Η εκτόξευση του «Σπούτνικ»
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΒΕΛΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η εκτόξευση του τεχνητού δορυφόρου «Σπούτνικ» από τους Σοβιετικούς στις 4 Οκτωβρίου 1957 αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα της ανθρωπότητας ως προς την εξερεύνηση του Διαστήματος.
Πέρα από την τεράστια σημασία για την επιστήμη και την ανθρωπότητα, ο «Σπούτνικ» έπαιξε καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των διεθνών εξελίξεων της εποχής και σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την πορεία του Ψυχρού Πολέμου.
Σε πολιτικό επίπεδο, η πρώτη συνέπεια της εκτόξευσης του «Σπούτνικ» είχε να κάνει με την επίτευξη σημαντικής νίκης του κομμουνιστικού κόσμου στο πεδίο της προπαγάνδας, καθώς οι αντίστοιχες προσπάθειες των ΗΠΑ υπερκεράστηκαν από τους Σοβιετικούς. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ, ήδη από τα τέλη του 1955 είχε εξαγγείλει το αμερικανικό πρόγραμμα για την κατασκευή τεχνητού δορυφόρου, το οποίο απέδωσε αποτελέσματα μόλις τον Ιανουάριο του 1958 (τρεις μήνες μετά την εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου) με την εκτόξευση του «Explorer 1». Ετσι, οι Σοβιετικοί επικαλέστηκαν προπαγανδιστικά το επίτευγμά τους που τόνιζε την έμπρακτη ανωτερότητα του κομμουνιστικού κόσμου έναντι του καπιταλιστικού στον νευραλγικό τομέα της τεχνολογίας, άρα και της γνώσης.
Η Δύση αλλάζει πυρηνική στρατηγική
Εκτός από τη σημασία του «Σπούτνικ» στο θεμελιώδες, για το ψυχροπολεμικό περιβάλλον, πεδίο της προπαγάνδας, οι συνέπειες της εκτόξευσης του τεχνητού δορυφόρου ήταν καίριες και στον τομέα της πυρηνικής στρατηγικής και της διεθνούς διπλωματίας, καθώς ο πύραυλος φορέας R-7 που χρησιμοποιήθηκε για την εκτόξευση είχε προκύψει από την εξέλιξη της τεχνολογίας διηπειρωτικών πυραύλων υπό την επιστημονική διεύθυνση του Σεργκέι Πάβλοβιτς Κορολιόβ, του αρχιτέκτονα των διαστημικών επιτευγμάτων της Σοβιετικής Ενωσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό σήμαινε ότι για πρώτη φορά από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου η ΕΣΣΔ είχε τη δυνατότητα, έστω και θεωρητικά, να πλήξει απευθείας με διηπειρωτικούς πυραύλους, που θα έφεραν πυρηνικές κεφαλές, το αμερικανικό έδαφος. Η εξέλιξη αυτή πανικόβαλε τους Αμερικανούς, οι οποίοι για πρώτη φορά στην ιστορία τους βρίσκονταν αντιμέτωποι με την αμφισβήτηση του απυρόβλητου του εδάφους τους και προκάλεσε πολλαπλάσια ανασφάλεια έναντι της ΕΣΣΔ σε σύγκριση με τους φόβους που είχε προκαλέσει από το 1949 η ανάπτυξη του σοβιετικού ατομικού όπλου. Ως συνέπεια, η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία κλήθηκε να πάρει δραστικές αποφάσεις που στόχο είχαν την αντιμετώπιση του νέου σοβιετικού κινδύνου.
«Μαζικά αντίποινα»
Η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ, η οποία βρισκόταν στην εξουσία από τον Ιανουάριο του 1953 είχε υιοθετήσει, στο πλαίσιο της πολιτικής της «ανάσχεσης» του κομμουνιστικού κόσμου, τη στρατιωτική στρατηγική των «μαζικών αντιποίνων», σύμφωνα με την οποία ενδεχόμενη επίθεση κατά των ΗΠΑ ή/και των συμμάχων τους θα ενεργοποιούσε μία ασύμμετρη και μαζική πυρηνική ανταπόδοση στα πολιτικά και οικονομικά κέντρα του εχθρού. Η στρατηγική αυτή είχε αμυντικό χαρακτήρα και η δημοσιοποίησή της στόχευε στην αποτροπή ενδεχόμενης επίθεσης από την ΕΣΣΔ, με το σκεπτικό ότι η σοβιετική ηγεσία γνώριζε ότι οποιαδήποτε στρατιωτική επιθετικότητα από μέρους της ενείχε τον άμεσο κίνδυνο της κλιμάκωσης σε ένα γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Επιπροσθέτως, κεντρικό κίνητρο πίσω από την υιοθέτηση του δόγματος των «μαζικών αντιποίνων» ήταν η αντίληψη των Αμερικανών, αλλά και των Βρετανών, ότι σε έναν «μακρύ» Ψυχρό Πόλεμο οι στρατιωτικές και οικονομικές ανάγκες του δυτικού κόσμου έπρεπε να εξισορροπηθούν: κατά τους Αμερικανούς και Βρετανούς ιθύνοντες, η Δύση είχε πλέον καταφέρει να απομακρύνει τον κίνδυνο άμεσης σοβιετικής επίθεσης και επομένως η ψυχροπολεμική διαμάχη θα εξελισσόταν σε βάθος χρόνου και ως κρίσιμο πεδίο της, αναδεικνύονταν οι οικονομικές και όχι οι άμεσες στρατιωτικές δυνατότητες κάθε συνασπισμού.
Το δόγμα των «μαζικών αντιποίνων», το οποίο υιοθετήθηκε και από το ΝΑΤΟ, δεν σήμαινε μόνο τη χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων αλλά και τακτικών: η αντιμετώπιση των επίγειων σοβιετικών δυνάμεων θα συμπεριελάμβανε τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, τα οποία αποτελούσαν το βασικότερο μέσο για την εξισορρόπηση της τεράστιας ανωτερότητας των Σοβιετικών σε συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η στρατηγική των «μαζικών αντιποίνων» άρχισε να χάνει την αξιοπιστία της λόγω της αυξανόμενης πυρηνικής δυνατότητας της ΕΣΣΔ, γεγονός που αποτέλεσε το βασικό πρόβλημα των ενδονατοϊκών σχέσεων, καθώς οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν πως η επιβίωσή τους εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον Αμερικανό πρόεδρο που ήλεγχε την αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα». Παράλληλα, η ένταση του ανταγωνισμού των πυρηνικών εξοπλισμών ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις άνοιξε νέα διπλωματικά μέτωπα για τη Δυτική Συμμαχία. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσαν μόνες τους να επωμίζονται το βάρος της κοινής άμυνας του δυτικού κόσμου. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να ζητούν επιτακτικά τη συμμετοχή τους στην πυρηνική αποτροπή, ώστε να μπορούν και αυτοί να παίζουν ουσιαστικό ρόλο σε αποφάσεις ζωτικής σημασίας. Ετσι, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ οδηγήθηκε στην απόφαση της εγκατάστασης πυρηνικών αποθεμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο από το 1954 με την αναθεώρηση του McMahon Act, το οποίο από το 1946 απαγόρευε την οποιαδήποτε μετάδοση πληροφοριών αναφορικά με τα πυρηνικά όπλα. Το ζήτημα, όμως, που θα δημιουργούσε εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ και θα ταλάνιζε την Ατλαντική Συμμαχία για σχεδόν μία δεκαετία αφορούσε τον έλεγχο των όπλων αυτών.
Κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της Ατλαντικής Συμμαχίας
Η εκτόξευση του «Σπούτνικ» ήρθε την κατάλληλη στιγμή και καθόρισε τις εξελίξεις εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας, καθώς είχε άμεσο αντίκτυπο στις αντιλήψεις των Ευρωπαίων όσον αφορά τον ρόλο των ΗΠΑ στην προάσπιση των ευρωπαϊκών εδαφών: εάν ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλλε σε οποιοδήποτε συμμαχικό ευρωπαϊκό έδαφος, θα διακινδύνευαν οι ΗΠΑ τη χρήση του πυρηνικού τους οπλοστασίου εφόσον γνώριζαν ότι κάτι τέτοιοι θα μπορούσε να επιφέρει σοβιετικά αντίποινα σε αμερικανό έδαφος; Ξαφνικά, βρισκόταν υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία της αμερικανικής αποτρεπτικής ικανότητας, το θεμέλιο δηλαδή της ίδιας της αμυντικής πολιτικής της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Υπό το βάρος των εξελίξεων, η κυβέρνηση Αϊζανχάουερ, μετά και από πρόταση του Λόρις Νόρσταντ, ανώτατου συμμαχικού διοικητή του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (Supreme Allied Commander Europe), αποφάσισε την προσφορά βαλλιστικών πυραύλων ενδιαμέσου βεληνεκούς (Intermediate Range Ballistic Missiles – IRBMs) στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με τη λογική ότι οι πύραυλοι αυτοί, τη στιγμή εκείνη, αποτελούσαν το πιο αξιόπιστο αποτρεπτικό μέσο λαμβάνοντας υπόψη τη τεχνολογική εξέλιξη των Σοβιετικών στον τομέα αυτό.
Οι κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της Ατλαντικής Συμμαχίας θα λαμβάνονταν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Παρίσι μεταξύ 13 και 21 Δεκεμβρίου. Εκτός από τις αποφάσεις για τους IRBMs, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι είχαν ενημερωθεί από τους Αμερικανούς και για την πρόταση περί της δημιουργίας «κοινού πυρηνικού αποθέματος» στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Τα δύο κεφαλαιώδη ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν αφορούσαν την αντίδραση των συμμάχων στην πρόταση των ΗΠΑ και στο γενικότερο ζήτημα του ελέγχου των πυρηνικών όπλων. Οπως ήταν φυσικό, το τεχνολογικό επίτευγμα της ΕΣΣΔ με την εκτόξευση του Σπούτνικ, που μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου είχε μετατραπεί και σε πολιτική νίκη έδινε στη νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής ξεχωριστή σημασία. Η Σύνοδος αποτέλεσε ουσιαστική καμπή στην ιστορία του ΝΑΤΟ καθώς τα ζητήματα που εξέτασε θα απασχολούσαν την Ατλαντική Συμμαχία, άμεσα ή έμμεσα, μέχρι τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Πέρα από την εγκατάσταση IRBMs και τη δημιουργία «κοινού πυρηνικού αποθέματος» συζητήθηκαν και άλλα μείζονα ζητήματα, όπως η παραγωγή των σύγχρονων οπλικών συστημάτων που θα οδηγούσε στην κοινή παραγωγή ενός ευρωπαϊκού IRBM, η δημιουργία κοινού προγράμματος για την επιστημονική-τεχνολογική έρευνα και εκπαίδευση, το πρόβλημα της ειρηνικής χρήσης της πυρηνικής ενέργειας και οι οικονομικές δυνατότητες των κρατών-μελών σε σχέση με τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό του ΝΑΤΟ με «εξελιγμένα» οπλικά συστήματα.
«Ευέλικτη ανταπόδοση»
Οσον αφορά τα δύο ζητήματα που είχαν να κάνουν με τα πυρηνικά όπλα, το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο έλαβε ξεχωριστές αποφάσεις. Από τη μία πλευρά, έγινε κοινώς αποδεκτή η πρόταση των ΗΠΑ για τη δημιουργία «κοινού πυρηνικού αποθέματος». Από την άλλη, η πρόταση για την εγκατάσταση αμερικανικών IRBMs δεν έγινε δεκτή από όλα τα μέλη του Συμβουλίου, και ιδίως από τις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες απέκλεισαν το ενδεχόμενο να εγκαταστήσουν IRBMs στο έδαφός τους. Επειδή, όμως, το ζήτημα των πυραύλων αποτελούσε το μείζον διακύβευμα της Διάσκεψης, οποιαδήποτε αποτυχία θα οδηγούσε το ΝΑΤΟ σε κρίση. Ετσι, αποφασίστηκε η κατ’ αρχήν προσφορά των πυραύλων στο γενικότερο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Από εκεί και πέρα, και μετά την επιλογή από τη στρατιωτική ηγεσία του ΝΑΤΟ των κρατών που θα μπορούσαν να δεχθούν τους πυραύλους, κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά θα επέλεγε την εγκατάσταση ή όχι των πυραύλων στο έδαφός του, ύστερα από συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις αρχικά με τον πτέραρχο Νόρσταντ και μετέπειτα με την αμερικανική κυβέρνηση.
Υστερα από μακρές διαπραγματεύσεις που κράτησαν για σχεδόν δύο έτη, IRBMs θα εγκαθίσταντο στη Βρετανία, στην Ιταλία και στην Τουρκία, ενώ η τότε ελληνική κυβέρνηση Καραμανλή υπό τις πιέσεις και αντιδράσεις της κοινής γνώμης θα οδηγούνταν στην ουσιαστική απόρριψη της αμερικανικής πρότασης για την εγκατάσταση των πυραύλων στο ελληνικό έδαφος, καθώς απέφευγε, παρά τις επίμονες οχλήσεις των Αμερικανών, να δώσει θετική απάντηση. Ως προς την πυρηνική στρατηγική της Ατλαντικής Συμμαχίας, η εκτόξευση του «Σπούτνικ» και οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ θα οδηγούσαν σταδιακά στην εγκατάλειψη του δόγματος των «μαζικών αντιποίνων» και στην υιοθέτηση, μετά από μακρές, επίπονες διαδικασίες και διαφωνίες, μιας πιο ευέλικτης στρατηγικής ως προς την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, της «ευέλικτης ανταπόδοσης» (flexible response), που θα αποτελούσε το στρατηγικό δόγμα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας μέχρι τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας διδάσκει Ιστορία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
(Στην φωτογραφία: Η αρχή του ράλι του Διαστήματος. Η εκτόξευση του σοβιετικού τεχνητού δορυφόρου «Σπούτνικ Ι» στις 3 Οκτωβρίου 1957, στη φωτογραφία του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων Νοβόστι. Οι Σοβιετικοί υπερκέρασαν αντίστοιχες προσπάθειες των Αμερικανών και κατήγαγαν θρίαμβο σε επίπεδο προπαγάνδας. Οι διεθνείς πυρηνικές ισορροπίες άλλαξαν, το ίδιο και η στρατηγική της Δύσης απέναντι στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης επίθεσης από την ΕΣΣΔ)