Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Ανάλυση του Foreign Affairs ότι η σύγκλιση ΗΠΑ - Κίνας θρέφει την σύγκρουση


Γιατί η σύγκλιση θρέφει την σύγκρουση
Η εξομείωση θα απομακρύνει την Κίνα από τις ΗΠΑ
Mark Leonard
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Πολλοί φοβούνται ότι στο όχι πολύ μακρινό μέλλον ο κόσμος θα διχαστεί όσο διευρύνεται το χάσμα που χωρίζει την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πώς, ρωτούν, μπορεί μια κομμουνιστική δικτατορία και μια καπιταλιστική δημοκρατία να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους διαφορές;
Αλλά είναι καιρός να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε ότι οι δύο χώρες προέρχονται από διαφορετικούς πλανήτες και ότι οι μεταξύ τους εντάσεις είναι προϊόν των διαφορών τους. Στην πραγματικότητα, μέχρι σχετικά πρόσφατα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τα πήγαιναν αρκετά καλά - ακριβώς επειδή τα συμφέροντα και τα χαρακτηριστικά τους διέφεραν. Σήμερα, είναι η αύξηση των ομοιοτήτων τους που τις απομακρύνουν.
Η σχέση ΗΠΑ-Κίνας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με εκείνη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, της τελευταίας χώρας που ανταγωνίστηκε την αμερικανική δύναμη. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η γεωπολιτική ήταν πάνω απ' όλα μια σύγκρουση ιδεολογιών, η πύκνωση των επαφών και η αυξανόμενη σύγκλιση μεταξύ των δύο απομακρυσμένων κοινωνιών ενίσχυσε την ύφεση.
Όμως, η σύγχρονη εποχή τής διεθνούς αλληλεξάρτησης έχει αντιστρέψει την δυναμική αυτή. Σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει να κάνει περισσότερο με το κύρος παρά με την ιδεολογία. Ως εκ τούτου, οι διαφορές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων συχνά οδηγούν σε συμπληρωματικότητα και συνεργασία, ενώ η σύγκλιση είναι συχνά η αιτία της σύγκρουσης. Καθώς επανεξισορροπούν τις οικονομίες τους και επαναρυθμίζουν την εξωτερική τους πολιτική, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον ανταγωνίζονται όλο και περισσότερο για κοινά συμφέροντα. Και όπως θα μπορούσε να προβλέψει ο Σίγκμουντ Φρόυντ, όσο περισσότερο θα μοιάζουν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο λιγότερο θα αρέσει ο ένας στον άλλον. Ο Φρόυντ το ονομάζει αυτό «ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών»: η τάση των ουσιαστικά παρεμφερών ανθρώπων να καθηλώνουν το βλέμμα στις μικρές μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να δικαιολογήσουν εχθρικά αισθήματα. Φυσικά, οι δύο χώρες δεν είναι με τίποτα ταυτόσημες. Όμως, το χάσμα που τις χώριζε πριν από μια γενιά έχει μειωθεί, και όσο συγκλίνουν, γίνονται όλο και πιο ευεπίφορες σε συγκρούσεις.
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ήρθε στην εξουσία το 2009, ήλπιζε να ενσωματώσει την Κίνα στα παγκόσμια θεσμικά όργανα και να την ενθαρρύνει να προσδιορίσει τα συμφέροντά της με βάση τη διατήρηση του μεταπολεμικού, καθοδηγούμενου από τη Δύση διεθνούς συστήματος. Αλλά, σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με αξιωματούχο των ΗΠΑ με τον οποίο μίλησα νωρίτερα αυτό το χρόνο, ο οποίος γνωρίζει πώς σκέπτεται ο πρόεδρος, η στάση του Ομπάμα προς τους Κινέζους περιγράφεται καλύτερα ως «απογοήτευση». Σύμφωνα με τον αξιωματούχο, ο Ομπάμα πιστεύει ότι οι Κινέζοι απέρριψαν την προσπάθειά του να διαμορφώσει μια άτυπη διευθέτηση «G–2» κατά το πρώτο ταξίδι του στην Κίνα, το Νοέμβριο του 2009, και ότι οι διαφωνίες μεταξύ τού Πεκίνου και της Ουάσιγκτον για την κλιματική αλλαγή, για ναυτιλιακά ζητήματα και για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο έχουν πείσει τον Ομπάμα ότι η Κίνα είναι περισσότερο ένα πρόβλημα παρά ένας εταίρος.
Οι Κινέζοι, από την πλευρά τους, δεν προτίθενται να διατηρήσουν μια υπό δυτική ηγεσία διεθνή τάξη, στη διαμόρφωση της οποίας δεν είχαν κανένα ρόλο. Γι’ αυτό, στην πορεία προς τη συνάντησή του με τον Ομπάμα, τον Ιούνιο στο κτήμα Sunnylands στην Καλιφόρνια, ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ προέτρεψε την δημιουργία «μιας νέου τύπου σχέσης των μεγάλων δυνάμεων» - έναν κωδικοποιημένο τρόπο για τους Κινέζους να πουν στους Αμερικανούς να σεβαστούν την Κίνα ως ισότιμη, να συμβιβαστούν με τις κινεζικές εδαφικές διεκδικήσεις και να περιμένουν ότι η Κίνα θα προσδιορίσει τα δικά της συμφέροντα και όχι ότι θα στηρίξει την δυτική ατζέντα στις διεθνείς σχέσεις.
Καθώς οι δύο μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις θα ξεδιπλώνουν τις νευρώσεις τους, ο υπόλοιπος κόσμος θα πνίγεται στο άγχος. Σε μια σειρά από σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον προσπαθούν όλο και περισσότερο να παρακάμψουν ο ένας τον άλλον, και όχι να επενδύσουν σε κοινά θεσμικά όργανα. Οι συνέπειες για τον κόσμο θα είναι βαθιές. Παρά το γεγονός ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα επεκταθεί και οι παγκόσμιοι θεσμοί θα επιβιώσουν, η διεθνής πολιτική θα κυριαρχείται όχι από ισχυρά κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, αλλά μάλλον από ομάδες κρατών που θα συνενώνονται επειδή μοιράζονται παρόμοιο παρελθόν και επίπεδα πλούτου, και θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους είναι συμπληρωματικά. Αυτές οι πραγματιστικές, κάπως ad hoc ομαδοποιήσεις χωρών θα επιδιώκουν να βγαίνουν ενισχυμένες προς τα έξω, και οι αλληλεπιδράσεις της μιας με την άλλη θα επισκιάσουν τον σχηματισμό μιας ενοποιημένης, πολυμερούς φιλελεύθερης τάξης την οποία επιδιώκουν να οικοδομήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους από το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου και μετά.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ «ΚΙΝΑΜΕΡΙΚΗΣ»
Για το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες απολάμβαναν μια σχεδόν τέλεια συμβίωση. Οι κινεζικές αποταμιεύσεις χρηματοδοτούσαν την κατανάλωση στις ΗΠΑ. Οι κινεζικές εταιρείες κατασκεύαζαν προϊόντα σχεδιασμένα και οργανωμένα από μεταβιομηχανικές εταιρείες των ΗΠΑ. Και η εσωστρεφής εξωτερική πολιτική τής Κίνας δεν υπονόμευε ουσιαστικά την ηγεμονία των ΗΠΑ. Ο ιστορικός Niall Ferguson και ο οικονομολόγος Moritz Schularick θεωρούσαν τις δύο χώρες τόσο αλληλένδετες που άρχισαν να αναφέρονται σε αυτές ως μια ξεχωριστή οντότητα: «Κιναμερική».
Στο βαθμό που υπήρξε ποτέ, η «Κιναμερική» κατέστη δυνατή από το γεγονός ότι, μολονότι οι φιλοσοφίες διακυβέρνησης των δύο κρατών ήταν ριζικά διαφορετικές, ήταν διαφορετικές με τον ίδιο τρόπο που διαφέρουν μια κλειδαριά κι ένα κλειδί. Η Κίνα λειτουργούσε σύμφωνα με την «Συναίνεση Ντενγκ» (Deng consensus), που πήρε το όνομά της από τον Κινέζο ηγέτη Ντενγκ Τσιάοπιν, ο οποίος παραμερίστηκε το 1990, αλλά το όραμα του οποίου συνέχισε να καθοδηγεί τη χώρα για πολλά χρόνια. Πρωταρχικός στόχος της ήταν να διατηρήσει την εγχώρια και διεθνή σταθερότητα αποφεύγοντας μια φιλόδοξη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής, κι εστιάζοντας αντ' αυτού στην οικονομική ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών και των ξένων επενδύσεων. Εν τω μεταξύ, η αντίληψη των Αμερικανών κυβερνώντων κατά τηn διάρκεια της δεκαετίας του 1990 βασιζόταν σε μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική για την υπεράσπιση της σταθερότητας, μέσα σε μια υπό αμερικανική ηγεσία παγκόσμια τάξη στηριγμένη στο ελεύθερο εμπόριο στο εξωτερικό, και στην ανάπτυξη στο εσωτερικό. Τα δύο οράματα είχαν λίγες ομοιότητες μεταξύ τους, αλλά έρχονταν επίσης σπάνια σε ευθεία σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, ήταν συνήθως συμπληρωματικά.
Φυσικά, κατά τηn διάρκεια αυτής της περιόδου, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον ήταν ανταγωνιστές. Αλλά, επειδή ξεκινούσαν από πολύ διαφορετικά επίπεδα ισχύος, ο ανταγωνισμός ήταν τόσο ασύμμετρος που παρήγαγε μικρή τριβή. Επιπλέον, οι δύο δυνάμεις επιδίωκαν συνήθως αρκετά διαφορετικούς σκοπούς και στηρίζονταν σε πολύ διαφορετικά μέσα. Στην Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνονταν στη διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής τους και αντιστέκονταν σε τυχόν περιφερειακές οικονομικές πρωτοβουλίες που δεν ήταν δικής τους επινόησης - ακόμα και όταν προβάλλονταν από μία σύμμαχο όπως η Ιαπωνία, η οποία πρότεινε την δημιουργία ενός Ασιατικού Νομισματικού Ταμείου κατά την περίοδο της ασιατικής οικονομικής κρίσης, το 1997 - 98, ιδέα την οποία η Ουάσιγκτον απέρριψε. Η Κίνα, αντίθετα, προσπαθούσε να καθησυχάσει τους γείτονές της περί τής «ειρηνικής ανόδου» της, υποστηρίζοντας την πολυμερή περιφερειακή ολοκλήρωση και προσφέροντας οικονομικό μερίδιο στην άνοδο της Κίνας, μέσω εμπορικών συμφωνιών. Έξω από την Ασία, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον κατάφεραν να μην μπλέξει ο ένας στα πόδια του άλλου: οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν προτεραιότητα στις σχέσεις τους με άλλες προηγμένες δημοκρατίες και με ενεργειακά πλούσιες χώρες της Μέσης Ανατολής, και η Κίνα επικέντρωσε τις διπλωματικές της ενέργειες στην αναζήτηση ευκαιριών στην Αφρική και την Λατινική Αμερική, περιοχές από όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποτραβηχτεί.
ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΘΕΣΕΙΣ
Η οικονομική κρίση τού 2008 έφερε το τέλος τής εποχής τής «Κιναμερικής». Βάζοντας μυαλό μετά την αμοιβαία έκθεσή τους στις συστημικές αστοχίες που οδήγησαν στην κρίση, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον υποσχέθηκαν να εξισορροπήσουν την οικονομική σχέση τους, για την οποία θεωρούσαν και οι δύο ότι είχε γίνει ανθυγιεινή. Αλλά, καθώς επαναδιοργάνωσαν τις εσωτερικές και τις εξωτερικές πολιτικές τους ώστε να προσαρμοστούν στην ξαφνικά εύθραυστη παγκόσμια οικονομία, άρχισαν να αντανακλούν ο ένας τον άλλο με τρόπους που ενθάρρυναν περισσότερο τον ανταγωνισμό από όσο την συμπληρωματικότητα.
Στο οικονομικό πεδίο, η Κίνα κινείται πλέον μακριά από την μεγάλη της εξάρτηση από τις εξαγωγές, και προσπαθεί να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση και να αναπτύξει μια εγχώρια οικονομία υπηρεσιών. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύουν τον μεταποιητικό τομέα τους, εν μέρει, με την προώθηση ενός φθηνού δολαρίου, μέσω ποσοτικής χαλάρωσης κι επιδότησης του τομέα τής αυτοκινητοβιομηχανίας, και ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη των εξαγωγών μέσα από μια νέα γενιά εμπορικών συμφωνιών με τις πλούσιες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και των κρατών τής Ε.Ε.
Οι προσπάθειες της Κίνας να ανέβει στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας και οι αμερικανικές προσπάθειες για επαναβιομηχάνιση θα οδηγήσουν τις δύο χώρες σε πιο άμεσο ανταγωνισμό, καθώς η κάθε μια πλησιάζει πιο κοντά στους παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης του άλλου. Για παράδειγμα, η Κίνα δεν θέλει πλέον να προμηθεύει τα φθηνά εξαρτήματα ενός iPhone μόνο και μόνο για να βλέπει μια αμερικανική εταιρεία να αποκομίζει μεγαλύτερα κέρδη. Αντ' αυτού, η Κίνα ενθαρρύνει τις κινεζικές επιχειρήσεις να παίρνουν τα εξαρτήματά τους από την Huawei, μια εταιρία με έδρα την Γκουανγκντόνγκ που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις πωλήσεις smartphones παρόμοιων με το iPhone, αλλά τα κέρδη τής οποίας παραμένουν στην Κίνα.
Αλλά, είναι στις αντίστοιχες σχέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο που οι δύο χώρες συγκλίνουν πιο δραματικά - σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν αλλάζοντας τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Η Κίνα αγωνίζεται να διαχειριστεί την ραγδαία παγκόσμια επιρροή της. Οι ελίτ τής εξωτερικής της πολιτικής τελούν σε πλήρη αναθεώρηση της κινεζικής στρατηγικής, αμφισβητώντας όλες τις «ιερές αγελάδες» τής προσέγγισης του χαμηλού προφίλ τής εποχής τού Ντενγκ, συμπεριλαμβανομένης της παραδοσιακής αποστροφής τής χώρας να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Η διαδικασία αυτή ενισχύθηκε με τον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο του 2011 για την εκδίωξη του ηγέτη τής Λιβύης Μουαμάρ αλ - Καντάφι, όταν η Κίνα είδε προς έκπληξή της πολλές αναπτυσσόμενες χώρες να ευνοούν την διεθνή επέμβαση. Η πίεση για μια λιγότερο παθητική κινεζική εξωτερική πολιτική προέρχεται από κινεζικές εταιρείες που επιζητούν προστασία σε επικίνδυνες αγορές τού εξωτερικού, από έναν μικρό πυρήνα οπαδών της παγκοσμιοποίησης που υποστηρίζουν ότι, σε έναν κόσμο όπου η Κίνα βρίσκεται εκτεθειμένη σε πολλά επικίνδυνα μέρη, το Πεκίνο πρέπει να αφήσει τους δισταγμούς του και να αναλάβει διεθνή δράση, και από ιέρακες Κινέζους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους που πιστεύουν ότι η Κίνα θα πρέπει να είναι πιο διεκδικητική στην προστασία των συμφερόντων της στο εξωτερικό.
Ακόμη και αν επικρατήσουν τα επιχειρήματα αυτά, η Κίνα δεν θα ξεκινήσει άμεσα ανθρωπιστικές επεμβάσεις αμερικανικού στυλ, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης της εξωτερικής πολιτικής της είναι πιθανό να γίνουν λιγότερο ευαίσθητοι στις επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Όπως μου το έθεσε ο Yan Xuetong, κοσμήτορας του Ινστιτούτου Σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Tsinghua και ισχυρός ιέρακας, «Όταν η Κίνα γίνει τόσο ισχυρή όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα έχουμε την ίδια προσέγγιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την κυριαρχία».
Και όταν πρόκειται για την περιφερειακή πολιτική, ιέρακες όπως ο Yan εκφράζουν αμφιβολίες για το αν τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας θα πρέπει πάντα να υπερισχύουν των πολιτικών της στόχων. Αυτή η αλλαγή μπορεί να εξηγήσει την απόφαση της κυβέρνησης το 2010 να μπλοκάρει προσωρινά τις εξαγωγές των σπάνιων ορυκτών προς την Ιαπωνία, και την απόφασή της δύο χρόνια αργότερα να περιορίσει τις εισαγωγές φρούτων από τις Φιλιππίνες κατά τη διάρκεια της διαμάχης των δύο χωρών γύρω από τα νησιά στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύονται από την φαινομενική ανοχή έναντι των μερικές φορές βίαιων διαδηλώσεων τις οποίες έχουν οργανώσει Κινέζοι εθνικιστές κατά ιαπωνικών εταιρειών με δραστηριότητες στην Κίνα, παρ’ όλο που η αναταραχή έχει εξωθήσει ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις να μετεγκατασταθούν στο Βιετνάμ.
Σε μια πιο δραματική αλλαγή, Κινέζοι ακαδημαϊκοί συζητούν, επίσης, αν η χώρα τους θα πρέπει να επανεξετάσει την αντίθεσή της σε μόνιμες συμμαχίες. Πέρυσι, ο Yan και άλλοι ιέρακες πρότειναν δημοσίως να αναπτύξει η Κίνα οιονεί συμμαχίες με δώδεκα χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατιών τής Κεντρικής Ασίας, της Μιανμάρ (γνωστής και ως Βιρμανία), της Βόρειας Κορέας, του Πακιστάν, της Ρωσίας, και της Σρι Λάνκα, προσφέροντάς τους εγγυήσεις ασφαλείας και, στις μικρότερες χώρες τού εν λόγω καταλόγου, ακόμη ίσως και την προστασία τής κινεζικής πυρηνικής ομπρέλας. Τέτοιες κινήσεις απέχουν πολύ από αυτό που ο τότε Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Ρόμπερτ Ζέλικ είχε στο μυαλό του το 2005, όταν καλούσε την Κίνα να γίνει ένας «υπεύθυνος εταίρος» τής παγκόσμια τάξης.
Η αυξημένη διεθνής παρουσία τής Κίνας ενισχύεται από την ανάπτυξη ενός πιο συμμετοχικού εγχώριου πολιτικού συστήματος στο οποίο ανταγωνίζονται διαφορετικές παρατάξεις, και όπου το Διαδίκτυο και ιδιαίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μια πολύ πιο ζωντανή δημόσια σφαίρα. Στο παρελθόν, οι πολιτικοί τής Δύσης κατηγορούσαν συχνά την Κίνα ότι υποδαυλίζει την εθνικιστική οργή, και στη συνέχεια ισχυρίζονταν ότι αυτό την δέσμευε. Αλλά, σήμερα, οι φωνές τού κινεζικού εθνικισμού φαίνεται να είναι περισσότερο αυθεντικές παρά κατασκευασμένες. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δυτικοί αναλυτές θεωρούσαν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν κακό και η κοινωνία των πολιτών ήταν καλή. Αλλά σήμερα, είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα τής Κίνας που τείνει στην αυτοσυγκράτηση στο εξωτερικό, ενώ οι απλοί Κινέζοι πολίτες ζητούν περισσότερη επίδειξη ισχύος.
Καθώς η Κίνα εξετάζει πώς να επεκτείνει την διεθνή επιρροή και τις δεσμεύσεις της, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να συμβιβάσουν την επιθυμία τους για διεθνή πρωτοκαθεδρία με την πολεμική κόπωση των πολιτών τους και τους κινδύνους των εθνικών χρεών. Ο Ομπάμα έχει επιδιώξει να αναπτύξει ένα μοντέλο ηγεσίας χαμηλού κόστους: κάτι σαν μια αμερικανική εκδοχή τής προσέγγισης Ντενγκ, με την διαφορά ότι ο Ντενγκ προσπάθησε να κρύψει τον αυξανόμενο πλούτο της Κίνας, ενώ ο Ομπάμα προσπαθεί να κρύψει το αυξανόμενο έλλειμμα στους αμερικανικούς πόρους. Στην πράξη, η προσέγγιση αυτή σημαίνει τιμωρία των εχθρών, όπως του Ιράν και της Βόρειας Κορέας με οικονομικές κυρώσεις, κυνήγι τρομοκρατών με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αποφυγή μονομερών επεμβάσεων στο εξωτερικό υπέρ ενός τύπου ηγεσίας που «καθοδηγεί από το πίσω κάθισμα», και θέσπιση ρεαλιστικών σχέσεων με ισχυρά κράτη, όπως η Ρωσία. Από την άποψη της Κίνας, το πιο δυσοίωνο σημάδι είναι ότι η «στροφή» στην Ασία φαίνεται να περιλαμβάνει την αντανάκλαση της πολυμερούς διπλωματίας τού Πεκίνου και της εμπορικής του στρατηγικής. Πράγματι, όπως μου είπε πρόσφατα ένας στρατηγός τού Πενταγώνου, «Αντί να παίζουμε σκάκι, παίζουμε ‘Go’», ένα αρχαίο κινέζικο παιχνίδι με πούλια.
Αλλά, ακόμη και αν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσουν διαφορετικούς τρόπους για την αύξηση της επιρροής τους, κάθε χώρα επιμένει στην δική της ιδιαίτερη μορφή. Η κάθε μια πιστεύει ότι θα πρέπει να εξαιρεθεί από ορισμένα στοιχεία του διεθνούς δικαίου και ότι προορίζεται να κυριαρχήσει στην Ασία. Ωστόσο, είναι δύσκολο και για τις δύο χώρες να συνταιριάξουν αυτή την πίστη με μια αίσθηση που έχει η καθεμία ότι σε ένα όλο και πιο αλληλοεξαρτώμενο κόσμο, βρίσκεται στην ευάλωτη μεριά τής διαπραγμάτευσης. Οι Αμερικανοί διαμαρτύρονται για την απώλεια θέσεων εργασίας και οι Κινέζοι διαμαρτύρονται για την απώλεια των αποταμιεύσεών τους που με τόσο κόπο κέρδισαν. Η Ουάσιγκτον καταγγέλλει ότι το Πεκίνο δεν παίζει με τους κανόνες και το Πεκίνο ενίσταται διότι οι κανόνες εφευρέθηκαν από την Δύση για να κρατήσει τους άλλους υπό έλεγχο. Καθώς αυξάνονται οι εντάσεις, πολλές πτυχές της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας, τις οποίες και οι δύο πλευρές έβλεπαν ως ευκαιρίες, μοιάζουν όλο και περισσότερο σαν απειλές.
ΔΙΠΛΟ BYPASS
Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, η Κίνα έχει απελευθερώσει την οικονομία της, έχει αναπτύξει μια μεσαία τάξη που αριθμεί εκατοντάδες εκατομμύρια και βλέπει την γέννηση μιας πραγματικής δημόσιας σφαίρας μεταξύ των πάνω από 500 εκατομμύρια Κινέζων με πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η Κίνα έχει γίνει ευπρόσδεκτη σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και το G – 20, κι έχει γίνει αποδέκτης δημόσιων δηλώσεων σεβασμού από διαδοχικούς προέδρους των ΗΠΑ. Πολλοί στην Ουάσιγκτον ελπίζουν ότι οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από μεγαλύτερη υποστήριξη της Κίνας στο υπό δυτική ηγεσία διεθνές σύστημα. Αλλά απογοητεύονται όταν ανακαλύπτουν το αντίθετο.
Πράγματι, αντί οι παγκόσμιοι οργανισμοί να τη μεταμορφώσουν, η Κίνα έχει λάβει μέρος σε μια εξελιγμένη πολυμερή διπλωματία που έχει αλλάξει την παγκόσμια τάξη. Στο G – 20, η Κίνα έχει κάνει κοινό μέτωπο με άλλες χώρες-πιστωτές, όπως η Γερμανία, της οποίας την πλευρά πήρε η Κίνα το 2010 όταν οι Γερμανοί ήταν αντίθετοι σε ένα υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ πακέτο τόνωσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η Ουάσιγκτον έχει επίσης απογοητευτεί που το Πεκίνο άφησε να χαντακωθούν οι διαπραγματεύσεις τού Γύρου της Ντόχα για το παγκόσμιο εμπόριο, και κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια στην συνεδρίαση, όταν οι συνομιλίες φαίνονταν να είναι σε κίνδυνο. Στα Ηνωμένα Έθνη, η Κίνα έχει αντισταθεί στην εξάπλωση των φιλελεύθερων κανόνων: το 1997-98 , στο 80% των περιπτώσεων, τα κράτη ψήφιζαν μαζί με την Ουάσιγκτον υπέρ θεμάτων που αφορούσαν ανθρώπινα δικαιώματα στη Γενική Συνέλευση. Η «σύμπτωση ψήφου» του Πεκίνου εκείνο το έτος ήταν, σε αντίθεση, μόλις 40%. Το 2009-10, οι αριθμοί είχαν σχεδόν αντιστραφεί: περίπου το 40% ταυτιζόταν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και σχεδόν το 70% με την Κίνα. Αυτή η μεταστροφή ήταν εν μέρει αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η Κίνα είχε κερδίσει την υποστήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών, παρέχοντάς τους φθηνά δάνεια, άμεσες επενδύσεις, και δίνοντάς την υπόσχεση να τους προστατεύσει από πιθανά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ που θα στρέφονταν εναντίον τους.
Σε απάντηση στη δυτική απογοήτευση, Κινέζοι μελετητές, όπως o αναγνωρισμένος ιστορικός Shi Yinhong, έχουν υποστηρίξει ότι στην Δύση δεν θα πρέπει να σκέφτονται τόσο πολύ την «ενσωμάτωση της Κίνας στη δυτική φιλελεύθερη τάξη», και αντ’ αυτού να προσπαθούν να προσαρμόσουν την τάξη αυτή ώστε «να φιλοξενήσουν την Κίνα», όπως μου είπε πρόσφατα ο Shi. Η προσαρμογή αυτή θα συνεπαγόταν μια σημαντική ανακατανομή τής επίσημης επιρροής στο πλαίσιο των παγκόσμιων οικονομικών θεσμών και της ασφάλειας, με την εξουσία να μοιράζεται στα κράτη-μέλη όχι, σύμφωνα με προκατειλημμένες ιδέες για το ποιος θα ασκεί την εξουσία, αλλά, όπως το θέτει ο Shi, με βάση την «πραγματική δύναμη που έχουν αντίστοιχα, και την συμβολή τού καθενός ξεχωριστά». Στην πράξη, υποστηρίζει ο ίδιος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δεχθούν να είναι στρατιωτικά ισότιμες με την Κίνα (τουλάχιστον ανατολικά τής Ταϊβάν), να δεχτούν την ειρηνική επανένωση της Κίνας και της Ταϊβάν με τους όρους της Κίνας, και μια στενή αλλά ουσιαστική λωρίδα «στρατηγικού χώρου» για την Κίνα στο δυτικό Ειρηνικό. Επιπλέον, το αμερικανικό σύστημα συμμαχιών θα πρέπει να βασίζεται «λιγότερο σε στρατιωτικές παραμέτρους και να στρέφεται λιγότερο ενάντια στην Κίνα». Αλλά, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να προτιμά η κινεζική ελίτ, η Δύση δεν είναι ακόμη έτοιμη να προσαρμόσει την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τής Κίνας. Και αντί να δεχτεί τους συμβιβασμούς που απαιτούνται για ένα G - 2 ή το αδιέξοδο του status quo, οι δυτικές δυνάμεις αποφεύγουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις με το Πεκίνο, ενώ επιδιώκουν σχέσεις και πολιτικές που θα περιορίσουν την ικανότητά του να υποτάξει το διεθνές σύστημα στη θέλησή του.
Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, μια ομάδα χωρών υψηλού εισοδήματος υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, του Καναδά, της Μαλαισίας και της Σιγκαπούρης, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την δημιουργία τής Συνεργασίας του Ειρηνικού (ΤΡΡ), μια εμπορική συμφωνία που θα αποκλείει ακριβώς την Κίνα και θα δίνει έμφαση στα σοβαρά πρότυπα για τις κρατικές επιχειρήσεις, τα εργασιακά δικαιώματα, τις περιβαλλοντικές πρακτικές, καθώς και την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν η Ιαπωνία τελικά συμμετάσχει, τα μέλη της TPP θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ακόμη πιο φιλόδοξες είναι οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν πρόσφατα για το Translantic Trade & Investment Partnership, ένα σχέδιο που συζητείται επί μακρόν για την δημιουργία μιας συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ε.Ε. και των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία θα δώσει στις δυτικές χώρες σημαντική ισχύ σε όλες τις μετέπειτα εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Κίνα.
Ο στόχος αυτών των νέων κινήσεων δεν είναι να θέσουν την Κίνα εκτός διεθνούς εμπορίου, αλλά μάλλον να θέσουν τους κανόνες για μια πορεία χωρίς την Κίνα, και στη συνέχεια να την αναγκάσουν να τους αποδεχθεί. Η Δύση κάνει παράλληλες προσπάθειες στο χώρο της ασφάλειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την «στροφή» στην Ασία για την ενίσχυση των μακροχρόνιων σχέσεών τους με διάφορες χώρες στην περιφέρεια της Κίνας, προκειμένου να δυσκολέψουν την επιδίωξη στρατιωτικής υπεροχής στον δυτικό Ειρηνικό από την πλευρά τού Πεκίνου. Και όσον αφορά τις διεθνείς επεμβάσεις, η Δύση πράττει όλο και πιο πολύ ανάλογα με το τι την συμφέρει κατά περίπτωση: συνεργάζεται με περιφερειακούς οργανισμούς, όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Αφρικανική Ένωση, και στηρίζεται σε άτυπες συμμαχίες, όπως οι Φίλοι τής Συρίας, όταν η διπλωματία στα Ηνωμένα Έθνη φθάνει σε τέλμα.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα εργάζεται εξίσου σκληρά για να παρακάμψει την Δύση. Έχει δημιουργήσει δικά της θεσμικά όργανα ασφάλειας, όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας τής Σαγκάης, που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της δυτικής επιρροής στην Κεντρική Ασία, κι έχει πλήξει τις διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες με χώρες σε όλο τον κόσμο. Η Κίνα έχει επίσης διοργανώσει τακτικές συνόδους κορυφής με τους εταίρους της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Νότια Αφρική) και προσπαθεί να δημιουργήσει μια Τράπεζα Ανάπτυξης των BRICS που θα μπορούσε να καυχηθεί δυνητικά για ένα χαρτοφυλάκιο δανεισμού τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνο της Παγκόσμιας Τράπεζας.
ΕΞΟΜΕΙΩΤΙΣΜΟΣ (SIMILATERALISM)
Εν μέσω της ανάδυσης μιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και μιας υπό την ηγεσία τής Κίνας, υπάρχουν παγκόσμιοι οργανισμοί όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ, το G - 20, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Αλλά συχνά ακινητοποιούνται εξαιτίας των διαφωνιών μεταξύ των μελών τους. Έτσι, αντί της ενσωμάτωσης αναδυόμενων δυνάμεων στα δυτικά πρότυπα, το περισσότερο που μπορούμε να ελπίζουμε από αυτούς τους οργανισμούς είναι να χρησιμεύσουν ως χώροι για να συζητήσουν οι μεγάλες δυνάμεις κυρίως αναφορικά με πιεστικές καταστάσεις: για παράδειγμα, την παγκόσμια οικονομική κρίση τού 2008 ή την πυρηνική αδιαλλαξία τής Βόρειας Κορέας. Παρόμοιες θεσμικές αδυναμίες και ασυμμετρίες θα μπορούσαν να επιδεινωθούν με την πάροδο του χρόνου, καθώς αντί να εργάζονται από κοινού για τη μεταρρύθμιση των υφιστάμενων κοινών φόρουμ, οι δυτικές δυνάμεις προσπαθούν να οικοδομήσουν «έναν κόσμο χωρίς την Κίνα», και η Κίνα και οι σύμμαχοί της προσπαθούν να δημιουργήσουν αυτό που ορισμένοι αναλυτές αποκαλούν «έναν κόσμο χωρίς την Δύση». Παράδειγμα οι πιθανές επιπτώσεις τού Translantic Trade & Investment Partnership στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Όπως έχει επισημάνει ο Βέλγος οικονομολόγος Αντρέ Σαπίρ, αν οι χώρες που παράγουν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα επίλυσης διαφορών ξεχωριστά από τον ΠΟΕ, ο άλλοτε περήφανος ΠΟΕ «θα γίνει όπως ένας ακόμη οργανισμός που εδρεύει στην Γενεύη, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, ένα μέρος με όμορφη θέα στη λίμνη, όπου οι υπουργοί κάνουν ωραίες ομιλίες μια φορά το χρόνο, αλλά δεν λαμβάνουν ποτέ σημαντικές αποφάσεις».
Αντί να θεωρούν απαραίτητους τους παγκόσμιους πολυμερείς οργανισμούς, οι χώρες θα κλίνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό προς νέα δίκτυα που θα σφυρηλατούνται μεταξύ χωρών με παρόμοια επίπεδα ευημερίας. Ας το πούμε «εξομειωτισμό». Ένα αποτέλεσμα θα είναι μια παράξενη νέα μορφή διπολισμού που επιφανειακά θα μοιάζει με τον Ψυχρό Πόλεμο περισσότερο από ό,τι με τον κόσμο των τελευταίων δύο δεκαετιών. Οι διαφορές θα περιλαμβάνουν τις αποδυναμωμένες Ηνωμένες Πολιτείες, έναν πιο έξυπνο (και πιο επιτυχημένο) ισότιμο ανταγωνιστή για την Ουάσιγκτον, και ισχυρότερες αδέσμευτες χώρες. Αλλά, η δυναμική τής πλανητικής πολιτικής θα είναι επίσης ριζικά διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε στις πέντε δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρώτον, σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτός ο ανταγωνισμός θα είναι κατά κύριο λόγο γεωοικονομικού και όχι γεωπολιτικού χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους τής διατήρησης της στρατιωτικής ισχύος. Δεύτερον, η αντιπαλότητα ΗΠΑ -Κίνας θα χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα αλληλεξάρτησης μεταξύ των μεγάλων παικτών, εξαιτίας της έντονης οικονομικής αλληλοδιείσδυσης των δύο χωρών. Αλλά οι διαμορφωτές τής πολιτικής και στις δύο χώρες θα δουν αυτήν την αλληλεξάρτηση ως κίνδυνο που θα πρέπει να μετριαστεί και να τύχει διαχείρισης, και όχι ως συνταγή θερμών σχέσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την Κίνα για να συνεχίσει την αγορά των αμερικανικών ομολόγων, και οι Πολιτείες της Αμερικής ανταγωνίζονται σκληρά για την προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ανησυχεί επίσης ότι βασίζεται υπέρμετρα σε κινεζικά κεφάλαια, και φοβάται την κινεζική κυβερνο-κατασκοπία. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, πρέπει να βρει ένα καταφύγιο για τα συναλλαγματικά της αποθέματα και χρειάζεται την αμερικανική τεχνογνωσία για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας τής γνώσης. Αλλά, το Πεκίνο αγανακτεί επειδή η πολιτική τής ποσοτικής χαλάρωσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ καταστρέφει τον κινεζικό πλούτο και υποψιάζεται ότι η Ουάσινγκτον προσπαθεί να υποδαυλίσει την αλλαγή καθεστώτος στην Κίνα.
Τρίτον, ενώ πολλές αδέσμευτες χώρες είχαν τελικά αναγκαστεί να επιλέξουν πλευρά, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στις προσεχείς δεκαετίες θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν την ύπαρξη πιο ευέλικτων συνασπισμών που δεν απαιτούν αποκλειστικότητα. Το αποτέλεσμα θα είναι μια ετερόκλητη παγκόσμια τάξη στην οποία οι χώρες θα είναι σε θέση να προβούν σε διευθετήσεις με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τέλος, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον θα ανταγωνιστούν όσον αφορά το κύρος και όχι την ιδεολογία. Η Κίνα είναι μέχρι στιγμής πολύ αδύναμη και πολύ αμυντική για να αρθρώσει μια εναλλακτική λύση για την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, αλλά αυτό πρόκειται να αλλάξει. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις για να εξηγούν τα κίνητρά τους: «τάξη», «νομιμότητα», «ανάπτυξη» και «ευθύνη». Αλλά, όπως λέει και η παροιμία, θα τους χωρίζει μια κοινή γλώσσα.

* Ο MARK LEONARD είναι συνιδρυτής και διευθυντής του European Council on Foreign Relations και Bosch Public Policy Fellow στην Transatlantic Academy.


Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139650/mark-leonard/why-convergen...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.