Πώς βλέπει η Κίνα τις ΗΠΑ
Τι φοβάται το Πεκίνο από την Δύση
By Andrew J. Nathan και Andrew Scobell
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Ο όρος «μεγάλη δύναμη» είναι αόριστος, αλλά η Κίνα τον αξίζει, από κάθε άποψη: την έκταση και τη στρατηγική θέση των εδαφών της, το πλήθος και τον δυναμισμό του πληθυσμού της, την αξία και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της, το τεράστιο μέγεθος του μεριδίου της στο παγκόσμιο εμπόριο και την αμυντική της ισχύ.
Η Κίνα είναι μία από τις ολιγάριθμες χώρες που έχουν σημαντικά εθνικά συμφέροντα σχεδόν σε κάθε σημείο του πλανήτη και που, θέλοντας και μη, τραβούν την προσοχή κάθε άλλης χώρας και κάθε διεθνούς οργανισμού. Και, ίσως, το σημαντικότερο: η Κίνα είναι η μόνη χώρα που ευρύτατα αντιμετωπίζεται ως πιθανή απειλή κατά της αμερικανικής κυριαρχίας. Πράγματι, η άνοδος της Κίνας προκάλεσε φόβους ότι πρόκειται να υποσκελίσει τους γείτονές της και κάποια μέρα να παραγκωνίσει τις ΗΠΑ από την παγκόσμια ηγεμονία τους.
Όμως, η διάχυτη αίσθηση πως η Κίνα είναι μια επιθετική, επεκτατική δύναμη, είναι ατεκμηρίωτη. Παρά το γεγονός ότι η συγκριτική ισχύς της Κίνας αυξήθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι κύριες κατευθύνσεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής είναι αμυντικές και δεν έχουν αλλάξει από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου: να αμβλύνει τις αποσταθεροποιητικές επιρροές από το εξωτερικό, ν’ αποφύγει εδαφικές απώλειες, να περιορίσει την καχυποψία των γειτόνων της και να στηρίξει την οικονομική της ανάπτυξη. Η μόνη αλλαγή στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών είναι το ότι η Κίνα είναι τώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό ενταγμένη στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και ότι οι εσωτερικές και περιφερειακές προτεραιότητές της έχουν γίνει μέρος μιας ευρύτερης αναζήτησης: να καθορίσει για τον εαυτό της έναν παγκόσμιο ρόλο που θα εξυπηρετεί τα κινεζικά συμφέροντα αλλά και που θα είναι αποδεκτός από τις άλλες δυνάμεις.
Πρώτες μεταξύ αυτών των δυνάμεων είναι, βεβαίως, οι ΗΠΑ. Η διαχείριση της ταραχώδους σχέσης Ουάσιγκτον - Πεκίνου είναι για το δεύτερο η μεγαλύτερη πρόκληση στην εξωτερική του πολιτική. Και καθώς οι Αμερικανοί διερωτώνται αν η άνοδος της Κίνας είναι καλή για τα αμερικανικά συμφέροντα ή εξυφαίνει απειλή σε βάρος τους, οι Κινέζοι πολιτικοί προβληματίζονται σχετικά με το αν οι ΗΠΑ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να βοηθήσουν ή για να πλήξουν την Κίνα.
Μερικές φορές οι Αμερικανοί θεωρούν μυστηριώδες το κινεζικό κράτος. Δεδομένου, όμως, ότι στο πλαίσιο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος η εξουσία είναι κατακερματισμένη και συμβαίνουν συχνές εναλλαγές στην εξουσία των δύο βασικών αμερικανικών πολιτικών κομμάτων, οι Κινέζοι δυσκολεύονται και αυτοί από την πλευρά τους να αποσαφηνίσουν τις αμερικανικές προθέσεις. Παρ’ όλα αυτά, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ύστερα από μια σειρά αμερικανικών ενεργειών απέναντι στην Κίνα, αναδύθηκε μια μακροπρόθεσμη αμερικανική στρατηγική απέναντι στη χώρα. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν είναι περιττή, αλλά αντιθέτως είναι αναγκαία για τους Κινέζους μια άσκηση κατανόησης - ανάλυσης των ΗΠΑ.
Οι περισσότεροι Αμερικανοί θα εκπλαγούν όταν πληροφορηθούν πως οι Κινέζοι πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια ρεβιζιονιστική δύναμη που θέλει να περιορίσει την κινεζική πολιτική επιρροή και να βλάψει τα συμφέροντα του Πεκίνου. Η άποψη αυτή δεν διαμορφώνεται μόνο από τον τρόπο με τον οποίον το Πεκίνο αντιλαμβάνεται την Ουάσιγκτον, αλλά και από την ευρύτερη κινεζική άποψη γύρω από το διεθνές σύστημα και τη θέση της Κίνας μέσα σ’ αυτό, μια άποψη που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από πόσο πολύ η ίδια θεωρεί τον εαυτό της ευάλωτο.
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ
Ο κόσμος, όπως τον βλέπει το Πεκίνο, είναι ένα πεδίο κινδύνων, ξεκινώντας από τους δρόμους έξω από τα παράθυρα των πολιτικών γραφείων και φθάνοντας χιλιάδες μίλια μακριά, σε παραμεθόριες περιοχές και θαλάσσιες γραμμές, σε απομακρυσμένα ορυχεία και πετρελαιοπηγές. Αυτοί οι κίνδυνοι μπορούν να αποδοθούν με την παραβολή τεσσάρων ομόκεντρων δακτυλίων. Στον πρώτο δακτύλιο, που περιλαμβάνει το σύνολο της επικράτειας που η Κίνα κατέχει ή διεκδικεί, το Πεκίνο πιστεύει ότι η πολιτική σταθερότητα και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας απειλούνται από ξένους παράγοντες και ξένες δυνάμεις. Συγκρινόμενη με άλλες μεγάλες χώρες, η Κίνα έχει ν’ αντιπαλέψει με έναν χωρίς προηγούμενο αριθμό εξωτερικών παραγόντων, που επιχειρούν να επηρεάσουν την εξέλιξή της, συχνά με τρόπους που το καθεστώς κρίνει ως επιζήμιους για την επιβίωσή του. Ξένοι επενδυτές, σύμβουλοι ανάπτυξης, τουρίστες και φοιτητές κατακλύζουν τη χώρα, όλοι με μια δική τους ιδέα σχετικά με το πώς πρέπει ν’ αλλάξει η Κίνα. Ξένα ιδρύματα και κυβερνήσεις παρέχουν οικονομική και τεχνική υποστήριξη σε κινεζικές κοινωνικές ομάδες που ευαγγελίζονται την κοινωνία πολιτών. Οι διαφωνούντες στο Θιβέτ και στην Ξινγιάνγκ δέχονται ηθική και διπλωματική στήριξη, ενίοτε και υλική ενίσχυση από Κινέζους της διασποράς και συμπαθούσες κυβερνήσεις του εξωτερικού. Κατά μήκος των ακτών, οι γείτονες αμφισβητούν τις διεκδικήσεις του Πεκίνου σε παράκτια εδάφη. Η Ταϊβάν εκλέγει δική της κυβέρνηση που απολαμβάνει τη διπλωματική αναγνώριση 23 κρατών και την εγγύηση των ΗΠΑ για την ασφάλειά της.
Πονοκέφαλο για την ασφάλεια των κινεζικών συνόρων αποτελεί ο δεύτερος δακτύλιος, που αφορά τις σχέσεις της Κίνας με τις 14 γειτονικές της χώρες. Καμία άλλη χώρα, εκτός από τη Ρωσία, δεν έχει τόσους γείτονες. Από αυτούς, οι πέντε (Ινδία, Ιαπωνία, Ρωσία, Νότια Κορέα και Βιετνάμ) είναι χώρες με τις οποίες η Κίνα έχει πολεμήσει κατά τα τελευταία 70 χρόνια, ενώ οι υπόλοιποι κυβερνώνται από ασταθή καθεστώτα. Ούτε ένας από τους γείτονες αυτούς δεν ευθυγραμμίζει τα ζωτικά εθνικά του συμφέροντα με αυτά του Πεκίνου.
Όμως η Κίνα σπάνια έχει την πολυτέλεια να συναλλαγεί με οποιονδήποτε γείτονά της σε ένα αμιγώς διμερές πλαίσιο. Ο τρίτος δακτύλιος αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια, που πηγάζουν από την πολιτική των έξι χωριστών γεωπολιτικών περιφερειών (Β.Α. Ασία, Ωκεανία, ηπειρωτική Ν.Α. Ασία και Κεντρική Ασία), οι οποίες περιβάλλουν την Κίνα. Κάθε μια από αυτές τις περιοχές θέτει σύνθετα περιφερειακά προβλήματα, τόσο στη διπλωματία όσο και στην ασφάλεια.
Τέλος, υπάρχει και ο τέταρτος δακτύλιος: ο κόσμος μακριά από την άμεση γειτονία με την Κίνα. Σ’ αυτόν τον ευρύτερο κύκλο η χώρα μπήκε μόλις από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι στιγμής για πολύ περιορισμένους λόγους, όπως είναι το πετρέλαιο, η πρόσβαση σε αγορές και επενδύσεις, η απόκτηση διπλωματικής στήριξης για την απομόνωση της Ταϊβάν και του Θιβετιανού Δαλάι Λάμα και η στρατολόγηση συμμάχων όσον αφορά τις θέσεις της Κίνας απέναντι σε διεθνείς κανόνες και νομικά καθεστώτα.
ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Οι ΗΠΑ είναι πανταχού παρούσες, και στους τέσσερις προαναφερθέντες κινεζικούς δακτυλίους. Είναι ο πιο ενοχλητικός εξωτερικός παράγων στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας, ο εγγυητής του status quo στην Ταϊβάν, η ισχυρότερη ναυτική παρουσία στις θάλασσες της Ανατολικής και της Νότιας Κίνας, επίσημος και ανεπίσημος στρατιωτικός σύμμαχος πολλών γειτόνων της και πρωταρχικός διαμορφωτής και υπέρμαχος των υφισταμένων νομικών καθεστώτων σε διεθνές επίπεδο. Αυτή η πανταχού παρουσία σημαίνει ότι η κατανόηση των αμερικανικών κινήτρων από πλευράς της Κίνας καθορίζει το πώς η τελευταία χειρίζεται τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν την ασφάλειά της.
Ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, που επισκέφθηκε την Κίνα το 1972, μια σειρά Αμερικανών ηγετών διαβεβαίωσαν τη χώρα για τις καλές προθέσεις τους. Η εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ευημερία και η σταθερότητα της Κίνας είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ. Και στην πράξη, οι ΗΠΑ υπήρξαν εκείνες που έπραξαν περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον για να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό της. Οδήγησαν την Κίνα στην παγκόσμια οικονομία, έδωσαν στους Κινέζους πρόσβαση σε αγορές, κεφάλαια και τεχνολογία, εκπαίδευσαν Κινέζους εμπειρογνώμονες στην επιστήμη, στην τεχνολογία και στο διεθνές δίκαιο, εμπόδισαν την πλήρη επαναστρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας, διατήρησαν την ειρήνη στην κορεατική χερσόνησο και συνέβαλαν στο ν’ αποφευχθεί ένας πόλεμος με την Ταϊβάν.
Εντούτοις, οι Κινέζοι πολιτικοί εντυπωσιάζονται περισσότερο από πολιτικές και συμπεριφορές τις οποίες εκλαμβάνουν ως λιγότερο καλοπροαίρετες. Ο αμερικανικός στρατός, για παράδειγμα, είναι ανεπτυγμένος καθ’ όλο το μήκος της κινεζικής περιφέρειας και οι ΗΠΑ διατηρούν ένα εκτεταμένο δίκτυο αμυντικών σχέσεων με τους γείτονες της Κίνας. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να εμποδίζει τις προσπάθειες του Πεκίνου να κερδίσει τον έλεγχο στην Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ συνεχώς ασκούν πιέσεις στην Κίνα σχετικά με την οικονομική πολιτική της και συντηρούν ένα πλήθος κρατικών και ιδιωτικών προγραμμάτων που επιδιώκουν να επηρεάσουν την κινεζική κοινωνία πολιτών και την πολιτική.
Το Πεκίνο αντιλαμβάνεται αυτό το αντιφατικό σύνολο των αμερικανικών ενεργειών μέσα από τρεις ισχυρές οπτικές. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Κινέζοι αναλυτές θεωρούν ότι η χώρα τους είναι κληρονόμος μιας αγροτικής, ανατολικού τύπου στρατηγικής παράδοσης, η οποία είναι φιλειρηνική, με αμυντικό προσανατολισμό, μη επεκτατική και σύμφωνη με την ηθική. Αντιθέτως, θεωρούν ότι η δυτική στρατηγική κουλτούρα, και ιδιαίτερα εκείνη των ΗΠΑ, είναι μιλιταριστική, με επιθετικό προσανατολισμό, επεκτατική και εγωιστική.
Δεύτερον, αν και η Κίνα ενστερνίστηκε με σθένος τον κρατικό καπιταλισμό, η κινεζική οπτική για τις ΗΠΑ εξακολουθεί να διαμορφώνεται από τη μαρξιστική πολιτική σκέψη, η οποία προϋποθέτει πως οι καπιταλιστικές δυνάμεις επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν τον υπόλοιπο κόσμο. Η Κίνα θεωρεί δεδομένο ότι οι δυνάμεις της Δύσης θα εναντιωθούν στον κινεζικό ανταγωνισμό για την απόκτηση πόρων και αγορών με υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Αν και η Κίνα διατηρεί εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ και επίσης κατέχει ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού χρέους, οι επιφανέστεροι πολιτικοί αναλυτές της πιστεύουν ότι από τις διμερείς συμφωνίες επωφελούνται περισσότερο οι Αμερικανοί, με το να χρησιμοποιούν φθηνό κινεζικό εργατικό δυναμικό και δάνεια για να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους.
Τρίτον, οι αμερικανικές θεωρίες περί διεθνών σχέσεων έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς στους κύκλους των νεότερων Κινέζων πολιτικών αναλυτών, πολλοί από τους οποίους έχουν κάνει ανώτερες σπουδές στις ΗΠΑ. Το μέρος της θεωρίας των διεθνών σχέσεων με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Κίνα, είναι ο αποκαλούμενος επιθετικός ρεαλισμός, βάσει του οποίου μια χώρα προσπαθεί να ασκήσει έλεγχο στο περιβάλλον ασφάλειάς της, στο ανώτατο επίπεδο που οι ικανότητές της επιτρέπουν. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι ικανοποιημένες με την ύπαρξη μιας ισχυρής Κίνας και ως εκ τούτου επιδιώκουν να εξασθενίσουν το καθεστώς της και να το κάνουν πιο αμερικανόφιλο. Δείγματα αυτής της πρόθεσης βλέπουν οι Κινέζοι αναλυτές στις εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για εκδημοκρατισμό και στη στήριξη που αυτή παρέχει σε αυτονομιστικές κινήσεις, όπως αυτές της Ταϊβάν, του Θιβέτ και της Ξινγιάνγκ.
Είτε βλέπουν τις ΗΠΑ κατεξοχήν μέσα από έναν πολιτισμικό, μαρξιστικό ή ρεαλιστικό φακό, οι κινεζικοί φορείς χάραξης στρατηγικής υποθέτουν ότι μια χώρα τόσο ισχυρή όσο οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσει αφενός τη δύναμή της για να διατηρήσει και να ενδυναμώσει τα προνόμιά της και αφετέρου θα θεωρήσει τις προσπάθειες άλλων χωρών να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους σαν απειλές κατά της ασφάλειάς της. Η υπόθεση αυτή οδηγεί σε ένα απαισιόδοξο συμπέρασμα: όσο η Κίνα ανεβαίνει, οι ΗΠΑ θα αντιστέκονται. Ο τόνος των ΗΠΑ είναι κατευναστικός. Οι Αμερικανοί εντάσσουν τις ενέργειές τους στο πλαίσιο της επιδίωξης επιβολής ειρήνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ίσων όρων ανταγωνισμού. Υπάρχουν φορές που οι ΗΠΑ προσφέρουν στην Κίνα γνήσια αρωγή, αλλά δεν παύουν να είναι μια χώρα διπρόσωπη. Επιθυμούν να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους και να αποτρέψουν την ισχυροποίηση της Κίνας, που θα μπορούσε να τις θέσει υπό αμφισβήτηση. Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2011 στο κρατικό κινεζικό ειδησεογραφικό περιοδικό Liaowang ο Νι Φενγκ, αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Αμερικανικών Σπουδών της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, συνόψισε την άποψή του ως εξής: «Από τη μια πλευρά, οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι έχουν ανάγκη τη βοήθεια της Κίνας σε μια σειρά περιφερειακών και παγκοσμίων ζητημάτων», λέει. «Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ ανησυχούν στην προοπτική μιας Κίνας πιο ισχυρής και μετέρχονται ποικίλα μέσα για να καθυστερήσουν την ανάπτυξή της και να τη διαμορφώσουν με γνώμονα τις αμερικανικές αξίες».
Μια μικρή ομάδα κυρίως νεότερων Κινέζων αναλυτών, οι οποίοι έχουν εντρυφήσει σε ζητήματα που αφορούν τις ΗΠΑ, υποστηρίζουν ότι τα κινεζικά και τα αμερικανικά συμφέροντα δεν βρίσκονται σε πλήρη διάσταση. Κατά την εκτίμησή τους, οι δύο χώρες απέχουν εδαφικά πολύ η μία από την άλλη και τα ζωτικά συμφέροντά τους ως προς την ασφάλεια δεν απαιτούν ένοπλη σύρραξη. Μπορούν να επωφελούνται αμοιβαία από το εμπόριο και άλλα κοινά συμφέροντα.
Όμως, όσοι έχουν τέτοιες απόψεις είναι ολιγάριθμοι σε σύγκριση με τους στρατηγικούς αναλυτές της άλλης πλευράς, υπαλλήλους -ως επί το πλείστον- των υπηρεσιών ασφαλείας και του στρατού, που έχουν συγκεχυμένη άποψη για την αμερικανική πολιτική και τάσσονται υπέρ της αντιπαράθεσης ως τρόπο αντίδρασης της Κίνας απέναντί της. Πιστεύουν ότι η Κίνα πρέπει να προβάλει στρατιωτική αντίσταση απέναντι στις ΗΠΑ και ότι μπορεί να νικήσει σε μια σύγκρουση, εφόσον αυτή προκύψει, υπερβαίνοντας τα επιτεύγματα των ΗΠΑ στον τομέα της αμυντικής τεχνολογίας και επωφελούμενη από το ακμαιότερο ηθικό που επικρατεί στις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις. Οι απόψεις αυτές συνήθως δεν ανακοινώνονται, κι αυτό για να μην τρομάξουν τόσο οι αντίπαλοι της Κίνας όσο και οι φίλοι της.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΤΗΣ;
Προκειμένου να διεισδύσουν βαθύτερα στη λογική της στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα, οι Κινέζοι -όπως και οι απανταχού- αναλυτές, ερευνούν δυνατότητες και προθέσεις. Σε αντίθεση με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ, που ενδεχομένως χρήζουν ερμηνειών, οι δυνατότητές τους στον στρατιωτικό, οικονομικό, ιδεολογικό και διπλωματικό τομέα είναι σχετικά εύκολο να ανιχνευθούν. Και, σύμφωνα με τη γνώμη των Κινέζων, οι δυνατότητες αυτές είναι δυνητικά συντριπτικές.
Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις είναι ανεπτυγμένες σε όλο τον κόσμο και τεχνολογικά προηγμένες, με τεράστια συγκέντρωση δύναμης πυρός σε όλο το μήκος των κινεζικών συνόρων. Η Διοίκηση Ειρηνικού (PACOM) είναι η μεγαλύτερη από τις έξι αμερικανικές περιφερειακές στρατιωτικές διοικήσεις, από την άποψη του γεωγραφικού εύρους και του ανθρώπινου δυναμικού, σε καιρό ειρήνης. Στη δύναμη της PACOM ανήκουν 325.000 άτομα, που υπηρετούν ως στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, μαζί με 180 πλοία και 1.900 αεροσκάφη. Δυτικά, η PACOM παραδίδει τη σκυτάλη στην Κεντρική Διοίκηση (CENTCOM), η οποία έχει την ευθύνη της περιοχής που εκτείνεται από την Κεντρική Ασία ως την Αίγυπτο. Πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η CENTCOM δεν διέθετε δυνάμεις της σταθμευμένες ακριβώς στα σύνορα της Κίνας, εκτός από αποστολές εκπαίδευσης και εφοδιασμού στο Πακιστάν. Όμως, με την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», η CENTCOM εγκατέστησε δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών της στο Αφγανιστάν και εξασφάλισε εκτεταμένη πρόσβαση σε αεροπορική βάση στο Κιργιστάν.
Η επιχειρησιακή ικανότητα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ασία-Ειρηνικό μεγιστοποιείται χάρη στις διμερείς αμυντικές συμφωνίες με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, τις Φιλιππίνες και τη Νότια Κορέα, αλλά και συμφωνίες συνεργασίας με άλλους εταίρους. Και ως επιστέγασμα, οι ΗΠΑ διαθέτουν περί τις 5.200 πυρηνικές κεφαλές ανεπτυγμένες σε μια άτρωτη τριάδα θαλάσσης, ξηράς και αέρος. Αν ληφθεί συνολικά υπόψη αυτή η αμυντική θέση των ΗΠΑ, δημιουργείται αυτό που ο Κιαν Γουερόνγκ, από το Ερευνητικό Κέντρο Μελετών Διεθνών Ζητημάτων του ειδησεογραφικού πρακτορείου Ξινχούα, ονόμασε «στρατηγικό πολιορκητικό κλοιό».
Οι Κινέζοι αναλυτές θεμάτων ασφαλείας υπογραμμίζουν, επίσης, την εκτεταμένη ικανότητα των ΗΠΑ να πλήξουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας. Οι ΗΠΑ αποτελούν μέχρι σήμερα για την Κίνα μοναδική σε σπουδαιότητα αγορά, εκτός αν θεωρήσει κανείς την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν μια ενότητα. Οι ΗΠΑ είναι, επίσης, και μια από τις μεγαλύτερες πηγές άμεσων ξένων επενδύσεων και προηγμένης τεχνολογίας για την Κίνα. Υπήρξαν φορές που οι ΗΠΑ εξέτασαν την ιδέα να χρησιμοποιήσουν εκβιαστικά την οικονομική τους δύναμη. Μετά τα γεγονότα του 1989 στην πλατεία Τιανανμέν, οι ΗΠΑ επέβαλαν στην Κίνα περιορισμένες διπλωματικές και οικονομικές κυρώσεις, αλλά και εμπάργκο στις πωλήσεις προηγμένων οπλικών συστημάτων, που εξακολουθεί να ισχύει. Για πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά, το Κογκρέσο συζητούσε το ενδεχόμενο επέκτασης των κυρώσεων κατά της Κίνας για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με κατάργηση του προνομίου του πλέον ευνοούμενου κράτους και των χαμηλών δασμολογικών συντελεστών για τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων. Οι υπέρμαχοι της πρότασης, ωστόσο, ποτέ δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την ψήφο της πλειοψηφίας των μελών του Κογκρέσου. Πιο πρόσφατα, Αμερικανοί βουλευτές πρότειναν την επιβολή κυρώσεων στην Κίνα για τεχνητή υποτίμηση του γιουάν, με σκοπό να ωφεληθούν οι κινεζικές εξαγωγές. Ο Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος Μιτ Ρόμνεϊ υποσχέθηκε ότι, αν εκλεγεί, θα χαρακτηρίσει την Κίνα χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της, «από την πρώτη μέρα» της προεδρίας του.
Αν και εμπορικοί πόλεμοι αυτού του τύπου αποφασίζονται σπανίως στην Ουάσιγκτον, τέτοιου είδους ξεσπάσματα υπενθυμίζουν στο Πεκίνο πόσο ευάλωτη θ’ αποδειχθεί η Κίνα σε περίπτωση που οι ΗΠΑ θελήσουν να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της. Κινέζοι στρατηγικοί αναλυτές εκτιμούν ότι σε ενδεχόμενη περίοδο στρατιωτικής και οικονομικής κρίσης οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα σταματήσουν την προμήθεια πετρελαίου και μεταλλευμάτων προς την Κίνα. Το αμερικανικό ναυτικό ενδέχεται να αποκλείσει την πρόσβαση της Κίνας σε ζωτικές -από στρατηγική άποψη- θαλάσσιες γραμμές. Η καθολική παρουσία του δολαρίου στο διεθνές εμπόριο και τις χρηματοδοτήσεις, δίνει επίσης στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να πλήξουν τα συμφέροντα της Κίνας, είτε σκοπίμως είτε ως αποτέλεσμα ενεργειών της αμερικανικής κυβέρνησης με στόχο την επίλυση δημοσιονομικών προβλημάτων, τυπώνοντας δολάρια ή αυξάνοντας τον δανεισμό, δηλαδή ενέργειες που θα μειώσουν την αξία των κινεζικών εξαγωγών σε δολάρια και των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας.
Οι Κινέζοι αναλυτές πιστεύουν επίσης ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν ισχυρά ιδεολογικά όπλα και την προθυμία να τα χρησιμοποιήσουν. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν από τη θέση τους ως κυρίαρχης δύναμης, για να εδραιώσουν τις αμερικανικές αρχές στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και σε άλλα διεθνή όργανα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να εγκαθιδρύσουν αυτό που η Κίνα θεωρεί ως δυτικού τύπου δημοκρατίες, στην Ιαπωνία και, τελικά, στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν και αλλού. Κινέζοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις ιδέες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να απονομιμοποιήσουν και να αποσταθεροποιήσουν καθεστώτα που ασπάζονται διαφορετικές αξίες, όπως ο σοσιαλισμός και ο ασιατικού τύπου αναπτυξιακός αυταρχισμός. Σύμφωνα με τον Λι Κουν, μέλος της Επαρχιακής Κομματικής Επιτροπής της Σαντόνγκ και ανερχόμενο αστέρα του Κομμουνιστικού Κόμματος, «ο πραγματικός σκοπός [των Αμερικανών] δεν είναι να προστατεύσουν τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά να χρησιμοποιήσουν αυτό το πρόσχημα για να επηρεάσουν και να περιορίσουν την υγιή οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και να αποσοβήσουν τον κίνδυνο κατά της παγκόσμιας ηγεμονίας [τους] από τον πλούτο και τη δύναμη της Κίνας».
Πολλοί Κινέζοι αναλυτές πιστεύουν ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποκαλύφθηκε η ρεβιζιονιστική δύναμη των ΗΠΑ και η πρόθεσή τους να αναμορφώσουν το διεθνές περιβάλλον προς μεγαλύτερο όφελός τους. Αποδείξεις υπάρχουν παντού, κατά τους Κινέζους: στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, στις αμερικανικές επεμβάσεις στον Παναμά, στην Αϊτή, στη Βοσνία και στο Κόσοβο, στον πόλεμο του Κόλπου, στο Αφγανιστάν, στην εισβολή στο Ιράκ. Στη σφαίρα της οικονομίας, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ενισχύσουν την πλεονεκτική τους θέση, ασκώντας πιέσεις για ελεύθερο εμπόριο, υποτιμώντας την αξία του δολαρίου, αναγκάζοντας άλλες χώρες να χρησιμοποιούν το δολάριο για τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και εξωθώντας τις αναπτυσσόμενες χώρες να αναλάβουν δυσανάλογο μερίδιο του κόστους για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Και αυτό που ίσως είναι το πιο ενοχλητικό για την Κίνα: οι ΗΠΑ φανέρωσαν τα επιθετικά σχέδιά τους όταν ενίσχυσαν τις λεγόμενες πολύχρωμες επαναστάσεις στη Γεωργία, στην Ουκρανία και στο Κιργιστάν. Όπως έγραψε το 2005 ο Λιου Τζιανφέι, διευθυντής του τμήματος διεθνών σχέσεων της Κεντρικής Κομματικής Σχολής του Κ.Κ.Κίνας, «οι ΗΠΑ ανέκαθεν εναντιώνονταν στις κομμουνιστικές ‘‘κόκκινες’’ και μισούσαν τις ‘‘πράσινες’’ επαναστάσεις στο Ιράν και σε άλλα ισλαμικά κράτη. Αυτό που τις ενδιαφέρει δεν είναι η ‘‘επανάσταση’’ αλλά το ‘‘χρώμα’’. Υποστήριξαν τη ροζ επανάσταση, την πορτοκαλί και την επανάσταση της τουλίπας, επειδή εξυπηρετούσαν τη στρατηγική της προώθησης της δημοκρατίας». Κατά την άποψη του Λιου και άλλων κορυφαίων Κινέζων αναλυτών, οι ΗΠΑ ελπίζουν «να διαδώσουν και αλλού τη δημοκρατία και να βάψουν μπλε όλη την υφήλιο».
Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΤΑΪΒΑΝ
Αν και συνήθως οι Αμερικανοί πανεπιστημιακοί και σχολιαστές θεωρούν ότι κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι αμερικανο-κινεζικές σχέσεις διέρχονται μια μακρά και αργή περίοδο εξομάλυνσης, η άποψη του Πεκίνου είναι ότι οι ΗΠΑ φέρθηκαν πάντοτε βάναυσα στην Κίνα. Από το 1950 μέχρι το 1972, οι ΗΠΑ επιχείρησαν να την περιορίσουν και να την απομονώσουν. Μεταξύ άλλων ενεργειών, έπεισαν τους περισσότερους συμμάχους τους να αρνηθούν στην ηπειρωτική Κίνα τη διπλωματική αναγνώριση, οργάνωσαν εμπορικό αποκλεισμό σε βάρος της, βοήθησαν να γίνει πολυπληθέστερος ο ιαπωνικός στρατός, επενέβησαν στον πόλεμο της Κορέας, υποστήριξαν το αντίπαλο καθεστώς της Ταϊβάν και τους αυτονομιστές του Θιβέτ που αντιμάχονται τον κινεζικό έλεγχο στην περιοχή τους και έφθασαν μέχρι το σημείο να απειλήσουν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης των στενών της Ταϊβάν το 1958. Οι Κινέζοι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η κινεζική πολιτική των ΗΠΑ άλλαξε από το 1972. Διατρανώνουν, όμως, ότι αυτή η αλλαγή στάσης υπήρξε αποκλειστικά αποτέλεσμα της προσπάθειας των ΗΠΑ ν’ αντισταθμίσουν τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης και αργότερα ν’ αποκομίσουν οικονομικά οφέλη κάνοντας επιχειρήσεις στην Κίνα. Ακόμη και τότε, οι ΗΠΑ συνέχισαν να εργάζονται κατά της ανόδου της Κίνας, χρησιμοποιώντας την Ταϊβάν σαν στρατηγικό περισπασμό, συμβάλλοντας στην αύξηση του ιαπωνικού στρατού, εκσυγχρονίζοντας τις ναυτικές τους δυνάμεις και ασκώντας πιέσεις στην Κίνα για το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι Κινέζοι διδάχθηκαν πολλά για την αμερικανική πολιτική απέναντι στη χώρα τους, από τους επανειλημμένους κύκλους διαπραγματεύσεων που διεξήγαγαν με την Ουάσιγκτον. Στις συνομιλίες σε επίπεδο πρεσβευτών κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, στις διαπραγματεύσεις σχετικά με τον έλεγχο των εξοπλισμών τις δεκαετίες 1980 και 1990, στις συνομιλίες σχετικά με την προσχώρηση της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στη δεκαετία του 1990 και στις διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή στη δεκαετία που ακολούθησε, οι Κινέζοι έκριναν ότι οι Αμερικανοί ήταν συνεχώς απαιτητικοί και ανυποχώρητοι. Όμως, τον πιο αποφασιστικό ρόλο για να κατανοήσουν οι Κινέζοι την αμερικανική πολιτική, έπαιξαν οι τρεις κύκλοι διαπραγματεύσεων για την Ταϊβάν, το 1971-72, το 1978-79 και το 1982, που ως αποτέλεσμα είχαν να καταλήξουν σε ένα «πλαίσιο ανακοινωθέντων», το οποίο μέχρι σήμερα διέπει την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ταϊβάν. Όταν άρχισε η διαδικασία της αμερικανο-κινεζικής επαναπροσέγγισης, οι Κινέζοι πολιτικοί πίστεψαν ότι η Ουάσιγκτον θα εγκατέλειπε την πολιτική στήριξης της Ταϊβάν, ως αντάλλαγμα των πλεονεκτημάτων που θα προέκυπταν από την καθιέρωση φυσιολογικών διακρατικών σχέσεων με το Πεκίνο. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, οι Αμερικανοί έδειχναν πρόθυμοι να προχωρήσουν σ’ αυτό το βήμα. Όμως, δεκαετίες έχουν περάσει και, σύμφωνα με την άποψη του Πεκίνου, οι ΗΠΑ παραμένουν το βασικό εμπόδιο για την επανένωση με την Ταϊβάν.
Όταν ο Νίξον επισκέφθηκε την Κίνα το 1972, είχε πει στους Κινέζους ότι ήταν πρόθυμος να θυσιάσει την Ταϊβάν, επειδή δεν είχε πια στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ, αλλά πρόσθεσε ότι δεν μπορούσε να ενεργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση πριν από την επανεκλογή του για μια δεύτερη θητεία. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, συμφώνησαν να υπογράψουν το Ανακοινωθέν της Σαγκάης του 1972, παρά το γεγονός ότι αυτό περιελάμβανε μονομερή αμερικανική διακήρυξη ότι «επαναβεβαιώνεται το ενδιαφέρον για ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν», μια διατύπωση που στη διπλωματική γλώσσα των Αμερικανών σήμαινε τη δέσμευσή τους να αποτρέψουν κάθε απόπειρα της ηπειρωτικής Κίνας να ξαναπάρει με τη βία την Ταϊβάν. Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, ο Νίξον παραιτήθηκε προτού κατορθώσει να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με το Πεκίνο και ο διάδοχός του, Τζέραλντ Φορντ, υπήρξε πολύ αδύναμος πολιτικά για να εκπληρώσει την υπόσχεση του Νίξον.
Όταν ο επόμενος πρόεδρος, Τζίμυ Κάρτερ, θέλησε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με την Κίνα, οι Κινέζοι επέμεναν σε μια ξεκάθαρη ρήξη των ΗΠΑ με την Ταϊβάν. Το 1979, οι ΗΠΑ κατέληξαν σε αμυντική συμφωνία με την Ταϊβάν αλλά και πάλι εξέδωσαν μονομερή ανακοίνωση επαναβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους σε μια «ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν». Τότε το Κογκρέσο εξέπληξε τους πάντες, τόσο τους Κινέζους όσο και την αμερικανική κυβέρνηση, ψηφίζοντας τον Νόμο για τις σχέσεις με την Ταϊβάν (Taiwan Relations Act), ο οποίος επιβάλλει στις ΗΠΑ να «διατηρήσουν τις θέσεις [τους] ... να εναντιωθούν απέναντι σε κάθε μορφή βίας ή καταναγκασμού που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ... του λαού της Ταϊβάν». Για μία ακόμη φορά, η πρόθεση εκφοβισμού ήταν σαφής.
Όταν το 1982 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν επεδίωξε στενότερες σχέσεις με το Πεκίνο για να δημιουργήσει απειλητικό περιβάλλον πιέσεων απέναντι στη Μόσχα, η Κίνα αξίωσε από τις ΗΠΑ να υπογράψουν ένα άλλο Ανακοινωθέν, το οποίο δέσμευε την Ουάσιγκτον για σταδιακή μείωση των πωλήσεων όπλων στην Ταϊβάν. Όμως, από τη στιγμή που η συμφωνία κατοχυρώθηκε, οι Αμερικανοί έθεσαν ως σημείο αναφοράς το έτος 1979, όταν οι πωλήσει όπλων είχαν φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο. Υπολόγισαν τις ετήσιες μειώσεις σε ένα αμελητέο ποσοστό, προσαρμόζοντας τον πληθωρισμό έτσι ώστε στην πραγματικότητα να πρόκειται για αυξήσεις και όχι για μειώσεις. Ισχυρίστηκαν ότι τα πλέον προηγμένα οπλικά συστήματα που πούλησαν στην Ταϊβάν ήταν ποιοτικά ισοδύναμα με παλαιότερα συστήματα και επέτρεψαν σε εμπορικές επιχειρήσεις να συνεργαστούν με τη βιομηχανία εξοπλισμών της Ταϊβάν, βαφτίζοντας μεταφορά τεχνολογίας τις πωλήσεις όπλων. Μέχρι τη στιγμή που τον Απρίλιο του 2001 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ενέκρινε την πώληση μεγάλου πακέτου προηγμένων όπλων στην Ταϊβάν, το Ανακοινωθέν του 1982 είχε παραμείνει νεκρό γράμμα. Εν τω μεταξύ, όσο καιρό οι ΗΠΑ παρέτειναν τη εμπλοκή τους στην Ταϊβάν, η χώρα προχώρησε σε εκδημοκρατισμό του καθεστώτος της, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί περισσότερο η προοπτική της ενοποίησης με την Κίνα.
Αναδιφώντας αυτήν την ιστορία, οι Κινέζοι στρατηγικοί αναλυτές διερωτώνται γιατί οι ΗΠΑ παραμένουν τόσο αφοσιωμένες στην Ταϊβάν. Αν και συχνά οι Αμερικανοί υποστηρίζουν ότι υπερασπίζονται απλώς έναν πιστό δημοκρατικό σύμμαχο, οι περισσότεροι Κινέζοι βλέπουν στρατηγικά κίνητρα πίσω από αυτήν τη συμπεριφορά της Ουάσιγκτον. Πιστεύουν ότι με το να διατηρούν ανοιχτό το πρόβλημα της Ταϊβάν, οι Αμερικανοί επιτυγχάνουν να περιορίζουν την ανεξαρτησία της Κίνας. Σύμφωνα με τον Λούο Γιουάν, συνταξιούχο στρατηγό και αναπληρωτή γενικό γραμματέα της κινεζικής Εταιρείας Στρατιωτικών Επιστημών, οι ΗΠΑ επί μακρόν χρησιμοποίησαν την Ταϊβάν «σαν πιόνι για να ανακόψουν την άνοδο της Κίνας».
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΥ
Η ψήφιση του νόμου για τις σχέσεις με την Ταϊβάν σήμανε την έναρξη μιας σκληρής στάσης του Κογκρέσου στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα. Αυτό το γεγονός εξακολουθεί να δυσχεραίνει τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο. Δέκα χρόνια αργότερα, τα γεγονότα του 1989 στην πλατεία Τιανανμέν, και λίγο αργότερα η λήξη του Ψυχρού Πολέμου, έγιναν αιτία ν’ αλλάξουν οι όροι του διαλόγου στις ΗΠΑ. Η Κίνα θεωρούνταν καθεστώς σε διαδικασία φιλελευθεροποίησης. Μετά την Τιανανμέν, η Κίνα μεταμορφώθηκε σε αταβιστική δικτατορία. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποδυνάμωσε τη στρατηγική ανάγκη συνεργασίας με το Πεκίνο. Επιπλέον, οι εντεινόμενοι αμερικανο-κινεζικοί οικονομικοί δεσμοί άρχισαν να προκαλούν τριβές πάνω σε ζητήματα όπως η υπερφόρτωση της αμερικανικής αγοράς με φθηνά κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα και η πειρατεία κατά της αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας. Ύστερα από δεκαετίες συναίνεσης στις ΗΠΑ πάνω στο ζήτημα της Κίνας, η τελευταία εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, εν μέρει λόγω των ισχυρών προσπαθειών υπεράσπισής της από ομάδες συμφερόντων, που καθιστούν βέβαιη τη συνεχιζόμενη παρουσία της Κίνας στην ατζέντα του Κογκρέσου.
Πράγματι, από την εποχή της πλατείας Τιανανμέν η Κίνα προσήλκυσε, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, την προσοχή αμερικανικών ομάδων συμφερόντων. Το πολιτικό σύστημα της Κίνας προκαλεί αντιδράσεις από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εφαρμοζόμενες πρακτικές ελέγχου του πληθυσμού κάνουν να ξεσπάσει η οργή του κινήματος κατά των αμβλώσεων. Το κλείσιμο των ναών θεωρείται προσβλητικό για τους χριστιανούς Αμερικανούς. Οι φθηνές εξαγωγές της Κίνας πυροδοτούν αιτήματα των συνδικάτων για προστασία. Η μεγάλη χρήση άνθρακα και η μαζική κατασκευή φραγμάτων για παραγωγή ενέργειας κάνει τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να ξεσπαθώνουν, ενώ η αχαλίνωτη πειρατεία και η πλαστογραφία εξαγριώνουν τις βιομηχανίες κινηματογράφου, σόφτγουερ και φαρμάκων. Αυτή ακριβώς η έκφραση δυσαρέσκειας ενισχύει τον γενικότερο φόβο της «κινεζικής απειλής», που διαποτίζει τον αμερικανικό πολιτικό λόγο. Κατά τους Κινέζους, πρόκειται για έναν φόβο που όχι μόνο προσκρούει στις νόμιμες κινεζικές βλέψεις αλλά και που, από μόνος του, αποτελεί ένα είδος απειλής για την Κίνα.
Ασφαλώς υπάρχουν και κύκλοι του Κογκρέσου, δεξαμενές σκέψης, μέσα ενημέρωσης και πανεπιστημιακοί, που τοποθετούνται ευνοϊκά απέναντι στην Κίνα, υποστηρίζοντας ότι η συνεργασία είναι σημαντική για τους Αμερικανούς αγρότες, τους εξαγωγείς, τις τράπεζες και τη Γουόλ Στριτ ή επειδή πιστεύουν ότι ζητήματα όπως η Νότια Κορέα και η κλιματική αλλαγή είναι πιο σημαντικά από ό,τι διαμάχες γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τη θρησκεία. Ενδέχεται μακροπρόθεσμα οι υπέρμαχοι της Κίνας ν’ αποδειχθούν ισχυρότεροι από τους επικριτές της, αλλά η τάση τους είναι να εργάζονται παρασκηνιακά. Όμως, για τους Κινέζους αναλυτές που προσπαθούν να βγάλουν νόημα από την πλειάδα των απόψεων που εκφράζονται στην αμερικανική πολιτική κοινότητα, οι πιο δυνατές φωνές είναι αυτές που ακούγονται καλύτερα και τα σημάδια είναι ανησυχητικά.
ΖΑΧΑΡΩΜΕΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ
Στην προσπάθειά τους να εξακριβώσουν τις αμερικανικές προθέσεις, οι Κινέζοι αναλυτές μελετούν επίσης τις κατά καιρούς πολιτικές δηλώσεις υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών. Λόγω της φύσης του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, οι Κινέζοι αναλυτές πιστεύουν ότι τέτοιες δηλώσεις είναι αξιόπιστες ενδείξεις για τις κατευθύνσεις της αμερικανικής στρατηγικής. Θεωρούν ότι συχνά οι δηλώσεις κάνουν δύο πράγματα: επιδιώκουν να διαβεβαιώσουν το Πεκίνο ότι οι προθέσεις της Ουάσιγκτον είναι καλοκάγαθες, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν να διαβεβαιώσουν την αμερικανική κοινή γνώμη ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν ποτέ στην Κίνα ν’ αναπτυχθεί τόσο ώστε να βλάψει τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυτός ο συνδυασμός κάνει τους Κινέζους να χαρακτηρίζουν ως «ζαχαρωμένες απειλές» αυτές τις δηλώσεις.
Το 2005, για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Ζέλικ, τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, προέβη σε σημαντική ανακοίνωση για την πολιτική της χώρας απέναντι στην Κίνα, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση Τζορτζ Μπους. Διαβεβαίωσε τους Αμερικανούς ότι οι ΗΠΑ θα «επιχειρήσουν να αποτρέψουν κάθε στρατιωτικό ανταγωνιστή τους από την ανάπτυξη μαχητικής ικανότητας που θα του επέτρεπε περιφερειακή ηγεμονία ή εχθρική ενέργεια κατά των ΗΠΑ ή άλλων φιλικών τους χωρών». Εξήγησε, όμως, ότι η άνοδος της Κίνας δεν αποτελεί απειλή, επειδή η Κίνα «δεν επιδιώκει να διασπείρει ριζοσπαστικές αντιαμερικανικές ιδεολογίες, δεν θεωρεί ότι διεξάγει θανάσιμο αγώνα κατά του καπιταλισμού» και «δεν πιστεύει ότι το μέλλον της συναρτάται από την ανατροπή της θεμελιώδους τάξης του διεθνούς συστήματος». Σε αυτήν τη βάση, είπε, οι δύο πλευρές μπορούν να διατηρούν μια «σχέση συνεργασίας». Όμως η συνεργασία θα εξαρτηθεί από ορισμένες προϋποθέσεις. Η Κίνα θα πρέπει να καθησυχάσει αυτό που ο Ζέλικ αποκάλεσε «πηγάδι της αγωνίας» στις ΗΠΑ, μια αγωνία που πηγάζει από την άνοδο της χώρας. Η Κίνα θα πρέπει «να δικαιολογήσει τις αμυντικές της δαπάνες, τις προθέσεις της, τις αρχές της και τις στρατιωτικές ασκήσεις της», να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ και να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον όσον αφορά το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Μα, πάνω απ’ όλα, συμβούλευσε ο Ζέλικ, η Κίνα θα πρέπει να εγκαταλείψει την πολιτική των «κλειστών θυρών». Κατά την άποψη των ΗΠΑ, δήλωσε, «η Κίνα έχει ανάγκη από ήπια πολιτική μετάβαση, που θα καταστήσει την κυβέρνησή της υπεύθυνη και υπόλογη απέναντι στον λαό της».
Τις ίδιες ιδέες διατύπωσε, με ελαφρώς πιο ευγενική γλώσσα, η κυβέρνηση Ομπάμα. Το 2009, στην πρώτη σημαντική κυβερνητική ομιλία με θέμα την Κίνα, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Στάινμπεργκ, εισήγαγε την αρχή της «στρατηγικής επιβεβαίωσης», την οποία καθόρισε με τον ακόλουθο τρόπο: «Με τον ίδιο τρόπο που εμείς και οι σύμμαχοί μας είμαστε έτοιμοι να χαιρετίσουμε την είσοδο της Κίνας ... στις τάξεις των ευημερούντων και επιτυχημένων δυνάμεων, έτσι και η Κίνα πρέπει να βεβαιώσει τον υπόλοιπο κόσμο ότι η ανάπτυξή της και ο αυξανόμενος παγκόσμιος ρόλος της δεν θα συντελεσθούν σε βάρος της ασφάλειας και της ευημερίας τους». Θα χρειαστεί η Κίνα να «διαβεβαιώσει τους άλλους ότι αυτή η ανάπτυξη δεν συνιστά απειλή», θα χρειαστεί «να επεκτείνει τη διαφάνεια στα στρατιωτικά πράγματα, ώστε επαναβεβαιώσει σχετικά με τις προθέσεις της όλες τις χώρες της υπόλοιπης Ασίας και του κόσμου» και να καταδείξει ότι «σέβεται το κράτος δικαίου και τα διεθνή πρότυπα». Κατά τη γνώμη των Κινέζων αναλυτών, τέτοιες δηλώσεις στέλνουν το μήνυμα ότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί συνεργασία με τους δικούς της όρους, θέλει να τρομοκρατήσει το Πεκίνο, ώστε να μην προχωρήσει σε ανάπτυξη αμυντικής ικανότητας υπεράσπισης των συμφερόντων του και αποσκοπεί στην προώθηση αλλαγών στον χαρακτήρα του κινεζικού καθεστώτος.
Βέβαια, η καχυποψία του Πεκίνου απέναντι στην Ουάσιγκτον θα πρέπει ν’ αντιπαλέψει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει τόσα πολλά για να συμβάλουν στην πρόοδο της Κίνας. Κατά τους Κινέζους αναλυτές, όμως, η ιστορία δίνει την απάντηση σ’ αυτό το παράδοξο. Πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ συγκράτησαν την Κίνα για όσο διάστημα μπορούσαν. Όταν ενδυναμώθηκε η Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν με την Κίνα, για να ενισχύσουν τη δύναμή τους απέναντι στη Μόσχα. Από τη στιγμή που έγινε αυτό, οι ΗΠΑ πίστεψαν ότι ο σύνδεσμός τους με την Κίνα θα σήμαινε για μεν την Κίνα στροφή προς τη δημοκρατία για δε τις ΗΠΑ επανάκτηση της στρατηγικής τους βάσης στην ηπειρωτική Ασία, μια βάση που η Ουάσιγκτον είχε χάσει το 1949, όταν οι κομμουνιστές θριάμβευσαν στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο.
Η βραδεία επαναπροσέγγιση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο δεν γεννήθηκε από ιδεαλισμό ή γενναιοδωρία, σύμφωνα με τους Κινέζους. Αντιθέτως, η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε έτσι ώστε οι ΗΠΑ να επωφεληθούν από το οικονομικό άνοιγμα της Κίνας, με τη συμπίεση των κερδών από επενδύσεις, κατανάλωση φθηνών κινεζικών προϊόντων και δανεισμό χρημάτων για τη στήριξη του αμερικανικού εμπορίου και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Κι ενώ, λοιπόν, απολάμβαναν τα εδέσματα στο τραπέζι των Κινέζων, οι Αμερικανοί στρατηγικοί αναλυτές υποτιμούσαν τον κίνδυνο από την άνοδο της Κίνας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τώρα που οι ΗΠΑ εκλαμβάνουν την Κίνα ως απειλή, δεν έχουν πλέον έναν ρεαλιστικό τρόπο για να εμποδίσουν τη συνέχιση της ανάπτυξής της, πιστεύουν οι ίδιοι Κινέζοι αναλυτές. Από αυτήν την άποψη, η αμερικανική στρατηγική της δέσμευσης απέτυχε, δικαιώνοντας την ορθότητα της συμβουλής του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, ο οποίος το 1991 τάχθηκε υπέρ μιας στρατηγικής, την οποία συνόψιζε στη φράση: «κρύβουμε τα φώτα μας, προετοιμάζουμε τη δύναμή μας». Έχοντας, λοιπόν, ν’ αντιμετωπίσουν μια Κίνα που έχει φτάσει πολύ μακριά για να μπορεί πλέον να σταματήσει, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη κάνουν: να απαιτούν συνεργασία με αμερικανικούς όρους, να απειλούν την Κίνα, να επιδιώκουν τη στρατιωτική εξισορρόπηση και να προσπαθούν ν’ αλλάξουν το καθεστώς στη χώρα.
ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ ΡΕΑΛΙΣΤΗ;
Παρά τις απόψεις που εκφράστηκαν ανωτέρω, η επικρατούσα τάση στην κινεζική στρατηγική δεν τάσσεται υπέρ μιας πρόκλησης κατά των ΗΠΑ στο άμεσο μέλλον. Οι στρατηγικοί αναλυτές αναμένουν ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν στην παγκόσμια ηγεμονική τους θέση για μια σειρά δεκαετιών, παρά τις -κατά την εκτίμησή τους- πρώτες ενδείξεις παρακμής. Προς το παρόν, όπως περιγράφει ο καθηγητής της Σχολής Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, Γουάνγκ Γισί, «η υπερδύναμη εμφανίζεται πιο ισχυρή ενώ οι πολλές μεγάλες δυνάμεις λιγότερο ισχυρές». Εν τω μεταξύ, ΗΠΑ και Κίνα γίνονται ολοένα και πιο ανεξάρτητες οικονομικά και διαθέτουν τη στρατιωτική ικανότητα να βλάψουν η μία την άλλη. Σ’ αυτήν την αμοιβαία τρωτότητα εναπόκειται μεσοπρόθεσμα η μεγαλύτερη ελπίδα για συνεργασία. Ο φόβος του ενός για τον άλλον κρατά ζωντανή την ανάγκη της συνεργασίας.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η καλύτερη εναλλακτική λύση τόσο για την Κίνα όσο και για τη Δύση είναι να δημιουργηθεί μια νέα ισορροπία δυνάμεων, που να συντηρεί το ισχύον παγκόσμιο σύστημα, αλλά με διευρυμένο τον ρόλο της Κίνας. Η Κίνα έχει κάθε λόγο να ζητά κάτι τέτοιο. Ακόμη κι αν αναδειχθεί σε πρώτη οικονομική δύναμη παγκοσμίως, η ευημερία της θα παραμείνει εξαρτημένη από την ευημερία των διεθνών αντιπάλων της (και αντίστροφα), περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Όσο πλουσιότερη γίνεται η Κίνα, τόσο μεγαλύτερο θα γίνεται το μερίδιό της στην ασφάλεια των θαλάσσιων γραμμών, στη σταθερότητα του παγκόσμιου εμπορίου και της χρηματοοικονομικής κατάστασης, στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, τον έλεγχο της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής και τη συνεργασία για την παγκόσμια υγεία. Η Κίνα δεν θα πάει μπροστά χωρίς την παράλληλη ευημερία των αντιπάλων της. Και οι Κινέζοι αναλυτές θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα -από το κράτος δικαίου, την περιφερειακή σταθερότητα και τον ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό- δεν απειλούν την κινεζική ασφάλεια.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να ενθαρρύνουν την Κίνα να αποδεχθεί αυτή τη νέα ισορροπία, με τη χάραξη σαφών πολιτικών κατευθύνσεων, που θα ανταποκρίνονται στις δικές της ανάγκες ασφάλειας χωρίς να απειλούνται και οι ανάγκες της Κίνας. Καθώς η Κίνα ανεβαίνει, δοκιμάζει τα όρια αντοχής των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να πιέσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να διαμορφώσει εκείνη τα όρια ανάπτυξης της κινεζικής ισχύος. Όμως αυτό πρέπει να γίνει με ψυχρό επαγγελματισμό και όχι με εριστική ρητορεία. Η φιλοπόλεμη προεκλογική συζήτηση σχετικά με εμπορικούς πολέμους και στρατηγικό ανταγωνισμό, αφενός παίζει με τους φόβους του Πεκίνου και αφετέρου υπονομεύει την απαραίτητη προσπάθεια για συναίνεση στη βάση κοινών συμφερόντων. Οπωσδήποτε, η χρήση τέτοιας ρητορείας δεν είναι μια ρεαλιστική επιλογή. Αντιθέτως, συνεπάγεται διακοπή των αμοιβαία επωφελών οικονομικών δεσμών και κολοσσιαίες δαπάνες για τον στρατηγικό εγκλωβισμό της Κίνας, με αποτέλεσμα η τελευταία να καταφύγει σε ανταγωνιστικές αντιδράσεις.
Παρά ταύτα, τα σχετιζόμενα με την Κίνα αμερικανικά συμφέροντα δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και θα πρέπει να επαναβεβαιωθούν: σταθερή και ευημερούσα Κίνα, επίλυση του ζητήματος της Ταϊβάν με όρους που οι πολίτες της τελευταίας αποδέχονται, ελεύθερη ναυσιπλοΐα στις θάλασσες που βρέχουν την Κίνα, ασφάλεια της Ιαπωνίας και των άλλων ασιατικών συμμάχων, ανοιχτή παγκόσμια οικονομία και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να στηρίξουν αυτές τις προτεραιότητες με αξιόπιστη ισχύ, ιδιαιτέρως σε δύο τομείς. Πρώτον, οι ΗΠΑ θα πρέπει να διατηρήσουν τη στρατιωτική κυριαρχία τους στον δυτικό Ειρηνικό, συμπεριλαμβανομένων των Θαλασσών της Ανατολικής και της Νότιας Κίνας. Για να το πετύχει η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει την αναβάθμιση της στρατιωτικής της ικανότητας, να διατηρήσει τις περιφερειακές αμυντικές συμμαχίες της και ν’ απαντήσει με αυτοπεποίθηση στις προκλήσεις. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επαναβεβαιώσει το Πεκίνο ότι αυτές οι κινήσεις σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν μια ισορροπία κοινών συμφερόντων και όχι να απειλήσουν την Κίνα. Αυτή η επιβεβαίωση μπορεί να επιτευχθεί με ενίσχυση των υφισταμένων μηχανισμών για τη διαχείριση αμερικανο-κινεζικών στρατιωτικών αλληλεπιδράσεων. Για παράδειγμα, η ισχύουσα στρατιωτική συμφωνία (Military Maritime Consultative Agreement), θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον σχεδιασμό διαδικασιών που θα επιτρέψουν σε αμερικανικά και κινεζικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία να επιχειρούν με ασφάλεια όταν βρίσκονται σε κοντινή απόσταση.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ οφείλουν να συνεχίσουν να αποκρούουν τις κινεζικές προσπάθειες να επηρεάσουν νομικά καθεστώτα ανά τον κόσμο, με τρόπους που δεν υπηρετούν τα συμφέροντα της Δύσης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το σύνολο των παγκόσμιων κανόνων και θεσμών που θα συμβάλουν στον καθορισμό της ανθεκτικότητας της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, την οποία οι ΗΠΑ επί μακρόν επεδίωξαν να διατηρήσουν.
Η Κίνα δεν έχει εξασφαλίσει φωνή ισότιμη με εκείνη των ΗΠΑ σε μια υποθετική Κοινότητα του Ειρηνικού ή ένα ρόλο σε μια παγκόσμια συγκυριαρχία, ως εταίρος σε ένα G-2. Η Κίνα δεν πρόκειται να ηγηθεί του κόσμου, εκτός αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από αυτόν, ούτε η άνοδός της θ’ αποτελέσει απειλή για τις ΗΠΑ και τον κόσμο, εκτός αν το επιτρέψει η Ουάσιγκτον. Η καλύτερη αμερικανική στρατηγική για την Κίνα αρχίζει από το εσωτερικό των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει στον δρόμο της στρατιωτικής καινοτομίας και ανανέωσης, να ενισχύσει τις σχέσεις με τους συμμάχους της και άλλους πρόθυμους συνεργάτες, να στηρίζει συνεχώς τον διαπρεπή τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, να προστατεύει την αμερικανική πνευματική ιδιοκτησία από κατασκοπεία και κλοπή, και να ξανακερδίσει τον σεβασμό των λαών απανταχού της γης. Για όσο διάστημα οι ΗΠΑ επιλύουν τα ζητήματα στο εσωτερικό τους και παραμένουν πιστές στις αρχές τους, θα είναι σε θέση να διαχειρίζονται την άνοδο της Κίνας.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.