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν δεν αφορά μόνο τις σχέσεις με την Ουάσινγκτον. Κάθε άλλο. Η Τεχεράνη έχει καθορίσει εδώ και πολύ καιρό τους στρατηγικούς άξονες της πολιτικής της, οι οποίοι υπαγορεύονται από τα περιφερειακά της συμφέροντα και από τους συσχετισμούς δυνάμεων μάλλον, παρά από την ιδεολογία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, τα βήματα προόδου του ιρανικού καθεστώτος στη διεθνή σκηνή είναι εντυπωσιακά. Το καθεστώς κινήθηκε με μεγάλη επιδεξιότητα και ρεαλισμό στο πεδίο αυτό, το δεύτερο σημαντικότερο στα μάτια των Ιρανών ηγετών μετά το στρατιωτικό πεδίο. Αρκετά εξειδικευμένα κέντρα έρευνας δημιουργήθηκαν γύρω από το Συμβούλιο των Ανώτατων Συμφερόντων του καθεστώτος και γύρω από το υπουργείο Εξωτερικών. Από το 1997, το Κέντρο Στρατηγικών Μελετών, που ιδρύθηκε το 1989, κάτω από την εποπτεία του Συμβουλίου, εκπονεί διαρκώς μελέτες για ζητήματα-κλειδιά και τις προωθεί στην ηγεσία της χώρας. Μέρος των μελετών αυτών δημοσιεύεται στην τρίμηνη έκδοση του κέντρου, στο οποίο επικεφαλής ήταν ο Ροχανί, ο σημερινός πρόεδρος της χώρας [2]. Οι αναλύσεις που γίνονται εκεί και που απέχουν πολύ από το ύφος της επίσημης προπαγάνδας, θυμίζουν πολύ περισσότερο τις παραδοσιακές αρχές της στρατηγικής, ενώ το περιοδικό δεν διστάζει να συνεργάζεται και με ξένους ειδικούς.
Το Ιράν κινείται μέσα σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον, επιδεικνύοντας μεγάλη ευελιξία. Στο ανατολικό μέτωπο, το Πακιστάν αποτελεί την κύρια πηγή ανησυχίας. Ο ρόλος του Πακιστάν στο Αφγανιστάν, η συμμαχία του με τις ΗΠΑ, το καταφύγιο που προσφέρει στους πιο ακραίους ισλαμιστές, για να μη μιλήσει κανείς για το πυρηνικό του οπλοστάσιο, προκαλούν ανησυχία στο Ιράν, όπως επίσης και η αστάθεια που πηγάζει από τις αντιφατικές δεσμεύσεις της γειτονικής χώρας. Αποφεύγοντας να θίξει το ζήτημα της τύχης των σιιτών του Πακιστάν [3], η Τεχεράνη ελπίζει να σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με το Ισλαμαμπάντ, υπολογίζοντας στην ενεργειακή του εξάρτηση. Το σχέδιο ενός « αγωγού φυσικού αερίου για την ειρήνη », ο οποίος προοριζόταν αρχικά να μεταφέρει το φυσικό αέριο του Ιράν στην Ινδία μέσω Πακιστάν, υπογράφηκε, τελικά, τον Μάρτιο του 2013, μεταξύ Τεχεράνης και Ισλαμαμπάντ. Κάτω από τις αμερικανικές πιέσεις, η Ινδία ακύρωσε τη συμμετοχή της στο σχέδιο, το 2005 [4], αλλά το Ιράν είναι πεπεισμένο ότι οι ενεργειακές ανάγκες αυτού του οικονομικού γίγαντα θα τον υποχρεώσουν, μεσοπρόθεσμα, να επανεξετάσει τη θέση του.
Στο Αφγανιστάν, η Τεχεράνη διατηρούσε πάντοτε καλές σχέσεις με την κυβέρνηση που εγκατέστησαν οι Αμερικανοί, την οποία προτιμά από τους Ταλιμπάν. Οι οικονομικές συναλλαγές υπολογίζεται ότι έχουν οκταπλασιαστεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, φτάνοντας σε αξία τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμη κι αν οι αριθμοί αυτοί μοιάζουν υπερβολικοί, τα ιρανικά προϊόντα έχουν εισβάλλει στην αφγανική αγορά, παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, οι οποίες υποψιάζονται ότι η Τεχεράνη προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να παρακάμψει τις εμπορικές κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί [5].
Στο Ιράκ, η πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν απάλλαξε το Ιράν από έναν από τους χειρότερους εχθρούς του και του επέτρεψε να ενισχύσει την πολιτική επιρροή του στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή. Αφήνοντας πίσω έναν από τους μακρύτερους πολέμους του 20ού αιώνα (1980-1988), οι δύο χώρες έχουν γίνει οικονομικοί εταίροι και πολιτικοί σύμμαχοι.
Επί καθεστώτος Χουσεΐν, η Τεχεράνη είχε βοηθήσει ενεργά τη, σιιτική, αλλά και κουρδική, αντιπολίτευση στο Ιράκ. Μετά το 2003, ορισμένες ομάδες διατήρησαν τους στενούς δεσμούς με το Ιράν και του επέτρεψαν να ενισχύσει την επιρροή του στην ιρακινή πολιτική σκηνή. Ο πρωθυπουργός Νούρι Αλ-Μαλίκι θεωρείται πολύ κοντά στην Τεχεράνη, ενώ ο Κούρδος ηγέτης Τζαλάλ Ταλαμπανί έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν. Η πρώτη επίσημη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών, με θέμα τη σταθερότητα στο Ιράκ, οργανώθηκε το 2007, με πρωτοβουλία του Ταλαμπανί.
Οι σχέσεις με την Άγκυρα, έναν ακόμη δυτικό γείτονα, αποδεικνύονται πιο λεπτές. Οι οικονομικοί δεσμοί ενισχύονται εδώ και δέκα χρόνια, με τις εμπορικές συναλλαγές να έχουν περάσει από τα 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2002, στα 21,3 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2012 [6]. Μετά τις αμερικανικές κυρώσεις, οι ιρανικές εταιρείες με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίες πραγματοποιούσαν μεγάλο μέρος των εισαγωγών της χώρας, μεταφέρθηκαν στην Τουρκία. Η Τεχεράνη αντιμετωπίζει την Άγκυρα ως πολύ σημαντικό στρατηγικό εταίρο, πολύ περισσότερο που η γοητεία της Ευρώπης ξεθωριάζει και κοινές περιφερειακές φιλοδοξίες μπορούν να φέρουν κοντά τις δύο χώρες, μολονότι συνεχίζουν να διαφωνούν για το μέλλον της Συρίας. Αλλά, ακόμη και στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένης της παράτασης του αδιεξόδου, είναι πιθανές κάποιες συγκλίσεις, όπως απέδειξε η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στην Τεχεράνη, στις 27 Νοεμβρίου [7].
Ο ψυχρός πόλεμος συνεχίζεται ανάμεσα στο Ιράν και τον νότιο γείτονά του, τη Σαουδική Αραβία. Τη δεκαετία του 1980, το βασίλειο είχε υποστηρίξει τον Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο κατά του Ιράν και, το 1987, στη Μέκκα, η αστυνομία είχε ανοίξει πυρ εναντίον προσκυνητών που διαδήλωναν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, σκοτώνοντας πάνω από 400 ανθρώπους, μεταξύ τους 250 Ιρανούς. Αργότερα, οι διμερείς σχέσεις εξομαλύνθηκαν επί προεδρίας Χασεμί Ραφσαντζανί (1989-1997) και Μοχάμαντ Χαταμί (1997-2005), οι οποίοι επισκέφτηκαν αρκετές φορές το βασίλειο. Το 2003, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε νέες εντάσεις, με το Ριάντ να ανησυχεί για την ενίσχυση της επιρροής του Ιράν και για την πολιτική περιθωριοποίηση των σουνιτών. Η προεδρία του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ (2005-2013), με τις προκλητικές θέσεις που διατύπωνε, δεν συνέβαλε καθόλου στην εκτόνωση της έντασης.
Η Χεζμπολάχ κατηγόρησε το Ριάντ για την επίθεση κατά της πρεσβείας του Ιράν στη Βηρυτό, στις 19 Νοεμβρίου 2013, ενώ εξελίσσονταν στη Γενεύη οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Και στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου, οι δύο χώρες ανταγωνίζονται, με τη Σαουδική Αραβία να υποστηρίζει τον πρώην πρωθυπουργό Σαάντ Χαρίρι, αλλά και ριζοσπαστικές σουνιτικές ομάδες που συχνά συνδέονται με την Αλ-Κάιντα.
Το ξεπάγωμα των σχέσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσινγκτον περιέπλεξε την κατάσταση. Το Ιράν θα προσπαθήσει να υφάνει προνομιακούς δεσμούς με τους Αμερικανούς σε ορισμένα ζητήματα, όπως η ασφαλής αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν ή η εκμετάλλευση των πετρελαιοπηγών του νότιου Ιράκ, κάτι που κινδυνεύει να αποδυναμώσει τη θέση της Σαουδικής Αραβίας. Επομένως, ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ θα συνεχιστεί.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Ιράν έχει εξαπολύσει επίθεση γοητείας προς τις άλλες χώρες του Κόλπου, με την επίσκεψη, στις αρχές Δεκεμβρίου, του Μοχάμαντ Ζαβάντ Ζαρίφ, του αρχιτέκτονα της συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ομάν, στο Κουβέιτ, στο Κατάρ και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στην τελευταία αυτή χώρα, ο Ζαρίφ άφησε να εννοηθεί ότι το Ιράν είναι έτοιμο να αναθεωρήσει ελαφρώς τη θέση του στο πρόβλημα των νησιών. Τα τρία νησιά, ο Μεγάλος Λόφος, ο Μικρός Λόφος και το Αμπού Μούσα προσαρτήθηκαν από το καθεστώς του σάχη, το 1968, αλλά διεκδικούνται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Παραδοσιακά, οι σχέσεις με το Κατάρ υπήρξαν πάντοτε καλές. Η Ντόχα δεν υποστήριξε το Ιράκ στον πόλεμο με το Ιράν, όπως έκαναν οι άλλες χώρες του Κόλπου και, το 2006, όταν ήταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δεν υπερψήφισε τις κυρώσεις κατά του Ιράν. Η συριακή διένεξη, όμως, προκάλεσε χάσμα μεταξύ των δύο χωρών, καθώς η βοήθεια του Κατάρ στους ισλαμιστές μαχητές δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Τεχεράνη. Επιπλέον, στη Ντόχα κατέφυγε ο πρώην αντιπρόεδρος του Ιράκ Τάρεκ Αλ-Χασέμι, ο οποίος διώκεται από τις δικαστικές αρχές της χώρας του για « χρηματοδότηση τρομοκρατικών επιθέσεων ».
Για να αντιμετωπίσει τις ανακατατάξεις στη διεθνή σκηνή, η Τεχεράνη αναζητά εταίρους. Το Ιράν είναι ήδη χώρα-παρατηρητής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) και ονειρεύεται να γίνει μέλος των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), μολονότι το μικρό οικονομικό βάρος του, με εξαίρεση τον κλάδο της ενέργειας, αποτελεί μειονέκτημα. Εξάλλου, οι χώρες Brics έχουν εκφράσει σε αρκετές περιπτώσεις την ανησυχία τους για τις στρατιωτικές απειλές κατά του Ιράν.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Αχμαντινετζάντ, το Ιράν έκανε σοβαρά ανοίγματα στη Λατινική Αμερική. Δύο πρόεδροι, ο Ούγο Τσάβες της Βενεζουέλας και ο Έβο Μοράλες της Βολιβίας, επισκέφθηκαν την Τεχεράνη και οι εμπορικές σχέσεις ενισχύθηκαν σε τέτοιο βαθμό που, το 2009, η Χίλαρι Κλίντον, τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, εξέφρασε δημόσια την ανησυχία της για τις διπλωματικές επιτυχίες του Ιράν στη Λατινική Αμερική [8].
Το Παρίσι εμφανίζεται τελείως απαξιωμένο
Με την Ευρώπη, μετά την επανάσταση του 1979 οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από διακυμάνσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1992, στο Βερολίνο, η δολοφονία αρκετών μελών του Δημοκρατικού Κόμματος του Ιρανικού Κουρδιστάν (PDKI), μεταξύ των οποίων και ο γενικός γραμματέας του Σαντέγκ Σαραφκαντί, προκάλεσε τη διακοπή του « κριτικού διαλόγου » μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τεχεράνης. Χρειάστηκε να έρθει η εκλογή του Χαταμί, το 1997, για να αποκατασταθεί η επαφή των δύο πλευρών. Στη συνέχεια, το 2003, ενώ ο πόλεμος στο Ιράκ μόλις είχε αρχίσει, η Ευρώπη, με εκπροσώπους τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Ιράν γύρω από το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Τεχεράνη αποδέχτηκε ορισμένες παραχωρήσεις, όπως το πάγωμα του εμπλουτισμού και την εφαρμογή του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, έχοντας μεθύσει από την « εύκολη νίκη » τους στο Ιράκ, οδήγησαν την όλη διαδικασία σε ναυάγιο. Τον Δεκέμβριο του 2006, η Ευρωπαϊκή Ένωση ψήφισε την απόφαση 1737 του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την οποία επιβάλλονταν οι πρώτες κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών στο Ιράν, ενώ υιοθέτησε ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις για τα κράτη-μέλη της. Το 2012, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επέβαλε εμπάργκο στις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου και πάγωσε περιουσιακά στοιχεία της ιρανικής κεντρικής τράπεζας.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες διατήρησαν τις εμπορικές σχέσεις τους με το Ιράν. Βέβαια, οι συναλλαγές υποχωρούν : μέσα σε δύο χρόνια, οι ιρανικές εξαγωγές προς την Ευρώπη περιορίστηκαν από τα 16,5 δισεκατομμύρια ευρώ στα 5,6 δισεκατομμύρια, και οι εισαγωγές συρρικνώθηκαν από τα 10,5 δισεκατομμύρια ευρώ στα 7,4 [9]. Η ΒΡ προσπαθεί να παρακάμψει το καθεστώς των κυρώσεων για να μπορέσει να επενδύσει στο σχέδιο Chah Deniz 2, σε συνεργασία με ιρανική εταιρεία. Το Λονδίνο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μετά την εκλογή του Ροχανί, το κανάλι BBC Farsi, με μεγάλη ακροαματικότητα στο Ιράν, δίνει μια θετική εικόνα της χώρας. Η Τεχεράνη επιδιώκει να αξιοποιήσει τις νέες περιφερειακές φιλοδοξίες του Λονδίνου [10], τη στιγμή που το Παρίσι εμφανίζεται πια τελείως απαξιωμένο. Εάν η επανάληψη των σχέσεων με την Ουάσινγκτον επιβεβαιωθεί, οι ευρωπαϊκές εταιρείες κινδυνεύουν να χάσουν την προνομιακή θέση που απολαμβάνουν εδώ και τριάντα χρόνια στην ιρανική αγορά...

Notes
[1] Βλ. Jacques Lévesque, « Επιστροφή στην παγκόσμια σκηνή με τολμηρή διπλωματία », Le Μonde diplomatique, Νοέμβριος 2013.
[2] www.isrjournals.ir/en
[3] Βλ. Christophe Jaffrelot, « Le Pakistan miné par les affrontements entre sunnites et chiites », Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2013.
[4] Michael T. Klare, « Oil, geopolitics, and the coming war with Iran », 11 Απριλίου 2005.
[5] Michael Makinsky, « Iran-Afghanistan, les dimensions économiques d’une interdépendance, ou commerce et investissements comme outils d’influence », στο « L’Afghanistan 2014 : retrait ou retraite ? », EurOrient, τ.40, Παρίσι, 2013.
[6] Bijan Khajehpour, « Five trends in Iran-Turkey trade, energy ties », 31 Οκτωβρίου 2013.
[7] Βλ. Ali Mohtadi, « Damas, l’allié encombrant de Téhéran », Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2013.
[8] Les Echos, Παρίσι, 4 Μαΐου 2009.
[9] http://ec.europa.eu.
[10] Βλ. Jean-Claude Sergeant, « Επανεξετάζει το Λονδίνο τη σχέση του με την Ουάσιγκτον », Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2010.