Η οικονομική άνθηση της Αφρικής
Γιατί οι απαισιόδοξοι και οι αισιόδοξοι έχουν και οι δύο δίκιο
By Shantayanan Devarajan και Wolfgang Fengler
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Αν μιλήσετε με ειδικούς, ακαδημαϊκούς ή επιχειρηματίες για τις οικονομίες των χωρών τής υποσαχάριας Αφρικής, είναι πιθανό να ακούσετε μια από τα δύο αφηγήσεις. Η πρώτη είναι αισιόδοξη: η στιγμή της Αφρικής είναι προ των πυλών ή έχει ήδη φτάσει.
Οι λόγοι για να ελπίζει κανείς αφθονούν. Παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση, το ΑΕΠ τής περιοχής αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς, σχεδόν κατά 5% ετησίως από το 2000 και μετά, κατά μέσο όρο, και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη ταχύτερα τα προσεχή έτη. Πολλές χώρες, όχι μόνο οι πλούσιες σε πρώτες ύλες, έχουν βιώσει την άνθηση: πράγματι, 20 κράτη της υποσαχάριας Αφρικής που δεν παράγουν πετρέλαιο διαχειρίστηκαν μέσους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κατά 4% ή και υψηλότερα, μεταξύ των ετών 1998 και 2008. Εν τω μεταξύ, η περιοχή έχει αρχίσει να προσελκύει μεγάλα ποσά ιδιωτικών κεφαλαίων. Ανέρχονται στα 50 δισ. δολάρια το χρόνο, και υπερβαίνουν πλέον την ξένη βοήθεια.
Την ίδια στιγμή, η φτώχεια μειώνεται. Από το 1996, το μέσο ποσοστό της φτώχειας στις χώρες τής υποσαχάριας Αφρικής έχει μειωθεί κατά περίπου μια ποσοστιαία μονάδα κατ' έτος, και μεταξύ 2005 και 2008, το ποσοστό των Αφρικανών στην περιοχή που ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα μειώθηκε, για πρώτη φορά, από 52% σε 48%. Αν οι σταθερές χώρες της περιοχής συνεχίσουν να αναπτύσσονται με το μέσο όρο των ποσοστών της τελευταίας δεκαετίας, οι περισσότερες από αυτές θα φτάσουν ένα εθνικό κατά κεφαλήν ακαθάριστο εισόδημα 1.000 δολαρίων έως το 2025, το οποίο η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί ως «μεσαίο εισόδημα». Η περιοχή έχει επίσης κάνει μεγάλα βήματα στον τομέα τής εκπαίδευσης και της υγείας. Μεταξύ 2000 και 2008, οι εγγραφές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκαν κατά σχεδόν 50%, και κατά την τελευταία δεκαετία, το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί κατά περίπου 10%.
Η δεύτερη αφήγηση είναι πιο απαισιόδοξη. Θέτει εν αμφιβόλω την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης της Αφρικής και υπογραμμίζει την καταθλιπτική εμμονή των οικονομικών προβλημάτων της. Όπως και η πρώτη άποψη, έτσι κι αυτή στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία. Πρώτα-πρώτα, η πρόσφατη ανάπτυξη της Αφρικής έχει ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των τιμών των βασικών αγαθών, και αυτά αποτελούν το συντριπτικό μερίδιο των εξαγωγών της – κάτι που δεν συνιστά ποτέ σταθερή προοπτική. Πράγματι, οι απαισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι η Αφρική ακολουθεί απλώς τις ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις των τιμών των αγαθών, και ότι στην περιοχή δεν έχουν γίνει ακόμη εκείνες οι θεμελιώδεις οικονομικές αλλαγές που θα την προστατεύσουν όταν έλθει η ύφεση. Ο τομέας τής μεταποίησης στην υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει σήμερα το ίδιο μικρό ποσοστό του συνολικού ΑΕΠ, όπως στη δεκαετία του 1970. Επιπροσθέτως, παρά την συνολική μείωση της φτώχειας, μερικές ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Μπουρκίνα Φάσο, η Μοζαμβίκη και η Τανζανία, έχουν μόλις και μετά βίας καταφέρει να μειώσουν τα ποσοστά της φτώχειας τους. Και αν και οι περισσότεροι από τους εμφύλιους πολέμους της Αφρικής έχουν τελειώσει, η πολιτική αστάθεια παραμένει διαδεδομένη: μόνο τη χρονιά που μας πέρασε, η Γουινέα-Μπισάου και το Μάλι υπέστησαν πραξικοπήματα, η βία επανέκαμψε συγκλονίζοντας την ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και ξέσπασαν συγκρούσεις στα σύνορα μεταξύ Νότιου Σουδάν και Σουδάν. Αυτή τη στιγμή, περίπου το ένα τρίτο των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής είναι στα πρόθυρα βίαιων συγκρούσεων.
Υπάρχουν και άλλα άχαρα προβλήματα που δημιουργούν βαρύ κόστος. Ένα μεγάλο μέρος της Αφρικής υποφέρει από ανεξέλεγκτη διαφθορά, και οι περισσότερες από τις υποδομές της είναι σε κακή κατάσταση. Πολλές κυβερνήσεις δίνουν μάχη για να παρέχουν βασικές υπηρεσίες: οι εκπαιδευτικοί στα δημόσια δημοτικά σχολεία της Τανζανίας απουσιάζουν το 23% του χρόνου, και οι γιατροί του δημοσίου στη Σενεγάλη αφιερώνουν κατά μέσο όρο μόλις 39 λεπτά την ημέρα για να βλέπουν ασθενείς. Τέτοιες ελλείψεις θα γίνονται απλώς πιο έντονες όσο αυξάνεται αλματωδώς ο πληθυσμός της Αφρικής.
Κι έπειτα είναι το γεγονός ότι οι αφρικανικές χώρες, ιδίως εκείνες που είναι πλούσιες σε πρώτες ύλες, πέφτουν συχνά θύματα αυτού που ο οικονομολόγος Daron Acemoglu και ο πολιτικός επιστήμονας James Robinson έχουν ονομάσει «εξορυκτικοί θεσμοί»: πολιτικές και πρακτικές που έχουν σχεδιαστεί για να καρπωθούν τον πλούτο και τους πόρους μιας κοινωνίας προς όφελος μιας μικρής αλλά πολιτικά ισχυρής ελίτ. Ένα από τα αποτέλεσμα είναι η συγκλονιστική ανισότητα, οι επιπτώσεις της οποίας συχνά συγκαλύπτονται από θετικά στατιστικά στοιχεία ανάπτυξης.
Τι μπορεί να κάνει κανείς με όλα αυτά αντιφατικά στοιχεία; Με μια πρώτη ματιά, οι δύο αφηγήσεις φαίνονται ασυμβίβαστες. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι και οι δύο έχουν δίκιο ή τουλάχιστον ότι αντανακλούν πτυχές μιας πιο σύνθετης πραγματικότητας, την οποία καμία εξ αυτών δεν συλλαμβάνει πλήρως. Οι σκεπτικιστές επικεντρώνονται τόσο πολύ στις εξαγωγές αγαθών τής περιοχής που αδυνατούν να κατανοήσουν το βαθμό στον οποίο η πρόσφατη ανάπτυξή της είναι αποτέλεσμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων (πολλές από τις οποίες έγιναν αναγκαίες εξαιτίας των λανθασμένων πολιτικών του παρελθόντος). Οι αισιόδοξοι, στο μεταξύ, υποτιμούν το βαθμό στον οποίο τα ισχύοντα προβλήματα της περιοχής - όπως οι αρτηριοσκληρωτικοί θεσμοί, τα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, καθώς και η κάτω του βασικού υγειονομική περίθαλψη - αντικατοπτρίζουν κυβερνητικές αδυναμίες που θα είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν, διότι είναι βαθιά ριζωμένες στην πολιτική αντιπαράθεση.
Ωστόσο, ακόμη και αν οι δύο αφηγήσεις είναι περιοριστικές, η άποψη των αισιόδοξων για το μέλλον της Αφρικής είναι τελικά πιο εύστοχη και πιο πιθανό να επιβεβαιωθεί από τις εξελίξεις, κατά τις επόμενες δεκαετίες. Η Αφρική θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια στην εν εξελίξει πορεία της προς την ευημερία, ειδικά όταν πρόκειται για τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της: την εκπαίδευση, τις δεξιότητες και την υγεία του πληθυσμού της. Όμως, η επιτυχία των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων και το αυξανόμενο άνοιγμα των κοινωνιών της, που τροφοδοτείται εν μέρει από τις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, προσφέρουν στην Αφρική μια καλή ευκαιρία να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη και μείωση της φτώχειας στις επόμενες δεκαετίες.
ΑΝΑΚΑΜΨΗ
Μετά από αρκετές χαμένες δεκαετίες, κατά τις οποίες το χρέος, οι ασθένειες, η πείνα, και ο πόλεμος αποτελούσαν βαρίδια για την ανάπτυξη της Αφρικής, τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται, στα τέλη του 1990. Μέχρι στιγμής, τα κέρδη έχουν αποδειχθεί ανθεκτικά. Παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και τα παρατεταμένα αποτελέσματά της, οι οικονομίες τής υποσαχάριας Αφρικής αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 4,7% ετησίως, μεταξύ 2000 και 2011. Αυτή η πολύ καλή επίδοση είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη γενική μείωση του ποσοστού της φτώχειας στην περιοχή, από το 1970, από 58% το 1999, σε 47,5% το 2008. Αυτές οι θετικές τάσεις είναι ευρέως διαδεδομένες, με κάθε τμήμα τής περιοχής να έχει επωφεληθεί. Και οι αλλαγές δεν περιορίζονταν σε ορισμένους τομείς τής οικονομίας: εξαγωγείς πετρελαίου όπως η Αγκόλα και η Νιγηρία βρίσκονται σε άνθηση, αλλά το ίδιο ισχύει και για εισαγωγείς πετρελαίου, όπως η Αιθιοπία και η Ρουάντα. Δεν έχουν επωφεληθεί όλα τα κράτη εξίσου, βεβαίως. Ευάλωτα κράτη όπως το Μπουρούντι και η Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, που εξακολουθούν να παλεύουν να ανακάμψουν από βίαιες συγκρούσεις, έχουν καταγράψει μόνο μέτρια αύξηση.
Η ανάκαμψη της Αφρικής έχει πολλές αιτίες, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της εξωτερικής βοήθειας (εν μέρει από την ελάφρυνση του χρέους), την άνθηση της παγκόσμιας οικονομίας μέχρι το 2008, και τις υψηλές τιμές των βασικών αγαθών. Αλλά, το πιο σημαντικό ήταν η βελτίωση των μακροοικονομικών πολιτικών σε όλη την υποσαχάρια Αφρική, η οποία έχει εμπνεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την «Πολιτική των χωρών και την Αξιολόγηση των Θεσμών», οι συνολικές μακροοικονομικές επιδόσεις της περιοχής είναι πλέον στο ίδιο επίπεδο με εκείνη των αναπτυσσόμενων χωρών σε άλλες περιοχές. Χάρη σε σοβαρές μακροοικονομικές πολιτικές, οι αφρικανικές χώρες έχουν επωφεληθεί από την έκρηξη των τιμών των αγαθών που κορυφώθηκε πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, και απέφυγαν την κατάρρευση, όταν οι τιμές των βασικών προϊόντων κατρακύλησαν. Για παράδειγμα, στις αρχές του 2008, όταν η διεθνής τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, ορισμένοι εξαγωγείς πετρελαίου στην περιοχή, όπως η Αγκόλα, η Γκαμπόν και η Νιγηρία, προγραμμάτισαν τους προϋπολογισμούς τους, ωσάν οι τιμές τού πετρελαίου να ήταν μόλις 65 δολάρια το βαρέλι. Όταν η τιμή έπεσε τελικά στο επίπεδο αυτό, το φθινόπωρο του 2008, οι χώρες αυτές δεν πιάστηκαν εξ απίνης και διέθεταν ένα «μαξιλάρι» για να τις προστατεύσει.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι περισσότερες χώρες συνέχισαν να εφαρμόζουν συνετές οικονομικές πολιτικές. Μερικές, μάλιστα, επιτάχυναν τις μεταρρυθμίσεις τους. Εν μέρει ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, οι αφρικανικές οικονομίες συνέχισαν να επεκτείνονται σε όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας ύφεση, και η υποσαχάρια Αφρική έχει διατηρήσει ένα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 5% από τότε, παρά τη συνεχιζόμενη αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Εν πολλοίς, η μεγάλη βελτίωση της μακροοικονομικής πολιτικής που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μπορεί να αποδοθεί σε δύο παράγοντες. Πρώτον, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική στην Αφρική έγινε πιο ελεύθερη, πιο ζωντανή και πιο ανοικτή σε ομάδες που ήταν προηγουμένως περιθωριοποιημένες. Όσο μειωνόταν η στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Σοβιετική Ένωση, τα αυταρχικά καθεστώτα άρχισαν να χάνουν τον μονοπωλιακό έλεγχο της εξουσίας. Οι εκκλήσεις για πολυκομματική δημοκρατία διαχέονταν όλο και ευρύτερα, και ορισμένες χώρες στην περιοχή οργάνωναν όντως ανταγωνιστικές εκλογές. Τέτοια ανοίγματα ήταν περιορισμένα, οπωσδήποτε, αλλά προσέφεραν βήμα σε πολλά τμήματα των αφρικανικών κοινωνιών που ήταν προηγουμένως στο περιθώριο, όπως οι φτωχοί αγρότες στις αγροτικές περιοχές. Από τα μέσα τής δεκαετίας του 1990, οι ομάδες αυτές επωφελούνται όσο η πολιτική γίνεται πιο ανταγωνιστική, τα μέσα ενημέρωσης γίνονται πιο ελεύθερα και η τεχνολογία των επικοινωνιών εξαπλώνεται γρήγορα, ιδιαίτερα από το 2000 και μετά. Σε αρκετές χώρες, όπως η Γκάνα, η Νιγηρία, η Τανζανία και η Ουγκάντα, αυτές οι πολιτικές αλλαγές έφεραν στην εξουσία και ικανότερους ηγέτες, πρόθυμους να τοποθετήσουν σε ανώτερες θέσεις στην κυβέρνηση τεχνοκράτες εκπαιδευμένους σε σύγχρονες οικονομίες, αντικαθιστώντας τους γραφειοκράτες που είχαν πολιτικές διασυνδέσεις, αλλά ήταν λιγότερο καλά εκπαιδευμένοι, οι οποίοι καταλάμβαναν συχνά παρόμοιες θέσεις σε προηγούμενα καθεστώτα.
Η πολιτική φιλελευθεροποίηση είχε επίσης μια λιγότερο άμεση, αλλά βαθιά επίδραση στην μακροοικονομική πολιτική. Στο παρελθόν, πολλά αυταρχικά καθεστώτα της Αφρικής κρατούσαν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες σε τεχνητά υψηλό επίπεδο, προς όφελος των μικρών ομάδων της αστικής ελίτ, στις οποίες βασίζονταν τα καθεστώτα, καθιστώντας το ευκολότερο για αυτούς να αγοράζουν τρόφιμα και εισαγόμενα προϊόντα πολυτελείας. Η πολιτική αυτή κατέληγε σε μεταβίβαση του πλούτου από τους φτωχούς τής υπαίθρου στους πλούσιους των πόλεων, δεδομένου ότι οι υψηλές συναλλαγματικές ισοτιμίες καθιστούσαν δυσκολότερο για τους αγρότες να εξάγουν τις καλλιέργειές τους. Με την εισαγωγή των ανταγωνιστικών εκλογών, οι κυβερνήσεις συνειδητοποίησαν ότι χρειάζονται την υποστήριξη των φτωχών αγροτών, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία στις περισσότερες αφρικανικές χώρες, και έτσι επέτρεψαν στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των χωρών τους να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Ως αποτέλεσμα, η γεωργική παραγωγικότητα και η παραγωγή αυξήθηκε καθώς οι αγρότες κέρδισαν υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα τους.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στη βελτίωση της αφρικανικής μακροοικονομικής πολιτικής στη δεκαετία του 1990 είχε να κάνει με τον εκδημοκρατισμό των διαδικασιών λήψης αποφάσεων – υπό την πίεση, στην προκειμένη περίπτωση, του εξωτερικού. Όταν οι αφρικανικές χώρες βρέθηκαν απελπισμένες ζητώντας διεθνή βοήθεια, στη δεκαετία του 1980, οι χορηγοί εξάρτησαν την οικονομική βοήθεια από την υιοθέτηση μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων από την πλευρά των αφρικανικών κυβερνήσεων, προγραμμάτων σχεδιασμένων με τη συμβολή της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ωστόσο, αρχής γενομένης από το 1999, οι εν δυνάμει δωρητές άρχισαν να απαιτούν από τις αφρικανικές κυβερνήσεις που επιδίωκαν την ανακούφιση του χρέους τους, να διαβουλευτούν με τους πολίτες τους – ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, επιχειρήσεις, οργανώσεις της κοινότητας –, καθώς επεξεργάζονταν πολιτικές για να βοηθήσουν τους φτωχούς. Αυτή η νέα διαδικασία αύξησε τις ευκαιρίες για τους πολίτες μέσα από αυτές τις πολιτικές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν οι διεθνείς δωρητές πρότειναν αλλαγές στο σύστημα της Ζάμπια για την τιμολόγηση του αραβόσιτου, το υπουργείο Γεωργίας απέρριψε τις αλλαγές, και δεν τέθηκαν ποτέ σε εφαρμογή, οδηγώντας σε περιοδικές ελλείψεις τροφίμων. Μια δεκαετία αργότερα, η κυβέρνηση πρότεινε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις, αλλά μόνο με τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με ευρεία τμήματα των Ζαμπιανών, τους οποίους θα επηρέαζαν οι αλλαγές. Ως αποτέλεσμα, η κοινή γνώμη γενικά αποδέχτηκε τις ιδέες. Οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις ελαχιστοποιήθηκαν.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, δεν είναι η μόνη αιτία για την ενίσχυση της ανάπτυξης της Αφρικής. Τρεις ακόμη παράγοντες έχουν αρχίσει να παίζουν σημαντικό ρόλο: οι δημογραφικές αλλαγές, η αστικοποίηση, και οι τεχνολογικές εξελίξεις. Από το 1960, στην αυγή της μετα-αποικιακής εποχής, ο πληθυσμός τής υποσαχάριας Αφρικής έχει αυξηθεί ραγδαία, από λιγότερα από 250 εκατομμύρια ανθρώπους, σε περίπου 900 εκατομμύρια σήμερα. Όμως, γύρω στο 2000, ο δείκτης γονιμότητας άρχισε να μειώνεται, και το ίδιο συνέβη με τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας. Κατά συνέπεια, όσοι βρίσκονται σε ηλικία εργασίας έχουν φθάσει να αποτελούν το ταχύτερα αναπτυσσόμενο τμήμα των κοινωνιών της περιοχής. Η μετατόπιση αυτή έχει δημιουργήσει ένα πιθανό δημογραφικό απόθεμα, καθώς οι οικονομίες βελτιώνονται όταν υπάρχει μια υγιής αναλογία των ενήλικων σε ηλικία εργασίας και των οικονομικά εξαρτώμενων ατόμων.
Καμία χώρα ή περιοχή, εν τω μεταξύ, με χαμηλά επίπεδα αστικοποίησης, δεν έχει φτάσει ποτέ εκείνο που η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί κατάσταση υψηλού εισοδήματος. Οι αφρικανικοί πληθυσμοί παραδοσιακά κατοικούν κυρίως στην ύπαιθρο, αλλά και οι πόλεις της υποσαχάριας Αφρικής αυξάνονται με εκπληκτικούς ρυθμούς. Είναι τέτοια η τάση ώστε το 2033, οι περισσότεροι από τους κατοίκους τής περιοχής θα ζουν σε πόλεις – όπως κάνει ήδη το μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού παγκοσμίως. Οι επιχειρήσεις έχουν εκμεταλλευτεί αυτή την αυξανόμενη αστική καταναλωτική βάση για να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακας, προς όφελος των ίδιων και των καταναλωτών, οι οποίοι έχουν πλέον πρόσβαση σε χαμηλού κόστους προϊόντα.
Ίσως το πιο εμφανές σημάδι τής οικονομικής ανάκαμψης της Αφρικής είναι η λεγόμενη επανάσταση των κινητών. Τα κινητά τηλέφωνα είναι πανταχού παρόντα, ακόμη και στις πιο φτωχές περιοχές. Η αλλαγή μπορεί να αναχθεί στις μεταρρυθμίσεις τής δεκαετίας του 1990, όταν πολλές χώρες ξεκίνησαν το άνοιγμα των τηλεπικοινωνιών τους. Την ίδια στιγμή, οι τεχνολογικές καινοτομίες έχουν κάνει τα χαμηλού κόστους κινητά τηλέφωνα προσιτά σε μεγάλο αριθμό Αφρικανών. Σε πολλές αφρικανικές χώρες, το κόστος κλήσεων είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Η έκρηξη στην κινητή τεχνολογία έχει επιφέρει καινοτομίες, όπως η M-Pesa, το σύστημα κινητού χρήματος το οποίο αγκάλιασε ευρέως η Κένυα και η Τανζανία, και το οποίο επιτρέπει στους χρήστες να κάνουν τις αγορές τους και να μεταβιβάζουν χρήματα χρησιμοποιώντας τα κινητά τους. Σε πολλές χώρες, η εξάπλωση των κινητών συσκευών επέτρεψε, επίσης, στους τομείς πληροφοριών και επικοινωνιών να γίνουν σημαντικοί παράγοντες της οικονομίας. Στην Κένυα, οι βιομηχανίες αυτές αυξάνονται κατά μέσο όρο 20% κάθε χρόνο, και το 2010, αντιπροσώπευαν το 5% του ΑΕΠ της χώρας.
Οι αισιόδοξοι έχουν σπεύσει να κάνουν χρήση όλων αυτών των τάσεων προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση ότι η αφρικανική οικονομική άνθηση θα αποδειχθεί βιώσιμη. Μεγάλο μέρος της προόδου έχει προκύψει χάρη σε πολιτικές αλλαγές. Ωστόσο, τα εμπόδια που παραμένουν στο δρόμο για έναν πιο βαθύ μετασχηματισμό των αφρικανικών οικονομιών, σχετίζονται επίσης με την πολιτική. Και η υπέρβαση αυτών των προβλημάτων θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Η Αφρική αντιμετωπίζει μια σειρά από βαθιές αναπτυξιακές προκλήσεις - την οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση της φτώχειας, την ανθρώπινη ανάπτυξη και τη διακυβέρνηση – οι οποίες θέτουν τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση την αντοχή των κερδών που επιτεύχθηκαν κατά τα τελευταία 15 χρόνια, και που θα μπορούσαν να τα υπονομεύσουν κιόλας. Παρά την πρόσφατη ανάπτυξη της Αφρικής, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις γι’ αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν δομικό μετασχηματισμό: τη μετάβαση από τη γεωργία χαμηλής παραγωγικότητας στη μεταποίηση υψηλής παραγωγικότητας και τις υπηρεσίες. Ο μεταποιητικός τομέας της υποσαχάριας Αφρικής παραμένει αδρανής, και ορισμένες χώρες, όπως η Νότια Αφρική, έχουν βιώσει ακόμη και αποβιομηχάνιση. Κι ενώ έχει υπάρξει αύξηση του εμπορίου μεταξύ των χωρών της περιοχής, οι διασυνδέσεις τους με την παγκόσμια οικονομία παραμένουν αναιμικές και συγκεντρωμένες σε λίγους μόνο τομείς, ειδικότερα στα βασικά αγαθά και τους φυσικούς πόρους. Αυτές οι αναπτυξιακές προκλήσεις είναι αποτέλεσμα κυβερνητικών αποτυχιών, πράγμα που βοηθά στην εξήγηση της αντοχής τους εν μέσω ταχείας ανάπτυξης - αλλά επισημαίνουν επίσης τις πιθανές λύσεις.
Ίσως κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν είναι πιο ανησυχητικό από τη διαφαινόμενη αδυναμία των αφρικανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών, να μετατρέψουν την ανάπτυξη σε πρόοδο στην καταπολέμηση της φτώχειας. Παρά τα επί χρόνια σημαντικά έσοδα από το πετρέλαιο, οι κυβερνήσεις της Αγκόλα, της Γκαμπόν, και της Νιγηρίας δεν έχουν χρησιμοποιήσει τον πρωτόγνωρο πλούτο τους για να βελτιώσουν σημαντικά την ευημερία των φτωχών πολιτών τους. Πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, ορισμένες μη πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Μπουρκίνα Φάσο, η Μοζαμβίκη και η Τανζανία, έχουν καταφέρει να μειώσουν τα ποσοστά της φτώχειας τους, μόνο τρεις ή τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, παρότι απολαμβάνουν ποσοστά ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης περίπου 7%. Η ανάπτυξη αυτή ήταν πολύ σαφές ότι υπαγορεύτηκε από οικονομικές μεταρρυθμίσεις και όχι από την έκρηξη στις τιμές των αγαθών. Η επιμονή τής φτώχειας σε αυτές τις τρεις χώρες, παρέχει τώρα πολλά ρητορικά επιχειρήματα στις πολιτικές ελίτ που επωφελήθηκαν από τις λανθασμένες πολιτικές τού παρελθόντος, αντιστάθηκαν στις μεταρρυθμίσεις, και τώρα θέλουν να αναιρέσουν τις αλλαγές. Επίσης επιβεβαιώνει τις χειρότερες υποψίες των επικριτών τής απελευθέρωσης της οικονομίας, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα στατιστικά τής φτώχειας προκειμένου να υποστηρίξουν ότι οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς έχουν απλά κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.
Μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτές τις χώρες, ωστόσο, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι η πολύ μεταρρύθμιση, αλλά η πολύ λίγη. Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει ανάπτυξη μόνο σε ορισμένους τομείς, ιδίως των υπηρεσιών, με τις βιομηχανίες στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, τις τηλεπικοινωνίες και τη δημόσια διοίκηση να επωφελούνται τα μέγιστα. Όμως, αυτές οι βιομηχανίες παρέχουν σχετικά λίγες θέσεις εργασίας για εργαζομένους με χαμηλά προσόντα, και οι μεταρρυθμίσεις δεν απευθύνθηκαν στους τομείς στους οποίους πράγματι εργάζονται οι φτωχοί. Για παράδειγμα, στη Μοζαμβίκη, η ανάπτυξη έχει έρθει από τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια στον τομέα της εξόρυξης, τα οποία έγιναν δυνατά χάρη στις μεταβολές στους κανονισμούς επί των ξένων επενδύσεων στη χώρα. Τα έργα αυτά έχουν αυξήσει τις εξαγωγές αλουμινίου και εκτοξεύσει το ΑΕΠ, αλλά δημιούργησαν μόνο 2.000 άμεσες θέσεις εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της Μοζαμβίκης, εν τω μεταξύ, έχει προσληφθεί σε μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις ή οικογενειακές επιχειρήσεις - τα τμήματα της οικονομίας στα οποία η παραγωγικότητα αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Σε περιπτώσεις όπου υπήρξαν μεταρρυθμίσεις στις βιομηχανίες που απασχολούν τους φτωχούς, η διαφθορά έχει αποτρέψει μερικές φορές τα οφέλη που προκύπτουν από τις επιδιωκόμενες συνταγές. Η Τανζανία, για παράδειγμα, έχει ξοδέψει πολλά για να στηρίξει την αγροτική της βιομηχανία, ιδίως για τις επιδοτήσεις των λιπασμάτων. Το 2009, για την καλύτερη στοχοθέτηση και τον εξορθολογισμό των επιδοτήσεων, η κυβέρνηση εισήγαγε ένα σύστημα κουπονιών που έμοιαζε με ελεύθερη αγορά: οι αγρότες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κουπόνια που εξέδιδε η κυβέρνηση για να αγοράσουν λιπάσματα, και οι πωλητές θα επιδοτούνταν από την κυβέρνηση. Δυστυχώς, τοπικοί αιρετοί άρχοντες κατέληξαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του περίπου 60% των κουπονιών, γεγονός που κατέστησε στους φτωχούς αγρότες δύσκολη την πρόσβαση στην κυβερνητική υποστήριξη.
ΕΑΝ ΧΤΙΣΕΤΕ ΥΠΟΔΟΜΕΣ, ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ;
Ακόμη και σε χώρες που έχουν επιτύχει τόσο την ταχεία ανάπτυξη όσο και τη μείωση της φτώχειας, όπως η Αιθιοπία, η Γκάνα και η Ρουάντα, υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένος διαρθρωτικός μετασχηματισμός. Το μερίδιο του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στη παραγωγή, για παράδειγμα, είναι ελάχιστα υψηλότερο από ό, τι ήταν πριν οι χώρες αυτές αρχίσουν να απολαμβάνουν σοβαρή ανάπτυξη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ο ανταγωνιστικός κατασκευαστικός τομέας δεν έχει απογειωθεί στην Αφρική, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς έχουν να κάνουν με το υψηλό κόστος παραγωγής. Ακόμα κι αν το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αφρική είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο, οι μισθοί είναι σχετικά υψηλοί και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι ακόμη υψηλότερο.
Μια σημαντική εξήγηση για τα υψηλά κόστη είναι η κακή κατάσταση των υποδομών. Σε όλη την υποσαχάρια Αφρική, ο οποιοσδήποτε προσπαθεί να κάνει επιχειρήσεις, συνεχώς παρεμποδίζεται από διακοπές ρεύματος, αδιάβατους δρόμους και διαρροές νερού. Πίσω από καθένα από αυτά τα προβλήματα υποδομής κρύβεται μια κυβερνητική αποτυχία που, αν και επιζήμια για την οικονομία, αντανακλά μια πολιτική ισορροπία που θα είναι δύσκολο να αναιρεθεί απλά και μόνο με την κατασκευή νέων υποδομών.
Οι οδικές μεταφορές παρέχουν ένα καλό παράδειγμα αυτού του προβλήματος. Οι εξαγωγείς τής περιοχής αντιμετωπίζουν μερικές από τις υψηλότερες τιμές μεταφορών στον κόσμο, ειδικά όταν προσπαθούν να στείλουν αγαθά από τις χώρες στο εσωτερικό, σε κάποιο λιμάνι. Αλλά μια μελέτη του 2009 που δημοσιεύθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα έδειξε ότι το κόστος λειτουργίας των οχημάτων κατά μήκος των τεσσάρων μεγάλων αξόνων μεταφοράς στην υποσαχάρια Αφρική δεν είναι υψηλότερο από εκείνο στη Γαλλία. Η διαφορά μεταξύ τιμών και κόστους λειτουργίας των οχημάτων εξηγείται από τα τεράστια περιθώρια κέρδους που απολαμβάνουν οι εταιρείες οδικών μεταφορών στην υποσαχάρια Αφρική –ορισμένες φορές είναι κοντά στο 100%. Οι εταιρείες είναι σε θέση να χρεώνουν υψηλές τιμές χάρη σε κανονισμούς στις περισσότερες αφρικανικές χώρες που απαγορεύουν στους επίδοξους ανταγωνιστές να εισέλθουν στον τομέα των μεταφορών. Οι κανονισμοί εισήχθησαν πριν από 40 χρόνια, όταν οι αφρικανικές κυβερνήσεις, αντανακλώντας την οικονομική σκέψη εκείνης της χρονικής στιγμής, είδαν τα φορτηγά ως φυσικό μονοπώλιο, διότι μια ενιαία εταιρεία θα μπορούσε πιο εύκολα να εξασφαλίσει ότι ο στόλος των φορτηγών θα ταξίδευε σε πλήρη δυναμικότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι οι παρωχημένοι κανονισμοί είναι πλέον δύσκολο να ανακληθούν, διότι τα επί δεκαετίες υψηλά κέρδη παρείχαν στον κλάδο των φορτηγών αρκετά κεφάλαια για την άσκηση πίεσης προκειμένου να διατηρηθεί η καθεστηκυία τάξη. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ σε μέρη όπου η επιχείρηση οδικών μεταφορών ελέγχεται από οικογένειες με πολιτικές διασυνδέσεις.
Οι ελλείψεις νερού και ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή είναι επίσης απόρροια πολιτικών προβλημάτων. Οι κυβερνήσεις συνήθως θέτουν τέτοιες τιμές για το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια που να είναι κάτω του κόστους, με σκοπό την προστασία των φτωχών. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας νερού και ηλεκτρικού χρειάζονται κρατικές επιδοτήσεις για να λειτουργήσουν. Η σχέση αυτή επιτρέπει στους πολιτικούς να βρίσκουν τρόπους για να επηρεάζουν το πώς λειτουργούν οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και το ποιος απολαμβάνει τις υπηρεσίες τους. Οι αξιωματούχοι δίνουν συχνά προτεραιότητα σε γειτονιές της εύνοιάς τους, οι οποίες δεν είναι κατ' ανάγκην εκεί όπου ζουν οι φτωχοί. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις σπάνια καλύπτουν το κόστος, έτσι ώστε οι πάροχοι να παραμελούν τη συντήρηση, γεγονός που οδηγεί σε διαρροή νερού και διακοπές ρεύματος. Οι πλούσιοι συνολικά εγκαταλείπουν το κακής ποιότητας σύστημα και χρησιμοποιούν δικές τους δεξαμενές νερού και γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος. Οι φτωχοί σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές πρέπει να βασίζονται σε κεριά για φωτισμό και να αγοράζουν το νερό από ιδιώτες πωλητές, το οποίο κοστίζει πολλές φορές πάνω από τις κανονικές τιμές. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στρέβλωσης είναι ότι από το 2000, το ποσοστό των νοικοκυριών με πρόσβαση σε νερό έχει μειωθεί σχεδόν σε κάθε αστική περιοχή της Αφρικής.
Εκτός από αυτές τις ελλείψεις σε υποδομές, μια σειρά από άλλους παράγοντες καταφέρνουν να ανεβάζουν το κόστος τής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι οι αφρικανικές χώρες έχουν μερικούς από τους πιο σύνθετους και λιγότερο διαφανείς κανονισμούς επιχειρήσεων στον κόσμο. Όπως και οι στρεβλώσεις που διαμορφώνουν τις μεταφορές και τις υποδομές, οι κανονισμοί αυτοί δεν προήλθαν τυχαία, ούτε εξακολουθούν να υπάρχουν λόγω της μειωμένης κυβερνητικής ικανότητας: υπάρχουν, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα. Αν τα συμφέροντα αυτά είναι αρκετά ισχυρά, είναι δυνατόν να εμποδίσουν τις προσπάθειες για μεταρρύθμιση.
Αλλά, η απλή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος δεν θα οδηγήσει σε διαρθρωτικό μετασχηματισμό. Ο λόγος είναι ότι οι κανονισμοί για τις επιχειρήσεις επηρεάζουν κυρίως όσους εργάζονται στην αμειβόμενη απασχόληση του ιδιωτικού τομέα, μια ομάδα που αντιπροσωπεύει λιγότερο από 10% του εργατικού δυναμικού της ηπείρου. Οι περισσότεροι Αφρικανοί εργάζονται για μικρές εκμεταλλεύσεις ή οικογενειακές επιχειρήσεις, σε αυτό που συχνά αποκαλείται ανεπίσημος τομέας. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει μεσοπρόθεσμα: στην Ουγκάντα, για παράδειγμα, ακόμη και υπό τις πιο αισιόδοξες υποθέσεις, πάνω από το 70% του εργατικού δυναμικού θα εξακολουθεί να είναι στον ανεπίσημο τομέα μέχρι το 2020.
Για τον λόγο αυτό, ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη δημιουργία περισσότερων έμμισθων θέσεων απασχόλησης, αλλά και από την αύξηση της παραγωγικότητας του ανεπίσημου τομέα. Η βελτίωση των υποδομών και η μεταρρύθμιση των κανόνων θα βοηθήσει σε κάποιο βαθμό. Αλλά, το πιο σημαντικό είναι τα μέτρα που μπορούν να βελτιώσουν τις δεξιότητες των εργαζομένων στον ανεπίσημο τομέα, στον οποίο έχουν συγκεντρωθεί με δυσανάλογο τρόπο οι ανειδίκευτοι ή οι σχεδόν ανειδίκευτοι. Με την αύξηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων αυτών, οι αφρικανικές κυβερνήσεις μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα των μικρών εκμεταλλεύσεων και των οικογενειακών επιχειρήσεων- και τα εισοδήματα των ανθρώπων που εργάζονται εκεί.
ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Χωρίς αμφιβολία, θα αποδειχθεί δύσκολη η βελτίωση των προσόντων του εργατικού δυναμικού τής Αφρικής, σε βαθμό ικανό να προωθήσει ένα δομικό μετασχηματισμό. Γεγονός είναι ότι, παρά την κάλυψη ενός μέρους τής απόστασης, κατά την τελευταία δεκαετία, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής εξακολουθούν να έχουν τα χαμηλότερα επίπεδα ανθρώπινου κεφαλαίου στον κόσμο. Κατά μια έννοια, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: στο κάτω-κάτω, τη στιγμή που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες διέθεταν πολύ λίγους ανθρώπους με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η Αφρική έχει επίσης χτυπηθεί από μια λαίλαπα κρίσεων δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένης της χειρότερης εκδήλωσης του ιού τού AIDS στον κόσμο.
Η έλλειψη της περιοχής σε επαρκώς εκπαιδευμένο, ειδικευμένο και υγιές εργατικό δυναμικό είναι ακόμα πιο οδυνηρή, διότι εδώ και δεκαετίες, τόσο οι χορηγοί όσο και οι φορολογούμενοι έχουν ξοδέψει σημαντικούς πόρους για την υγεία και την εκπαίδευση. Όμως, έχουν λίγα να επιδείξουν επ’ αυτού. Ακόμη και σε μέρη όπου οι κυβερνήσεις και οι ξένοι δωρητές έχουν βελτιώσει την πρόσβαση σε σχολεία και κέντρα υγείας, υπήρξε περιορισμένη βελτίωση στην ποιότητα. Η Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ, για παράδειγμα, έχει αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για τα σχολεία προκειμένου να διορθώσει τον άδικο καταμερισμό του παρελθόντος. Τα ποσοστά εγγραφής έχουν αυξηθεί δραματικά, αλλά τα μαθησιακά αποτελέσματα ελάχιστα έχουν αλλάξει, και μόνο δύο στους πέντε έφηβους ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Τουλάχιστον τρεις είναι οι παράγοντες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, οι πόροι που διατίθενται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των φτωχών ανθρώπων δεν φθάνουν πάντα στους νόμιμους αποδέκτες τους. Μια μελέτη-ορόσημο της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2001 σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες έδειξε ότι στην Ουγκάντα, μόνο το 13 τοις εκατό των πόρων (εξαιρουμένων των μισθών) που διατίθενται για τη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση, βρίσκουν πραγματικά το δρόμο τους για τα σχολεία. Παρομοίως, μια μελέτη του 2009 σχετικά με τις δαπάνες υγείας στο Τσαντ έδειξε ότι λιγότερο από το 1% των δαπανών (πλην των μισθών) έφτανε σε κλινικές πρωτοβάθμιας φροντίδας. Δεύτερον, ακόμη και όταν οι πόροι φθάνουν όντως στα σχολεία ή τις κλινικές, συχνά δεν υπάρχουν εκεί δάσκαλοι ή γιατροί για να τους χρησιμοποιήσουν. Μια πρόσφατη έκθεση από το African Economic Reseach Consortium διαπίστωσε ότι οι εργαζόμενοι στον χώρο της Υγείας στη Σενεγάλη και την Τανζανία απουσίαζαν το 20% και το 21% του χρόνου, αντίστοιχα. Τέλος, ακόμα και όταν είναι παρόντες, η ποιότητα των υπηρεσιών τους είναι εξαιρετικά κακή. Σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις δημόσιες δαπάνες το 2009, οι εκπαιδευτικοί στην Ουγκάντα δαπανούν λιγότερο από το 20% του χρόνου τους στην τάξη για διδασκαλία. Οι εκπαιδευτικοί στην Τανζανία αφιερώνουν λίγο περισσότερο χρόνο στη διδασκαλία, αλλά μόνο το 11% από αυτούς διαθέτουν εκείνο που οι ειδικοί τής εκπαίδευσης θεωρούν ότι είναι το ελάχιστο επίπεδο γλωσσικών δεξιοτήτων που απαιτούνται για τη δουλειά. Η κατάσταση στον τομέα της Υγείας είναι χειρότερη: στην Τανζανία, ο μέσος συνολικός χρόνος που περνούν οι γιατροί βλέποντας ασθενείς είναι μόλις 29 λεπτά την ημέρα.
Αυτές οι αδυναμίες στην παροχή υπηρεσιών δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς. Εκείνο που υποκρύπτεται είναι το γεγονός ότι οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες γίνονται αντικείμενο αρπαγής και εκμετάλλευσης από τις πολιτικές ελίτ. Η διαρροή των δημόσιων κονδυλίων που προορίζονται για την Παιδεία και την Υγεία είναι το πιο σαφές παράδειγμα. Δεδομένου ότι πρόκειται για δαπάνες για πράγματα εκτός από μισθούς, οι υπάλληλοι δεν δυσκολεύονται να τροποποιήσουν το ποσό τής χρηματοδότησης που πραγματικά διανέμεται. Όπως έδειξαν οι οικονομολόγοι Ritva Reinikka και Jakob Svensson σε μια μελέτη του 2004, το ποσό της χρηματοδότησης που λαμβάνει ένα αφρικανικό σχολείο εξαρτάται μάλλον από τους δεσμούς με κάποιον κυβερνητικό αξιωματούχο ή κάποιον τοπικό πολιτικό. Η κακή απόδοση των υπηρεσιών συνδέεται παρομοίως με αυτή τη μορφή πατρωνίας. Πολλοί εκπαιδευτικοί, για παράδειγμα, λειτουργούν επίσης ως υπάλληλοι πολιτικών: είναι σχετικά καλά μορφωμένοι άνθρωποι που οργανώνουν προεκλογικές εκστρατείες για τους τοπικούς πολιτικούς, και στη συνέχεια ανταμείβονται με μια θέση δασκάλου, θέση για την οποία δεν έχουν απαραιτήτως τα προσόντα και δεν την παίρνουν πάντα πολύ στα σοβαρά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις μπορούν να ακυρώσουν την παροχή υπηρεσιών φάνηκε σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη. Στη μελέτη αναλύθηκαν τα αποτελέσματα ενός πειράματος στην Κένυα, που αποσκοπούσε στον περιορισμό των απουσιών των εκπαιδευτικών, με την αντικατάσταση των μισθωτών εκπαιδευτικών από συμβασιούχους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το έργο το διαχειρίστηκε μια μη κυβερνητική οργάνωση. Σε άλλες, τις προσλήψεις τις διαχειρίστηκε η κυβέρνηση. Οι μαθησιακές επιδόσεις βελτιώθηκαν όταν το πρόγραμμα εφαρμόστηκε από μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά όχι όταν το εφάρμοσε η κυβέρνηση. Οι συγγραφείς τής μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαφορά προκύπτει από την ικανότητα των συνδικάτων των εκπαιδευτικών να πιέζουν την κυβέρνηση για την υπονόμευση του σχεδίου, με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, αναθέτοντας την εποπτεία σε περιφερειακούς αξιωματούχους που εντέλει δεν λογοδοτούσαν στην κυβέρνηση. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις δεν υπέκυψαν στην ίδια πίεση. Το μεγαλύτερο δίδαγμα είναι ότι οι προσπάθειες για την επίλυση προβλημάτων, όπως της απουσίας των εκπαιδευτικών, με τεχνικές λύσεις, όπως εισάγοντας ένα σύστημα συμβασιούχων εκπαιδευτικών ή ένα σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης, δεν θα πετύχουν αν το πολιτικό σύστημα δεν είναι ευθυγραμμισμένο με τον τελικό στόχο.
ΒΑΣΙΜΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Μπορεί να είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς αισιόδοξος για το μέλλον της Αφρικής όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις πολιτικές παθογένειες που στέκονται εμπόδια στη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Αλλά είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η πρόσφατη ανάπτυξη στις οικονομίες της υποσαχάριας Αφρικής προέκυψε από τη διόρθωση διαστρεβλωμένων μακροοικονομικών πολιτικών που έμοιαζαν μη αναστρέψιμες μόλις πριν από 15 χρόνια. Οι αντιδράσεις στις κρίσεις χρέους τής δεκαετίας τού 1980, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και η πολιτική φιλελευθεροποίηση της δεκαετίας του 1990, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας συναίνεσης στην περιοχή υπέρ των ενάρετων μακροοικονομικών πολιτικών. Οι πολιτικές αυτές έφεραν την ανάπτυξη, γεγονός που παρείχε πολιτική στήριξη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ακόμα και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών.
Η περιοχή βρίσκεται τώρα σε ένα νέο σημείο καμπής. Ευτυχώς, σήμερα, ο συνδυασμός του εκδημοκρατισμού, της δημογραφικής αλλαγής, της ταχείας αστικοποίησης και της βελτίωσης του επιπέδου εκπαίδευσης έχει αλλάξει σημαντικά τις διαδικασίες χάραξης πολιτικής, εν πολλοίς προς το καλύτερο. Υπάρχει τώρα περισσότερος πολιτικός χώρος για να εκφραστούν οι εναλλακτικές απόψεις και να αμφισβητηθούν οι κυβερνητικές πολιτικές. Ακόμη και εκείνοι που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις είναι λιγότερο πιθανό να αντισταθούν αν αισθάνονται ότι τους έχει ζητηθεί η άποψη γι’ αυτές. Επιπλέον, χάρη στη βελτίωση των οικονομικών πολιτικών, οι ξένοι δωρητές είναι λιγότερο υποχρεωμένοι να επιβάλουν τις μεταρρυθμίσεις έξωθεν, κάτι που δημιουργεί ακόμα περισσότερες δυνατότητες για τις εσωτερικές προσπάθειες μεταρρύθμισης.
Η σχεδόν πλήρης δικτύωση της περιοχής μέσα από τα κινητά τηλέφωνα θα βοηθήσει επίσης τις μεταρρυθμίσεις και το διαρθρωτικό μετασχηματισμό. Τα κινητά τηλέφωνα, βοηθώντας στη διάδοση πληροφοριών κάθε είδους όλο και πιο γρήγορα, δίνουν τη δυνατότητα στους φτωχούς ανθρώπους να μάθουν για ζητήματα όπως ο οπισθοδρομικός χαρακτήρας των κρατικών επιδοτήσεων και η διαστρέβλωση των δαπανών για υποδομές που στρέφεται ενάντια στους φτωχούς. Μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία στους ανθρώπους να μάθουν τι σκέφτονται οι συνομήλικοί τους, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό το κόστος της συλλογικής δράσης. Η εξάπλωση της τεχνολογίας των επικοινωνιών κατέστησε επίσης ευκολότερο για τους πολιτικούς να καταλάβουν τι σκέφτονται οι πολίτες - είτε το θέλουν είτε όχι -, πράγμα που σημαίνει ότι οι φωνές των ανθρώπων που ζουν σε περιθωριοποιημένες περιοχές θα ακουστούν πιο καθαρά στις εθνικές πρωτεύουσες.
Το αν κάποιος βλέπει το ποτήρι στην Αφρική ως μισογεμάτο ή ως μισοάδειο εξαρτάται από την πίστη του στη δυνατότητα της πολιτικής αλλαγής. Τα εμπόδια για τη διαρκή ανάπτυξη στην περιοχή είναι κυρίως πολιτικά. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι θα είναι εύκολο να επιλυθούν, όπως καθιστά σαφές ακόμη και μια βιαστική ματιά στην ταραγμένη ιστορία της διακυβέρνησης στην Αφρική, μετά την ανεξαρτησία της. Αλλά, τα εμπόδια δεν σημαίνει ότι είναι ανίατα. Η πρόσφατη ιστορία των πολιτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ανάπτυξη, στην υποσαχάρια Αφρική, δικαιολογεί μια θετική προοπτική. Η πίστη σε μια μελλοντικά πιο ευημερούσα Αφρική απαιτεί μια υγιή δόση αισιοδοξίας, αν και όχι τυφλή πίστη.
* Ο SHANTAYANAN DEVARAJAN είναι επικεφαλής οικονομολόγος τής Παγκόσμιας Τράπεζας για την Αφρική.
Ο WOLFGANG FENGLER είναι οικονομολόγος τής Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ερυθραία, την Κένυα και την Ρουάντα.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved. T
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139109/shantayanan-devarajan-and-...