Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Άρθρο του Foreign Affairs για την εξέλιξη του πολιτικού συστήματος στην Βουλγαρία


Η εξέλιξη του πολιτικού συστήματος στην Βουλγαρία
Οι σοβαρές αποκλίσεις από το μοντέλο τής συναινετικής δημοκρατίας
Teodor Detchev
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου έγινε η αιτία τής αλλαγής τού πολιτικού συστήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ειδικότερα στην Βουλγαρία.
Στο χρονικό διάστημα από το 1879, οπότε υιοθετήθηκε το πρώτο Σύνταγμα του νέου βουλγαρικού κράτους (το λεγόμενο Σύνταγμα του Tarnovo) μέχρι το 2014, οι Βούλγαροι είχαν την δυνατότητα να δοκιμάσουν το παλιό φιλελεύθερο σύστημα και τα «τρία μεγάλα» πολιτικά συστήματα του 20ου αιώνα: τον αυταρχισμό, τον ολοκληρωτισμό και την δημοκρατία.
Είναι ειρωνικό, αλλά το Σύνταγμα του Tarnovo, το οποίο ήταν ένας αρκετά φιλελεύθερος και δημοκρατικός βασικός νόμος για το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος, έγινε ένα μόνιμο ορόσημο στο βουλγαρικό πολιτικό τοπίο. Η πολιτική ζωή από το 1879 ως το 1948 περνά κάτω από το σύμβολο των συνεχών αγώνων και των προσπαθειών για την προστασία και την διατήρηση του Συντάγματος του Tarnovo.
Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Το παλιό φιλελεύθερο σύστημα λειτούργησε στην Βουλγαρία στην περίοδο 1879 - 1921, όταν η πρώτη ισχυρή πίεση της γενικής ευρωπαϊκής αυταρχικής τάσης έγινε αισθητή στην Βουλγαρία. Φυσικά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στην διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρχαν συνεχείς προσπάθειες για την δημιουργία ενός περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικού καθεστώτος στην Βουλγαρία. Αυτό ξεκίνησε με το πραξικόπημα της 27ης Απριλίου τού 1881 - μια προσπάθεια του πρίγκιπα Αλέξανδρου του 1ου (του πρώτου Βούλγαρου αρχηγού τού κράτους) να αναστείλει το Σύνταγμα και να δημιουργήσει το λεγόμενο «καθεστώς των διαπιστευτηρίων» [regime of credentials] κατά την περίοδο 1881-1883.
Αργότερα, ο νέος αρχηγός τού κράτους – ο πρίγκιπας Φερδινάνδος ο 1ος (από το 1908 αποκαλούμενος τσάρος Φερδινάνδος ο 1ος) ήταν σε θέση να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο στυλ διοίκησης, που ονομάστηκε «προσωπικός τρόπος». Αυτό σήμαινε ότι ο πρίγκιπας/τσάρος Φερδινάνδος είχε μια ισχυρή επίδραση στην εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και στην σύνθεση των διαφόρων Υπουργικών Συμβουλίων.
Έτσι, η αυταρχική τάση στην διακυβέρνηση ήταν γνωστή και οικεία στους Βουλγάρους την περίοδο 1879-1921. Κατά την περίοδο 1921-1934 η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Βουλγαρία αμφισβητείτο σχεδόν συνεχώς. Ο πρώτος αμφισβητίας ήταν το μάλλον λαϊκίστικο και αυταρχικό καθεστώς τής Βουλγαρικής Ένωσης Αγροτικού Κόσμου (Bulgarian Agrarian Peoples Union, BAPU) και του ηγέτη της, Alexander Stamboliyski, ο οποίος απομακρύνθηκε από την εξουσία με ένα πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τον στρατό.
Η Στρατιωτική Ένωση (Military Union) ήταν ο δεύτερος αμφισβητίας τού κοινοβουλευτικού καθεστώτος στην Βουλγαρία. Το αποκορύφωμα των προσπαθειών τού στρατού να κυβερνήσει την Βουλγαρία ήταν το πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1934.
Το καθεστώς του Πολιτικού Κύκλου «Zveno» (στη βουλγαρική γλώσσα «zveno» σημαίνει «αλυσίδα») υποστηρίχθηκε από την Στρατιωτική Ένωση και ήταν η μόνη πραγματική προσπάθεια στην ιστορία τής Βουλγαρίας για την δημιουργία ενός πραγματικού φασιστικού, συντεχνιακού κράτους, ενός κράτους το οποίο ακολούθησε το φασιστικό-συντεχνιακό «ιταλικό σχήμα». Πραγματικά, για μια περίοδο έξι μηνών, το κράτος κυβερνήθηκε από μια δομή φασιστικού τύπου, που ονομάστηκε «Obshtestvena Obnova» (Δημόσια Ανανέωση). Το φασιστικό πείραμα απέτυχε και ο τσάρος Μπόρις ο 3ος (ο διάδοχος του τσάρου Φερδινάνδου του 1ου) ανέτρεψε τον Πολιτικό Κύκλο «Zveno» από την εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο, το 1935 ο Βούλγαρος τσάρος κατάφερε να καθιερώσει ένα αυταρχικό καθεστώς.
Το αυταρχικό καθεστώς τού τσάρου ήταν σχετικά «ήπιο». Ο Μπόρις ο 3ος εγκατέλειψε το φασιστικό πείραμα για την δημιουργία ενός ολοκληρωτικού, συντεχνιακού κράτους. Το κοινοβούλιο λειτούργησε, αλλά τα κόμματα επισήμως απαγορεύονταν. Μια νομιμοποιημένη αντιπολίτευση υπήρχε στο κοινοβούλιο - υπήρχαν βουλευτές τής αντιπολίτευσης με δημοκρατικό υπόβαθρο και απόψεις, και βουλευτές τής αντιπολίτευσης με απόψεις που ήταν κοντά στις ιταλικές φασιστικές αντιλήψεις και στον γερμανικό εθνικό σοσιαλισμό.
Τον Σεπτέμβριο του 1944, η εμφάνιση του Σοβιετικού Στρατού στην Βουλγαρία έφερε μια νέα αλλαγή τού πολιτικού συστήματος. Μετά από αρκετά χρόνια σχετικού πολιτικού πλουραλισμού και «δημοκρατικών ασκήσεων» στην εθνοσυνέλευση-κοινοβούλιο (εξελέγη το 1946), το 1948 η αντιπολίτευση (οι «αγρότες», οι σοσιαλδημοκράτες, οι ριζοσπάστες, οι εθνικοί φιλελεύθεροι και ανεξάρτητοι διανοούμενοι) είχαν νικηθεί οριστικά από την καταστολή τύπου Στάλιν. Με την υιοθέτηση του λεγόμενου «Συντάγματος Dimitrov», ένα ολοκληρωτικό πολιτικό σύστημα εγκαθιδρύθηκε στην Βουλγαρία.
Η ύπαρξη του ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος διήρκεσε μέχρι το 1989, όταν το ντόμινο της πτώσης τού Τείχους τού Βερολίνου και η άρνηση της ΕΣΣΔ να ελέγξει τους υποτελείς της έγιναν η αιτία τής κατάρρευσης του κομμουνιστικού ολοκληρωτικού καθεστώτος στην Βουλγαρία.
Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το ολοκληρωτικό καθεστώς στην Βουλγαρία διήρκεσε μέχρι την δεκαετία τού 1960 και μετά από αυτό γρήγορα μεταμόρφωσε τον εαυτό του σε έναν αυταρχικό τρόπο λειτουργίας [1]. Αυτή η άποψη είναι απαράδεκτη. Στην Βουλγαρία, το λεγόμενο «Σύνταγμα Dimitrov» δεν ήταν η πραγματική νομική βάση τού ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το αποκορύφωμα της νομικής ενίσχυσης του ολοκληρωτικού καθεστώτος στην Βουλγαρία είναι το λεγόμενο «Σύνταγμα Ζίβκοφ». Το «Σύνταγμα Ζίβκοφ» ορίζει επισήμως τον κυβερνητικό ρόλο τού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό το σύνταγμα είναι μοναδικό, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι ίσως το μόνο σύνταγμα σε όλο τον κόσμο το οποίο δηλώνει υποταγή σε μια άλλη χώρα - την ΕΣΣΔ. Και δηλώνει αυτήν την υποταγή στο άρθρο του υπ 'αριθμόν ένα.
Αυτή η ιστορική αναδρομή ήταν απαραίτητη για την κατανόηση του πλαισίου τής απουσίας δημοκρατικής παράδοσης στην Βουλγαρία. Σε μια περίοδο 110 χρόνων ύπαρξης του βουλγαρικού κράτους από το 1879 ως το 1989, για περίπου 65 χρόνια οι Βούλγαροι είχαν κυβερνηθεί από αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές περίοδοι ήταν κάτω από την ισχυρή πίεση των αυταρχικών τάσεων.
ΕΙΝΑΙ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ «ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ»;
Ο μετασχηματισμός τού ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα είναι ένα από τα επίπονα ζητούμενα για τον βουλγαρικό πληθυσμό. Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η μετάβαση απέτυχε. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι πολύ χαμηλή. Η εμπιστοσύνη στην εθνοσυνέλευση-κοινοβούλιο είναι η χαμηλότερη σε σύγκριση με όλους τους άλλους κρατικούς θεσμούς. Η στάση ενός μεγάλου μέρους τού κοινού προς τους βουλευτές είναι αρνητική, περιφρονητική, ακόμη και επιθετική.
Αυτό το επίτευγμα έγινε πραγματικότητα μετά από 25 χρόνια πολιτικής και οικονομικής μετάβασης. Σε κάποιο βαθμό, η «μετάβαση» έγινε μια αισχρή, βρώμικη λέξη στην Βουλγαρία. Ο κύριος λόγος, φυσικά, είναι το αίσθημα της αδικίας στην διανομή τής κάποτε δημόσιας περιουσίας που ανήκε στο κράτος.
Αλλά ας συνεχίσουμε με την ανάλυση της εξέλιξης του πολιτικού συστήματος στην Βουλγαρία. Το Σύνταγμα που υιοθετήθηκε το 1991, ήταν το αποτέλεσμα ενός πολύ δύσκολου συμβιβασμού μεταξύ του πρώην κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα και ενός μεγάλου μέρους των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ενωμένων στην Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων (UDF) - σοσιαλδημοκράτες, «αγροτικοί», «πράσινοι», φιλελεύθεροι. Μέρος τού UDF αρνήθηκε να ψηφίσει για το νέο Σύνταγμα και άρχισε μια μαζική διαμαρτυρία εναντίον του. Αργότερα, το φθινόπωρο του 1991, οι αντίπαλοι του Συντάγματος κέρδισαν τις εκλογές, αλλά δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια για να το αλλάξουν. Η αντίθεσή τους στο νέο Σύνταγμα ήταν ένα μέρος τής προσέγγισης του πολιτικού τους μάρκετινγκ για τις νέες εκλογές.
Το Σύνταγμα από το 1991 παραμένει αμετάβλητο και επέζησε μέχρι σήμερα. Από την άποψη των πολιτικών επιστημών, το αποτέλεσμα της υιοθέτησης του νέου Συντάγματος θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση του λεγόμενου μοντέλου τής «δημοκρατίας ειδικής πλειοψηφίας», γνωστής και ως «συναινετικής δημοκρατίας» [2], [3]. Τουλάχιστον, η ιδέα των «πατέρων τού βουλγαρικού Συντάγματος» ήταν η καθιέρωση ενός μοντέλου, παρόμοιο με το συναινετικό μοντέλο, όπως έχει αναλυθεί από τον Lijphart.
Οι βασικές παράμετροι του «συναινετικού μοντέλου» είναι: Η εκτελεστική εξουσία κατανέμεται σε ευρύ συνασπισμό Υπουργείων˙ Υπάρχει ισορροπία εκτελεστικής - νομοθετικής εξουσίας˙ Υπάρχει πολυκομματικό σύστημα˙ Υπάρχει αναλογική εκπροσώπηση˙ Υπάρχουν συντεχνιακές ομάδες συμφερόντων˙ Υπάρχει αποκεντρωμένη διακυβέρνηση˙ Υπάρχει νομοθετική εξουσία δύο ισχυρών κοινοβουλευτικών σωμάτων˙ Υπάρχει συνταγματική ακαμψία – η υιοθέτηση ενός γραπτού συντάγματος˙ Υπάρχει δικαστικός έλεγχος˙ Η Κεντρική Τράπεζα είναι ανεξάρτητη [3]. Στην ανάλυσή του [2] ο Lijphart δίνει έμφαση στο «δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) τής μειοψηφίας».
Όντως, μερικές από αυτές τις παραμέτρους καθιερώθηκαν με το Σύνταγμα από το 1991. Σίγουρα, βασική είναι η αναλογική εκπροσώπηση. Η αναλογική εκπροσώπηση και το αναλογικό εκλογικό σύστημα θεωρητικά και πρακτικά πρέπει να γεννήσουν πολυκομματικά κοινοβούλια και αυτός πρέπει να είναι ο λόγος για την δημιουργία ευρέως συνασπισμού. Αυτός ο τελευταίος πρέπει να εγγυάται τον καταμερισμό τής εκτελεστική εξουσίας. Αυτό το αξίωμα έχει το κύρος νόμου στις πολιτικές επιστήμες: «Ο νόμος τού Duverger», ο οποίος αναφέρει ότι το κομματικό σύστημα είναι μια άμεση λειτουργία, ένα άμεσο αποτέλεσμα του εφαρμοσμένου εκλογικού συστήματος [4], [6].
Ακολουθώντας το «νόμο τού Duverger» η εφαρμογή τού πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος με σχετική πλειοψηφία οδηγεί στην καθιέρωση ενός δικομματικού συστήματος. (Αυτό το εκλογικό σύστημα είναι η βάση τού δικομματισμού στη Μεγάλη Βρετανία και βρίσκεται στον πυρήνα τού δημοκρατικού μοντέλου τού Westminster). Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα με απόλυτη πλειοψηφία οδηγεί στην καθιέρωση ενός λεγόμενου «σύστημα κομματικού μπλοκ». (Αυτό το εκλογικό σύστημα για παράδειγμα διαμορφώνει το σύστημα κομματικών μπλοκ στην Γαλλία). Κατά τον Duverger, το αναλογικό εκλογικό σύστημα οδηγεί σε κατακερματισμένα κοινοβούλια και κατά συνέπεια, σε κατανομή τής εκτελεστικής εξουσίας σε Υπουργεία ενός ευρέως συνασπισμού. Ο νόμος τού Duverger αποδεικνύεται από την πρακτική.
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ «ΝΟΜΟΥ DUVERGER» ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Ένα από τα παράδοξα της βουλγαρικής πολιτικής μετάβασης ήταν η αποτυχία τού «νόμου τού Duverger» να λειτουργήσει στο εθνικό πλαίσιο. Υπήρξαν τουλάχιστον δύο λόγοι για αυτό το φαινόμενο. Το πρώτο είναι το «φαινόμενο του εκκρεμούς» στην συμπεριφορά των εκλογέων κατά την περίοδο 1991-1997. Η στάση των ψηφοφόρων ως προς την πολιτική αλλαγή (δημοκρατία και οικονομία τής αγοράς έναντι ολοκληρωτικού σοσιαλισμού/κομμουνισμού) κυριολεκτικά κυμαινόταν από εξαιρετικά θετική ως εξαιρετικά αρνητική.
Ο άλλος λόγος ήταν το όριο του 4% για την απόκτηση εδρών στην Εθνοσυνέλευση και το Κοινοβούλιο. Φαίνεται να είναι μια πολύ σοβαρή επιβάρυνση για πολλά πολιτικά κόμματα και μείωσε τον κατακερματισμό τού κοινοβουλίου σε μεγάλο βαθμό.
Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να δούμε τι συνέβη στις βουλγαρικές εκλογές την περίοδο 1991 – 2013. Το 1991 η τάση για κατακερματισμό ήταν ορατή, αλλά μια σειρά κοινωνικών δημοκρατικών, αγροτικών και φιλελεύθερων πολιτικών σχηματισμών δεν μπορούσαν να κερδίσουν έδρες στο Κοινοβούλιο, λόγω του υφιστάμενου ορίου τού 4%. Περίπου 19% των ψηφοφόρων παρέμειναν χωρίς εκπροσώπους τους στο κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση ενός κοινοβουλίου με σχεδόν ίσο αριθμό εδρών των σοσιαλιστών (BSP - πρώην κομμουνιστές) και των δημοκρατικών οι οποίοι αρνήθηκαν να υπογράψουν το Σύνταγμα αρκετούς μήνες νωρίτερα. Αυτό έδωσε μεγάλη δύναμη στο κόμμα τής τουρκικής μειονότητας, το Κίνημα για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες (Movement for Rights and Freedoms, MRF).
Το 1994, η απογοήτευση από τις ανεπαρκείς ενέργειες των δημοκρατικών δυνάμεων, έφερε μια σαρωτική νίκη για το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP) και οι σοσιαλιστές έφτιαξαν ένα μονοκομματικό υπουργικό συμβούλιο, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τον νόμο τού Duverger.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση παραιτήθηκε στο τέλος τού 1996, μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Βουλγαρία. Η προσπάθεια για την δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής κυβέρνησης προκάλεσε μια ευρεία εθνική διαμαρτυρία και έκτακτες εκλογές διεξήχθησαν την άνοιξη του 1997. Το πολιτικό εκκρεμές πήγε πάλι στο αντίθετο άκρο και οι εκλογές κερδήθηκαν με απόλυτη πλειοψηφία από τον κεντροδεξιό συνασπισμό των Ενωμένων Δημοκρατικών Δυνάμεων (UDF, Δημοκρατικό Κόμμα, Αγροτική Ένωση του Βουλγαρικού Λαού, Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα). Το αναλογικό εκλογικό σύστημα και πάλι δεν συνέθεσε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο και οι Ενωμένες Δημοκρατικές Δυνάμεις κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Μέχρι που κατάφεραν για πρώτη φορά μετά το 1989 να διανύσουν τα 4 χρόνια τής πλήρους θητείας τους στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση.
Κατά το έτος 2001, το εκκρεμές έφτασε και πάλι σε ένα ακραίο σημείο, αλλά ούτε «στα αριστερά» ούτε «στα δεξιά». Αυτή την φορά το πολιτικό εκκρεμές πήγε κάπου μακριά. Το πολιτικό κατεστημένο στην Βουλγαρία κατελήφθη εξαπίνης από την επίθεση του... τσάρου Συμεών του 2ου. Ο γιος και διάδοχος του τσάρου Μπόρις του 3ου εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή. Δημιούργησε ένα αυτοσχέδιο, λαϊκίστικο κίνημα που ονομάστηκε «Εθνικό Κίνημα Συμεών ο 2ος» (National Movement Simeon the Second, NMSS) και κέρδισε το 50% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Το NMSS δημιούργησε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το κόμμα τής τουρκικής μειονότητας, MRF.
Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το 2001 ήταν αξιοσημείωτες για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, ήταν η πρώτη φορά που οι κατηγορίες για διαφθορά ήταν μοιραίες για την προηγούμενη κυβέρνηση. Ο συνασπισμός των Ενωμένων Δημοκρατικών Δυνάμεων έχασε τις εκλογές, κυρίως λόγω της μαζικής υστερίας που προκλήθηκε από την αντίληψη του κοινού σχετικά με «αθέμιτες ιδιωτικοποιήσεις».
Δεύτερον, αυτές οι εκλογές ήταν η «αρχή τού τέλους» των πολιτικών κομμάτων των δημοκρατικών δυνάμεων οι οποίες αντιτάχθηκαν στο πρώην κομμουνιστικό κόμμα την δεκαετία τού 1990. Η κατάρρευση αυτών των κομμάτων (τα περισσότερα από τα οποία είναι οι διάδοχοι της Ένωσης Δημοκρατικών Δυνάμεων - UDF) ήρθε τελικά στις εκλογές τού 2013, όταν όλα παρέμειναν εκτός κοινοβουλίου.
Τρίτον, αυτές οι εκλογές ήταν η αρχή μιας διαδικασίας «αναζήτησης Μεσσία». Ο πρώτος «Μεσσίας» ήταν ο τσάρος Συμεών ο 2ος. Με το εξωτικό, λαϊκίστικο κίνημά του κέρδισε τις μισές έδρες στο κοινοβούλιο και όπως προαναφέρθηκε, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού μαζί με το κόμμα τής τουρκικής μειονότητας, MRF. Προς μεγάλη έκπληξη, ο τσάρος έγινε ... πρωθυπουργός αυτής της κυβέρνησης. Το 2005, η «εικόνα τού Μεσσία», βοήθησε το κίνημα τού Συμεών του 2ου να κερδίσει ένα δεύτερο καλό εκλογικό αποτέλεσμα και να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού τριών κομμάτων. Το 2009 η αναζήτηση του Μεσσία έφερε στην εξουσία τον χαρισματικό πρώην σωματοφύλακα του κομμουνιστή ηγέτη Τοντόρ Ζίβκοφ, τον Μπόικο Μπορίσοφ και το κόμμα του «Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας» (το ακρωνύμιο του ονόματος του κόμματος στην βουλγαρική γλώσσα, GERB, σημαίνει «θυρεός»).
Η αναζήτηση για έναν Μεσσία ήταν σε άμεση συσχέτιση με τον σχηματισμό μιας ισχυρής ομάδας «ψηφοφόρων - νομάδων», οι οποίοι αλλάζουν την πολιτική τους επιλογή σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Διαφορετικά κόμματα επωφελήθηκαν από την εμφάνιση των «ψηφοφόρων - νομάδων», αλλά παρέμειναν «κόμματα – πεταλούδες», κόμματα τα οποία «χορεύουν μια σεζόν».
Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το 2005 ήταν ιστορικές, διότι το αναλογικό σύστημα λειτούργησε για πρώτη φορά. Κανένα από τα πολιτικά κόμματα στο κοινοβούλιο δεν πήρε την απόλυτη πλειοψηφία και, τελικά, δημιουργήθηκε μια κυβέρνηση συνασπισμού τριών κομμάτων. Αυτό έμεινε στην ιστορία ως «ο τριπλός συνασπισμός». Στην κυβέρνηση αντιπροσωπεύοντο το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP), το «Εθνικό Κίνημα Συμεών ο 2ος» και το κόμμα τής τουρκικής μειονότητας, Κίνημα για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες (MRF).
Θεωρητικά, ο «τριπλός συνασπισμός» έπρεπε να εγγυάται τον «καταμερισμό τής εκτελεστικής εξουσίας», όντας μια «κυβέρνηση ευρέως συνασπισμού». Πρακτικά, η προσέγγιση των μερών στην τριπλή συμμαχία ήταν διαφορετική - οι διάφοροι τομείς τής κυβέρνησης χωρίστηκαν από τους εταίρους τού συνασπισμού σχεδόν ως φέουδα. Η προσέγγιση αυτή απέκλεισε την δυνατότητα αμοιβαίου ελέγχου στο υπουργικό συμβούλιο, και με αυτόν τον τρόπο χάλασε ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της διακυβέρνησης από συνασπισμό.
Οι εκλογές τού 2009 επρόκειτο να επαναλάβουν το αποτέλεσμα του 2005, αλλά την παραμονή των εκλογών πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στον εκλογικό νόμο. Ένα «πλειοψηφικό στοιχείο» ενσωματώθηκε: 31 βουλευτές από τον συνολικό αριθμό των 240 βουλευτών εκλέχθηκαν σε μονοεδρικές περιφέρειες. Το αποτέλεσμα ήταν η απόλυτη πλειοψηφία τού κόμματος GERB (Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας). Ο νέος πρωθυπουργός, Μπόικο Μπορίσοφ συνέθεσε ένα μονοκομματικό υπουργικό συμβούλιο.
Το 2013 το εκλογικό σύστημα ήταν και πάλι «καθαρά» αναλογικό, μιας και το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν υπήρχε ένα κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Το κόμμα με τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών στο κοινοβούλιο – το GERB - δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ένας δικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός σχηματίστηκε από το BSP και το MRF. Ήταν ένα παράδοξο, αλλά αυτή η κυβέρνηση υποστηρίχθηκε στο κοινοβούλιο από το κόμμα «Ατάκα», το οποίο αντιμετωπίζεται από το βουλγαρικό κοινό ως ένα ακραία εθνικιστικό κόμμα. Το κοινό αξιολόγησε αυτό το παράδοξο απλώς ως ένα ζήτημα διαφθοράς.
Οι υποστηρικτές τού κόμματος GERB και των μικρών δημοκρατικών κομμάτων τα οποία παρέμειναν έξω από το Κοινοβούλιο, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ως νόμιμη τη νέα κυβέρνηση. Το νέο υπουργικό συμβούλιο είχε χαρακτηριστεί ως ένα συμβούλιο από «σφετεριστές» και ξεκίνησε μια μόνιμη διαμαρτυρία εναντίον του. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν αρκετές ημέρες μετά την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
ΟΙ ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Η υπόθεση αυτή δείχνει τις σοβαρές αποκλίσεις στο βουλγαρικό μοντέλο τής συναινετικής δημοκρατίας, όπως αναλύεται στο πλαίσιο των απόψεων του Lijpharts. Κατά κάποιο τρόπο είναι ακόμα πιο εύκολο να αναλυθεί η βουλγαρική πολιτική ζωή από την άποψη ότι στην Βουλγαρική Δημοκρατία είναι εγκατεστημένη μια ημι-προεδρική κυβέρνηση στο πλαίσιο των ιδεών τού Maurice Duverger [5].
Οι δρώντες στον πλουραλιστικό πολιτικό ανταγωνισμό αρνούνται να υιοθετήσουν το γεγονός ότι πρέπει να υπάρξει «καταμερισμός τής εκτελεστικής εξουσίας» και ότι η «κυβέρνηση ευρέως συνασπισμού» είναι ένα όργανο καταμερισμού τής εξουσίας. Οι δρώντες στην πολιτική διαδικασία αρνούνται να κατανοήσουν το απλό γεγονός ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα λειτουργεί υπέρ τής εκλογής κατακερματισμένων κοινοβουλίων, χωρίς απόλυτη μονοκομματική πλειοψηφία.
Μερικοί από τους αντιπάλους τής ιδέας τού καταμερισμού τής εκτελεστικής εξουσίας «κηρύττουν» την αναγκαιότητα μιας αλλαγής εκλογικού συστήματος. Θέλουν την υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος με ειδική πλειοψηφία. Άλλοι απλά αρνούνται να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι ο «νόμος τού Duvergers» πιθανώς άρχισε να λειτουργεί στην Βουλγαρία, μετά από 25 χρόνια εκλογών. Η εχθρότητα του κοινού στα κατακερματισμένα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις συνασπισμού παραμένουν ως γενικό πρόβλημα της βουλγαρικής «δημοκρατίας ειδικής πλειοψηφίας».
Μια άλλη σοβαρή απόκλιση είναι το γεγονός ότι στην Βουλγαρία δεν υπάρχει «ισχυρός κοινοβουλευτικός δικομματισμός». Η Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση (δηλαδή το κοινοβούλιο) είναι το ένα και μοναδικό νομοθετικό σώμα από την αρχή τής ίδρυσής της σύμφωνα με τους κανονισμούς τού Συντάγματος του Tarnovo το 1879. Η ιδέα τής Γερουσίας, μιας «Άνω Βουλής» τού κοινοβουλίου ανέκαθεν απορρίπτετο από τις βουλγαρικές πολιτικές ελίτ και από το κοινό.
Στην πραγματικότητα, η έλλειψη Γερουσίας είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην βουλγαρική νομοθετική διαδικασία. Εφόσον δεν υπάρχει Γερουσία, ο ρόλος της καλύπτεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Υπάρχει αφθονία παραδειγμάτων και επιχειρημάτων όσον αφορά την αρνητική επίδραση αυτής της κατάστασης, αλλά δεν αποτελεί το θέμα ετούτης της ανάλυσης.
Ο τρίτος παράγοντας, ο οποίος παραμορφώνει, μέχρι που χαλάει το συναινετικό μοντέλο τής δημοκρατίας στην Βουλγαρία είναι τα φαινόμενα της διαφθοράς και της εξαγοράς ψήφων. Ενδεχομένως, μετά την διεύρυνση της ΕΕ, να πρέπει να καθοριστεί ένα νέο κριτήριο για την λειτουργία μιας «δημοκρατίας ειδικής πλειοψηφίας», μιας «συναινετικής δημοκρατίας». Αυτό το κριτήριο πρέπει να είναι στην καλύτερη περίπτωση το «σχετικά χαμηλό επίπεδο διαφθοράς». Θα μπορούσε να γίνει κάτι ακόμη πιο αυστηρό, γιατί οι πρακτικές διαφθοράς πραγματικά καταστρέφουν το οικοδόμημα της πολιτικής διαδικασίας. Σε συνθήκες χαμηλής προσέλευσης ψηφοφόρων, η εξαγορά ψήφων είναι καταστροφική για το πολιτικό σύστημα.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει στην Βουλγαρία. Η ανάλυση δείχνει ότι η «συναινετική δημοκρατία» στην Βουλγαρία παραμορφώνεται και έχει σοβαρά συστημικά προβλήματα. Αυτό δημιουργεί εντάσεις στην κοινωνία και αποτελεί προϋπόθεση για μόνιμη πολιτική αστάθεια.

* Ο TEODOR DETCHEV είναι διδάκτωρ από το University of National and World Economy στην Σόφια της Βουλγαρίας και διευθυντής «Βιομηχανικών Πολιτικών» στην Bulgarian Industrial Capital Association. Έχει διατελέσει υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Draganov, Dragomir, Political systems of the 20-th century, Democracy, totalitarianism, authoritarianism., Sofia, “Svyat. Nauka” Publishing House, 1998, p. 112.
[2] Lijphart, Arend, Las democracias contemporaneas, Barcelona, 1987, p. 39 – 44.
[3] Lijphart, Arend, Patterns of Democracy, Yale University Press, 1999, p. 31 – 48.
[4] Duverger, Maurice, Political Parties: Their Organization and Activity in the Modern State, 3-rd edition, London, Methuen, 1964, p. 217, p. 226.
[5] Duverger, Maurice, A New Political System Model: Semi-Presidential Government, European Journal of Political Research, 1980, No 2 (June), p. 165 – 187.
[6] Duverger, Maurice, Duvergers Law: Forty Years Later, IN: Berbard Grofman and Arend Lijphart (eds.), Electoral laws and Their Political Consequences, New York, Agathon Publishers, p. 69 – 84