Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Άρθρο ότι το Χονγκ Κονγκ αποτελεί «στρες τεστ» για το κινεζικό μοντέλο


«Στρες τεστ» για το κινεζικό μοντέλο
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
http://www.kathimerini.gr/)
Την περασμένη Τετάρτη, η Κίνα γιόρτασε την 65η επέτειο της ανακήρυξης Λαϊκής Δημοκρατίας από τον Μάο Τσετούνγκ.
Η εθνική εορτή προσέφερε στο πλέον πολυάνθρωπο έθνος της Γης την ευκαιρία να ανακεφαλαιώσει την τεράστια απόσταση που διήνυσε υπό την ηγεσία του ΚΚΚ και να στοχαστεί πάνω στις μεγάλες προκλήσεις που συνοδεύουν την πυρετική οικονομική ανάπτυξη μετά το ιστορικό άνοιγμα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην παγκόσμια αγορά.
Τούτη τη φορά, όμως, τα παραδοσιακά πυροτεχνήματα δεν φώτισαν τον ουρανό του Χονγκ Κονγκ. Το κοσμοπολίτικο λιμάνι, που φιλοξενεί επτά εκατομμύρια κατοίκους σε έκταση μικρότερη από το ένα τρίτο της Αττικής, αποτέλεσε ηχηρή παραφωνία στο εορταστικό σκηνικό με το κύμα των διαδηλώσεων υπέρ της διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών. Διεθνή μέσα ενημέρωσης παραλλήλισαν τη νέα κρίση με τα δραματικά γεγονότα του 1989 στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου. Οι χολιγουντιανοί σκηνοθέτες δεν άργησαν να βρουν και τα απαραίτητα σύμβολα: τη θέση του θρυλικού ανθρώπου με τις σακούλες του σούπερ μάρκετ, που στεκόταν μόνος του απέναντι στα τανκς, το 1989, ήρθε να πάρει ο άνθρωπος με την ανοιγμένη ομπρέλα, απέναντι στα δακρυγόνα της αστυνομίας. Σε χρόνο μηδέν, η «επανάσταση της ομπρέλας» είχε επιβληθεί στον κυβερνοχώρο.
Στον πραγματικό κόσμο, ο παραλληλισμός ακούγεται περισσότερο προβληματικός. Οχι μόνο γιατί υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στα τανκς και τα δακρυγόνα, όπως και ανάμεσα στη φτωχή Κίνα του 1989 και στον αναδυόμενο γίγαντα του 2014. Αλλά και γιατί η εξέγερση στην καρδιά του Πεκίνου, τη χρονιά που έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου, αποτελούσε έκφραση ενός πολύ ευρύτερου ρεύματος, της κατάρρευσης του ιστορικού κομμουνισμού, ενώ τα τωρινά γεγονότα στο λιλιπούτειο Χονγκ Κονγκ έχουν, τουλάχιστον για την ώρα, περιορισμένο χαρακτήρα. Και η αλήθεια γι’ αυτά τα γεγονότα δεν είναι μονόχρωμη.
Αφορμή για την εκδήλωση του κινήματος Occupy Central στάθηκε η απόφαση του Πεκίνου, που δημοσιοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου, να επιλεγεί ο επόμενος κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ, το 2017, με καθολική ψηφοφορία, αλλά μόνον αφού μια ελεγχόμενη από το Πεκίνο επιτροπή εγκρίνει τους υποψηφίους. Οι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης και ισχυρές κυβερνήσεις της Δύσης εξανέστησαν, κάνοντας λόγο για παρωδία δημοκρατίας, που παραβιάζει τον Βασικό Νόμο του 1997 – προϊόν συμφωνίας μεταξύ Πεκίνου και Λονδίνου, που επέτρεψε την ενσωμάτωση της παλιάς βρετανικής αποικίας στην Κίνα, με καθεστώς αυτονομίας για 50 χρόνια.
Στην πραγματικότητα, ο Βασικός Νόμος ορίζει (άρθρο 45) ότι ο κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ «θα επιλέγεται είτε με εκλογές είτε με διαβουλεύσεις σε τοπικό επίπεδο και θα διορίζεται από την κεντρική κυβέρνηση» του Πεκίνου. Ως «τελικός» στόχος, στο τέλος μιας «σταδιακής και συντεταγμένης διαδικασίας» ορίζεται «η εκλογή κυβερνήτη με καθολική ψηφοφορία, αφού θα έχει προηγηθεί η διαπίστευση υποψηφίων από επιτροπή ευρείας αντιπροσώπευσης». Επομένως, το Πεκίνο συμπεριφέρθηκε τηρώντας επακριβώς το γράμμα του νόμου. Ασφαλώς η διαδικασία που επιλέχθηκε δεν είναι ιδανική, παραμένει πάντως πολύ δημοκρατικότερη από τη μέχρι τώρα ισχύουσα πρακτική, του διορισμού κυβερνήτη από εκλεκτορικό σώμα 1.200 προυχόντων.
Οσο για τις μεγάλες δυνάμεις που επικρίνουν την Κίνα, το ερώτημα είναι εύλογο: Ποιος από τους 28 Βρετανούς κυβερνήτες του Χονγκ Κονγκ στα 155 χρόνια αποικιοκρατίας εκλέχτηκε από τον ντόπιο πληθυσμό; Και πώς να μην υποθέσει κανείς ότι η ενόχληση του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον έχει λιγότερο να κάνει με τη δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ και περισσότερο με την ορμητική άνοδο της Κίνας, τη στήριξη του Βλαντιμίρ Πούτιν από τον Σι Τζινπίνγκ στην ουκρανική κρίση, το ρωσοκινεζικό Σύμφωνο της Σαγκάης και την πρόσφατη απόφαση των BRICs για δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας, εν είδει αντίβαρου στο ΔΝΤ;
Ολα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι πρόκειται για τεχνητή κρίση, προϊόν ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας, όπως υπονοούν τα επίσημα κινεζικά μέσα ενημέρωσης. Η αλματώδης αύξηση των ενοικίων, η συρρίκνωση των ευκαιριών στην αγορά εργασίας και ο πόθος για ανόθευτη δημοκρατία είναι ισχυροί παράγοντες τροφοδοσίας αντιπολιτευτικών κινημάτων. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση στο Χονγκ Κονγκ θέτει σε δεινή δοκιμασία τη στρατηγική «μία χώρα, δύο κοινωνικά συστήματα» –που αποτελεί το πρότυπο του Πεκίνου για τη μελλοντική ενσωμάτωση της Ταϊβάν– όπως και τον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ κομμουνιστικής ηγεσίας και τοπικών ολιγαρχών. Δηλαδή, τον ίδιο τον πυρήνα του κινεζικού μοντέλου, όχι μόνο στο Χονγκ Κονγκ, αλλά και στη Σαγκάη και στο Πεκίνο.