Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Εξαιρετικός Τ. Θεοδωρόπουλος για το επάγγελμα Ελλην


Επάγγελμα Ελλην
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Τις προάλλες αναφέρθηκα στο φιλμάκι του ΕΟΤ που επιχειρεί να διαφημίσει τη χώρα δείχνοντας θεούς και ελαφάκια. Κάτι ανάμεσα σε βιτρίνα καταστήματος τουριστικών ειδών στην Πλάκα και ντοκιμαντέρ του National Geographic, με soft αναπαραστάσεις της ελληνικής πανίδας. Εκ των υστέρων έμαθα πως οι υπεύθυνοι, μάλλον λόγω αφηρημάδας, φρόντισαν να βάλουν και σκηνές από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του χιτλερικού Βερολίνου το 1936, με αποτέλεσμα να τους πάρουν είδηση οι Αγγλοι και να γελάμε όλοι μαζί. Αναρωτιόμουν όλον αυτόν τον καιρό σε τι θα μπορούσε να αποδώσει κανείς την κοινοτοπία της εικόνας, μια «τουριστική» πολιτική η οποία δεν έχει εξελιχθεί, παρά μόνον τεχνικά, από τη δεκαετία του εξήντα με τις φωτογραφίες των ημερολογίων του ΕΟΤ. Είναι η έλλειψη δημιουργικής φαντασίας, ο απαράγωγος κομφορμισμός που διέπει τη νοοτροπία των κρατικών υπαλλήλων και εργοληπτών; Είναι ο κυνισμός του «άντε να το κάνουμε να τελειώνουμε», που τον προκαλεί η συνείδηση της σχετικής, έως πολύ σχετικής, χρησιμότητας του έργου; Δεν πιστεύω να πιστεύει κανείς πως τέτοιου είδους χειρονομίες βοηθούν την ανάπτυξη της τουριστικής πολιτικής ή αυξάνουν την προσέλευση των τουριστών στη χώρα μας; Κάποιοι δικαιολογούν την ύπαρξή τους σίγουρα. Ή μήπως αυτή η «κοινοτοπία της εικόνας» οφείλεται σε κάτι βαθύτερο, στον τρόπο που εμείς οι ίδιοι βλέπουμε τον εαυτό μας, πριν τον δείξουμε στους «άλλους», στο γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι δεν βρίσκουμε ποιο είναι το «ενδιαφέρον» που θα μπορούσαμε να προβάλουμε για να τραβήξουμε την προσοχή.
Αλήθεια, για ποιον λόγο μπορεί να προκαλέσει την προσοχή η Ελλάδα του 2014; Μήπως με την κρίση, με το γεγονός ότι πιστεύουμε πολλοί από εμάς πως είμαστε τα πειραματόζωα της Ευρώπης; Miserabilismus miserabilissimus. Τουλάχιστον, όταν περιφέραμε τα βάσανά μας στην Ευρώπη, επί δικτατορίας, προκαλούσαμε τον θαυμασμό των υπολοίπων για τα δημοκρατικά μας αισθήματα. Τώρα όμως; Πόσο ακόμη θα αντέξουμε εμείς οι ίδιοι να μιλάμε για χρέος, για επιτόκια δανεισμού, για δωσίλογους, προδότες και λοιπά ζαρζαβατικά της καθημερινότητάς μας; Οι συζητήσεις αυτές έχουν γίνει κάτι σαν επαγγελματική διαστροφή. Επάγγελμα Ελλην; Ναι, αυτός που είναι ικανός να μετατρέψει μια σημαντική αρχαιολογική ανακάλυψη, όπως αυτή της Αμφίπολης, σε καβγά καφενείου μεταξύ αρχαιολόγων και σεισμολόγων – έχουμε φτάσει να τους μπερδεύουμε, τόσο γρήγορα που εναλλάσσονται στην τηλεόραση. Και αν ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να βγούμε μέσα από τον βάλτο που μας έριξαν τα επιτόκια δανεισμού από το 2009 είναι γιατί δεν φτιάξαμε τίποτε στην κοινή μας ζωή που θα μας έδινε τη δύναμη να βγούμε. Θα μου πείτε φτιάξαμε καφετέριες, όσο μπορείς πιο άφθονες καφετέριες, για να μπορούμε να συζητάμε με όλη μας την άνεση την κρίση. Και αν δεν δείξεις τους θεούς χαλκομανία τι θα δείξεις;
Ηταν κάποτε ένας Ελληνας που δεν ήταν Ελληνας και τον έλεγαν Ζορμπά. Αυτός δεν γεννήθηκε με κρατική επιχορήγηση. Τον έπλασε ένας συγγραφέας, ο Καζαντζάκης, και τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ένας σκηνοθέτης, ο Κακογιάννης. Οι Ελληνες βάπτισαν τις ταβέρνες τους στα πιο μακρινά μέρη της οικουμένης και η μορφή του προγραμμάτισε την τουριστική πολιτική της χώρας τους. Ηταν τότε που το «επάγγελμα Ελλην» συνεπαγόταν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Ηταν τότε που η Ελλάδα ενδιέφερε τους Ελληνες, συνηθισμένους να κακοποιούν ό,τι αγαπούν. Ο Ζορμπάς ανήκει σε μιαν άλλη εποχή, και δεν έχει κανένα νόημα να τον νεκραναστήσουμε. Ομως δεν βρήκαμε τίποτε για να τον αντικαταστήσουμε. Και το επαναλαμβάνω: πρώτα εμείς πρέπει να ξαναζωντανέψουμε το ενδιαφέρον μας για τον τόπο πριν πείσουμε τους άλλους. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να πλήττει τους Ελληνες όσο τη δημόσια ζωή μονοπωλούν τα ακυρωμένα πρότυπα της πολιτικής μας ζωής.