Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Άρθρο της "Ρωσίας τώρα" για τη συνταγματική κρίση του ΄93 στη Ρωσία και τον βομβαρδισμό του Κοινοβουλίου


Η Συνταγματική κρίση του ΄93 και ο βομβαρδισμός του Κοινοβουλίου
Αλεξάντρ Κολεσνιτσένκο
(Πηγή : http://rbth.gr)
20 χρόνια πέρασαν από τη μέρα που τα τάνκς του Μπορίς Γέλτσιν άνοιξαν πυρ κατά του Λευκού Οίκου στη Μόσχα, κάτι που τελικά οδήγησε στην αλλαγή του Συντάγματος, στις τσαρικές εξουσίες του Προέδρου, αλλά και την εμφάνιση νέων πολιτικών συνασπισμών.
Τις ημέρες αυτές η Ρωσία θυμάται την προ εικοσαετίας συνταγματική κρίση που κατέληξε στον βομβαρδισμό του κοινοβουλίου στις 4 Οκτωβρίου του 1993. Οι συνέπειες των γεγονότων εκείνων για τη χώρα, είναι αισθητές μέχρι σήμερα. Το νέο Σύνταγμα που εγκρίθηκε το Δεκέμβριου του 1993 παραχώρησε στον Πρόεδρο σχεδόν τσαρικές εξουσίες, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε αρκετές φορές μετέπειτα ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Η συντριβή της αντιπολίτευσης έφερε στην πολιτική σκηνή νέους κομματικούς ηγέτες, οι οποίοι καταλαμβάνουν έως τώρα θέσεις στην Κρατική Βουλή.
Η κόντρα για τον Πρωθυπουργό
Η συνταγματική κρίση του φθινοπώρου του 1993 οφειλόταν στο σύστημα εξουσίας στη χώρα. Σύμφωνα με το ισχύον τότε Σύνταγμα, ανώτατη αρχή κρατικής εξουσίας ήταν το Κοινοβούλιο, δηλαδή το εκλεγμένο το 1990 Συνέδριο λαϊκών αντιπροσώπων. Ο εκλεγείς το 1991 Πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν, δεν μπορούσε χωρίς τη συγκατάθεση του Κοινοβουλίου να ορίσει πρωθυπουργό, ούτε και να διαλύσει το Κοινοβούλιο, εάν αυτό αρνούταν να εγκρίνει την υποψηφιότητα που προωθούσε ο Πρόεδρος. Τελικά, ο πρώτος πρωθυπουργός της ρωσικής κυβέρνησης την μετά ΕΣΣΔ εποχή, Εγκόρ Γκαϊντάρ, υπό την ηγεσία του οποίου καταργήθηκε το 1992 η κρατική ρύθμιση των τιμών, δεν έλαβε την έγκριση του κοινοβουλίου και την πρωθυπουργία του την άσκησε ως «ασκών καθήκοντα» πρωθυπουργού.
Τον Δεκέμβριο του 1992 το κοινοβούλιο αρνήθηκε και επισήμως να δώσει στον Γκαϊντάρ το χρίσμα του επικεφαλής της κυβέρνησης, αναγκάζοντάς τον σε παραίτηση. Εκείνη την εποχή πολλοί ήταν οι Ρώσοι που έτρεφαν μίσος για τον Γκαϊντάρ, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τον υπερπληθωρισμό, που είχε μειώσει την πραγματική αξία των μισθών και υποτίμησε εκείνη των αποταμιεύσεων. Επομένως, η συμπάθεια των πολιτών έκλινε προς την πλευρά του Κοινοβουλίου.
Η ρήξη με τον Γέλτσιν
Τον Μάρτιο του 1993 οι βουλευτές προχώρησαν άλλο ένα βήμα και επεχείρησαν να καθαιρέσουν τον αντιδημοφιλή πλέον, εκείνο το διάστημα, Μπορίς Γέλτσιν. Ωστόσο, τα απαιτούμενα 2/3 των ψήφων δεν συγκεντρώθηκαν. Απέτυχε και το δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Απρίλιο για ψήφο εμπιστοσύνης στον Πρόεδρο και το Κοινοβούλιο.
Το φθινόπωρο του 1993 ήταν η σειρά του Προέδρου Γέλτσιν να περάσει στην επίθεση, υπογράφοντας διάταγμα για διάλυση του Κοινοβουλίου. Την επόμενη μέρα οι βουλευτές διακήρυξαν ότι το προεδρικό διάταγμα είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα και έπαυσαν τον ίδιο τον Γέλτσιν από το αξίωμά του, ορίζοντας αρχηγό του κράτους τον αντιπρόεδρο Αλεξάντρ Ρουτσκόι.
Ο βομβαρδισμός του Κοινοβουλίου
Ύστερα από αυτό, οι αρχές διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού και νερού στον Λευκό Οίκο της Μόσχας όπου βρισκόταν το Κοινοβούλιο και γύρω του ανέπτυξαν αστυνομικό κλοιό, μην επιτρέποντας την πρόσβαση σε κανέναν εκτός από τους δημοσιογράφους, πιέζοντας έτσι τους βουλευτές να τον εγκαταλείψουν. Η αντιπαράθεση συνεχιζόταν σχεδόν επί δύο εβδομάδες, όταν στις 3 Οκτωβρίου οι υποστηρικτές του Κοινοβουλίου ύστερα από διαδήλωση διέσπασαν τον κλοιό γύρω από τον Λευκό Οίκο. Ο Αλεξάντρ Ρουτσκόι κάλεσε το πλήθος να εισβάλει στο Δημαρχείο της Μόσχας και στο τηλεοπτικό κέντρο Οστάνκινο. Ωστόσο και οι δυο έφοδοι αποκρούστηκαν, ενώ το επόμενο πρωί εισήλθαν στη Μόσχα στρατεύματα πιστά στον Γέλτσιν, τα οποία βομβάρδισαν τον Λευκό Οίκο με άρματα μάχης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο αριθμός των νεκρών ήταν 123-157 άτομα. Ο αντιπρόεδρος Ρουτσκόι και οι ηγετικές μορφές του Κοινοβουλίου συνελήφθησαν, αλλά το 1994 αφέθηκαν ελεύθεροι με αμνηστία, η οποία κηρύχθηκε με σκοπό τη συμφιλίωση των μετεχόντων στις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Το νέο Σύνταγμα
Τον Δεκέμβριο του 1993, ύστερα από δημοψήφισμα, εγκρίθηκε το νέο Σύνταγμα και πραγματοποιήθηκαν κοινοβουλευτικές εκλογές. Το Σύνταγμα διεύρυνε τις εξουσίες του Προέδρου, καθώς χωρίς την έγκρισή του δεν επιτρεπόταν ο διορισμός κανενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, ενώ και τα διατάγματά του αποτελούσαν νόμο. Κατά το νέο Σύνταγμα, το Κοινοβούλιο απέκτησε δύο νομοθετικά σώματα. Η Κάτω Βουλή, δηλαδή η Κρατική Δούμα, θα εκλεγόταν στο εξής με κομματικές λίστες και κατά περιφέρειες. Η Άνω Βουλή, την οποία αντιπροσώπευε το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας, θα αποτελούταν από εκπροσώπους των περιφερειακών διοικητικών μονάδων της χώρας.
Εκτός από το Συνέδριο των λαϊκών αντιπροσώπων και το Ανώτατο Σοβιέτ, το οποίο ασκούσε κοινοβουλευτικές εξουσίες στο διάστημα μεταξύ των συνεδρίων, τον Οκτώβριο του 1993 έπαψαν να υφίστανται και τα άλλα συμβούλια σε κάθε επίπεδο, από περιφερειακά μέχρι κοινοτικά.
Στις εκλογές της Κρατικής Δούμας το 1993 το όριο εισόδου του 5% ξεπέρασαν το φερόμενο ως διάδοχο του Κ.Κ.Σ.Ε., Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας με επικεφαλής τον Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, καθώς το ιδρυθέν το 1992 Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι. Από τότε αυτά εκλέγονται πάντα στη Κρατική Δούμα, αν και δεν έλαβαν ποτέ την πλειοψηφία.
Πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία
Τα γεγονότα του φθινοπώρου του 1993 εδραίωσαν την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας έναντι των άλλων κλάδων και αφαίρεσαν από τη Ρωσία τις ελπίδες για την οικοδόμηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ένας από τους συντάκτες του Συντάγματος του 1993, ο αντιπρόεδρος του ιδρύματος «INDEM» (Πληροφορική για τη δημοκρατία) Μιχαήλ Κρασνόφ, αναφέρει ότι εκείνη τη στιγμή αυτό ήταν δικαιολογημένο, καθώς «Το κοινοβούλιο δεν έπρεπε να εμποδίζει τον πρόεδρο Γέλτσιν στην πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων». Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κρασνόφ, αυτό το Σύνταγμα της «μεταβατικής περιόδου» θα πρέπει πλέον να αντικατασταθεί. Όπως λέγει, «Ο Πρόεδρος ας διατηρήσει το ρόλο του σταθεροποιητή, αλλά η κυβέρνηση πρέπει να ασκεί την πολιτική που θα έχει εγκριθεί από Κοινοβούλιο, καθώς και να λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο».
«Για τη Ρωσία η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι αφύσικη, φυσική είναι η ισχυρή προεδρική ή μοναρχική εξουσία», διαφωνεί ο διευθυντής του Κέντρου έρευνας της κοινής γνώμης πάσης της Ρωσίας, Βαλέρι Φιόντοροφ. Σύμφωνα με αυτόν, «η ρωσική πολιτική δεν έχει τον ανταγωνισμό στη φύση της. Μόλις εμφανίζεται ανταγωνισμός, αυτός φέρει καταστροφικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η ελίτ και ο λαός ευθύς αρχίζουν να αποφεύγουν αυτό τον ανταγωνισμό και να αναζητούν εκείνον τον έναν-μοναδικό ηγέτη, ο οποίος μπορεί να τους ενώσει όλους».