Ο Κ. Καραμανλής και το Σύνταγμα του 1975
Tου Παναγιώτη Πικραμμένου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή, μετά τις εκλογές του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέληξε με την παρατήρηση ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ετών είχαν δικαιώσει τις παλαιότερες επιλογές του.
Eίπε συγκεκριμένα: «Ο ομιλών υποστήριξε από 15ετίας την ανάγκην αναθεωρήσεως του αναχρονιστικού μας Συντάγματος. Κι αν οι προσπάθειές του δεν είχαν προσκόψει σε πείσμονες αντιδράσεις, θα είχεν, ίσως, αποτραπή η κατάρρευσις της δημοκρατίας. Περισσότερο παρά ποτέ, είναι σήμερα ανάγκη –ανάγκη εθνική– να αποκτήση η χώρα ένα Σύνταγμα Ελληνικό. Ενα Σύνταγμα, δηλαδή, που χωρίς να αντιγράφει ξένα πρότυπα, θα ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες του τόπου μας. Ενα Σύνταγμα, που θα είναι αληθινά δημοκρατικό και συγχρόνως θα επιτρέπη στην κυβέρνηση να δρα με ταχύ και αποδοτικό ρυθμό. Ενα Σύνταγμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που θα ενισχύση την εκτελεστική εξουσία, χωρίς, όμως, να περιορίζει και την ευθύνη της κυβερνήσεως έναντι της Βουλής».
Λόγια με τα οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπενθυμίζει ότι το όραμα και οι προσπάθειές του για ένα νέο Σύνταγμα ανατρέχουν σε πολύ προγενέστερους χρόνους.
Ηδη από τη δεκαετία του ’40, ο Κων. Καραμανλής μετείχε σε έναν ευρύ κύκλο κινήσεων, οι οποίες προωθούσαν την ιδέα μιας πολιτειακής μεταρρύθμισης που θα στηριζόταν στην ψήφιση ενός νέου Συντάγματος, βασικοί άξονες του οποίου θα ήταν η αβασίλευτη δημοκρατία, το παρεμβατικό κράτος, η διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, κυρίως μέσω της παιδείας, και η ανάπτυξη στενών διεθνών σχέσεων μέσα στους κόλπους μιας οργανωμένης διεθνούς κοινότητας, κυρίως δε της Ευρώπης. Ειδικά η Σοσιαλιστική Ενωση, της οποίας ηγούνταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, και της οποίας ο Καραμανλής ήταν μέλος, ήταν αυτή που τον έφερε σε επαφή με το ριζοσπαστικό ρεύμα της εποχής.
Ο Καραμανλής πίστευε ότι, για να συνεχιστεί η πρόοδος, ήταν αναγκαίο να αποκτήσει το παρεμβατικό κράτος τη δυνατότητα να φέρει εις πέρας το έργο του. Χρειαζόταν λοιπόν μία ουσιαστική συνταγματική μεταρρύθμιση, μία «βαθεία τομή» στους θεσμούς, ώστε να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Οπως μάλιστα παρατηρεί, σε ένα λόγο του «... η εξαετής προσπάθειά μου θα είχε πολύ μεγαλυτέραν απόδοσιν, εάν το Σύνταγμα της χώρας την διηυκόλυνεν αντί να την ανακόπτη».
Η «βαθεία τομή» ήταν μια θεμελιώδης στρατηγική, αλλά και διαχρονική επιλογή του Κ. Καραμανλή, που δεν έπαυε να τονίζει ότι χωρίς την αναθεώρηση ήταν αδύνατη η συνέχιση της προόδου της χώρας. Αλλωστε, όπως προκύπτει και από το περιεχόμενό της, υπήρξε και η βάση για τη συνταγματική αναθεώρηση της Μεταπολίτευσης.
Βασική αρχή του Καραμανλή και του Κ. Τσάτσου, προέδρου της Επιτροπής Συντάγματος κατά τη Συνταγματική Μεταρρύθμιση του 1975, ήταν η θέση τους ότι το Σύνταγμα όφειλε να εγγυάται την ισορροπία στη δημόσια ζωή, να θεσπίζει θεσμούς μονίμους, μη επηρεαζομένους από πρόσωπα, και να είναι προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα. Σκοπός ήταν και επετεύχθη ένα «Σύνταγμα Ελληνικό», ένα Σύνταγμα φιλελεύθερο, προσαρμοσμένο στα ειδικά δεδομένα της χώρας, με σαφές άνοιγμα προς το κοινωνικό κράτος.
Το Σύνταγμα συζητήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 1975: η κυβέρνηση επέφερε σημαντικές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο και παρέτεινε την προθεσμία εκπόνησής του. Σημαντικό ρόλο στην ψήφιση του Συντάγματος διαδραμάτισαν ο Κων. Παπακωνσταντίνου και ο Κων. Στεφανάκης. Η αντιπολίτευση εξακολούθησε να παραπονείται για τον περιορισμένο χρόνο της συζήτησης και για ορισμένες ρυθμίσεις του σχεδίου που αφορούσαν κυρίως στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και τελικά απεχώρησε από τη Βουλή κατά την ψήφισή του.
Αμέσως μετά την ψήφιση του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο πρόεδρος της Επιτροπής του Συντάγματος, Κων. Τσάτσος. Μία μέρα μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος (11 Ιουνίου), δηλαδή στις 12 Ιουνίου, κατατέθηκε η επίσημη αίτηση της Ελλάδας για πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ.
Το Σύνταγμα του 1975 αντιμετώπισε αποτελεσματικά το συνολικό πρόβλημα της κρίσης των θεσμών που βασάνιζε τη χώρα. Ενταφίασε τον εθνικό διχασμό και εδραίωσε τη Δημοκρατία. Εξασφάλισε στη χώρα ένα ισχυρό κράτος ως εργαλείο για τη μεταρρύθμιση και την ανάπτυξη. Περιέλαβε ευρύτατη δέσμη δικαιωμάτων που συνέβαλαν στον κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Διευκόλυνε την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και εξασφάλισε στη χώρα ομαλό κοινοβουλευτικό βίο, πρωτόγνωρο στα χρονικά του τόπου. Περιείχε όμως και φλύαρες διατάξεις, διακηρύξεις και ασάφειες που δεν πρέπει να απαντούν στο σύντομο και λιτό κείμενο ενός Συντάγματος. Υπέστη αναθεωρήσεις, οι οποίες το φόρτωσαν ακόμη περισσότερο και ανέτρεψαν τις ισορροπίες του. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν εφαρμόσθηκε πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο.
Αυτοί είναι νομίζω οι λόγοι που το Σύνταγμα του 1975 δεν μπόρεσε να σταθεί εμπόδιο στο να αναπτυχθεί στη χώρα μια εξουσία που οδήγησε την Ελλάδα σε μείζονα οικονομική κρίση με κίνδυνο, μάλιστα, διασπάσεως του κοινωνικού ιστού, σε κρίση θεσμών και αξιών, αλλά και στα όρια της διεθνούς απαξίωσης. Για το πώς φθάσαμε έως εδώ, σίγουρα πάντως δεν είναι υπεύθυνοι οι συνταγματικοί θεσμοί.
* Ο κ. Π. Πικραμμένος είναι τέως πρωθυπουργός, πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.