«Δεν ενδιαφερόμαστε για επενδύσεις 50 εκατ.»...
Πώς η Αθήνα «έκλεισε» την πόρτα σε Ελληνοαμερικανούς επενδυτές, λίγο μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου
Της Ελένης Βαρβιτσιώτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Ηταν Μάρτιος του 2010, δύο μήνες πριν η Ελλάδα υπογράψει το Μνημόνιο. Ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου βρίσκεται στην Αμερική για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, αλλά και για να κάνει μία σειρά επαφών με Ελληνες ομογενείς.
Χρειάζεται επενδύσεις και οι πετυχημένοι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες θα μπορούσαν να γίνουν οι πρώτοι επενδυτές σε μία οικονομία που βούλιαζε. Η πρεσβεία μαζί με την Αρχιεπισκοπή καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να συγκεντρώσουν σε δείπνο που γίνεται προς τιμήν του πρωθυπουργού τους ισχυρότερους Ελληνοαμερικανούς επιχειρηματίες από κάθε άκρη της Αμερικής.
Στο ξενοδοχείο Ritz Carlton της Ουάσιγκτον έχουν στρωθεί τρία τραπέζια για τους 27 παρευρισκομένους. Οι τέσσερις υπουργοί που συνοδεύουν τον πρωθυπουργό, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, Δημήτρης Δρούτσας, Παύλος Γερουλάνος και Γιώργος Πεταλωτής, κάθονται ανάμεσα στους πλέον ισχυρούς άνδρες της ομογένειας. Στο ένα τραπέζι κάθεται ο επιχειρηματίας Κυριάκος Τσακόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους land developers στην Καλιφόρνια, μαζί με τον μεγαλύτερο λομπίστα στην Ουάσιγκτον για θέματα ομογένειας Αντι Μανάτος και τον επιχειρηματία Τζορτζ Τσούνη, γνωστό για τις δωρεές του στην ελληνοαμερικανική κοινότητα. Στο άλλο, ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Ντιν Μητρόπουλος κάθεται με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, τον τότε Ελληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον Βασίλη Κασκαρέλλη, αλλά και τον πατέρα Αλεξ Καρλούτσο, γνωστό για τις ικανότητές του σε fundraising της ομογένειας. Τέλος, στο τρίτο τραπέζι βρίσκονται κοντά στον τότε πρωθυπουργό αλλά και στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Δημήτριο, ένας άλλος δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, ο Τζον Κατσιματίδης, ο επενδυτής Τζον Κάλαμος και ο διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες χημικών στον κόσμο, Ανδρέας Λιβέρης, μεταξύ άλλων.
Το δείπνο διαρκεί τρεις ώρες. O τότε πρωθυπουργός γυρνάει από τραπέζι σε τραπέζι για να ακούσει τις ιστορίες αλλά και τις ανησυχίες που είχαν να μοιραστούν μαζί του οι γνωστοί επιχειρηματίες. Απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι έχουν μία ιστορία αποτυχίας από παλιότερες προσπάθειες να επενδύσουν στην Ελλάδα. Προβλήματα γραφειοκρατίας και διαφθοράς αναφέρουν οι περισσότεροι. Ο τότε πρωθυπουργός κρατάει σημειώσεις σε ό,τι ακούει. Απαντάει σε ερωτήσεις και προσπαθεί να καθησυχάσει τις ανησυχίες τους. Οπως λέει στην «Κ» ο ισχυρός λομπίστας Αντι Μανάτος, που συμμετείχε στο δείπνο, «η ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει “καεί” όχι μόνο με επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και με όποια βοήθεια έχει προσπαθήσει να στείλει τα τελευταία 30- 40 χρόνια. Τα χρήματα φαίνεται να καταλήγουν κάθε φορά στις λάθος τσέπες. Η δυσπιστία είναι μεγάλη».
Παρά τα παράπονα, οι παρευρισκόμενοι περιγράφουν ότι στο τέλος του δείπνου υπάρχει ένα αίσθημα σύμπνοιας και ότι όλοι αυτοί οι ισχυροί άνδρες της ελληνοαμερικανικής κοινότητας βρίσκονται έπειτα από πολύ καιρό «στην ίδια σελίδα με την ελληνική κυβέρνηση». «Φύγαμε με το συναίσθημα πως βάζουμε πίσω ό,τι έχει συμβεί στο παρελθόν και ξεκινάμε από την αρχή», λέει ένας από τους συμμετέχοντες. Συμφωνούν, επίσης, ότι η ελληνική πρεσβεία, σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή και τον διευθύνοντα σύμβουλο της Dow Chemicals, Ανδρέα Λιβέρη, θα αναλάβουν το follow up της συνάντησης. «Από μία συνάντηση που ξεκίνησε με γκρίνια, καταλήξαμε όλοι στο lets do it», αναφέρει ένας από τους επιχειρηματίες που συμμετείχε.
Ετσι, ο τότε πρέσβης στην Ουάσιγκτον Βασίλης Κασκαρέλης μαζί με την Αρχιεπισκοπή στέλνουν επιστολή λίγες μέρες μετά το δείπνο στους συμμετέχοντες, καλώντας τους σε δεύτερη συνάντηση δύο μήνες αργότερα, αυτή την φορά στην Ελλάδα, για να συζητηθούν συγκεκριμένες προτάσεις για επενδύσεις που θα είχαν οι επιχειρηματίες. Δίνεται χρόνος για να επεξεργαστούν τις επιχειρηματικές τους ιδέες και να φέρουν συγκεκριμένες προτάσεις στο τραπέζι.
Λίγο αργότερα και μετά την επιστολή που λαμβάνουν από την πρεσβεία, οι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες λαμβάνουν μία δεύτερη, αυτή τη φορά από τη νεαρή σύμβουλο του κ. Παπανδρέου, Ελισάβετ Λινού, αλλά και από τον Γκρέγκορι Μανιάτη, Ελληνοαμερικανό εκδότη, λέγοντας ότι «το σημείο επαφής με την Ελλάδα είμαστε πια εμείς και όχι η Αρχιεπισκοπή ή η πρεσβεία».
Βοηθούν ανθρώπους που έχουν ανάγκη
«Η ιδέα ότι οι Ελληνοαμερικανοί μπορούν να μαζέψουν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ή ακόμη και 500 εκατομμύρια πανεύκολα είναι λάθος, φαίνεται να έχετε παραξηγήσει τις δυνατότητές μας», λέει ο Αντι Μανάτος. Τώρα στο κομμάτι της ανθρωπιστικής κρίσης, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό που θα ήθελε να βοηθήσει και όντως βοηθάει, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μας λέει ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας. Στην Μπεθέστα του Μέριλαντ, ο ελληνικής καταγωγής Μιχάλης Ντατς, συνταξιούχος παιδίατρος, ήθελε και αυτός να κάνει κάτι να βοηθήσει τα παιδιά στην Ελλάδα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας της κρίσης. Ετσι, οργάνωσε στις αρχές του καλοκαιριού ένα γεύμα, κάλεσε φίλους και γνωστούς και κατάφερε να μαζέψει 36.000 δολάρια για την οργάνωση «Το χαμόγελο του Παιδιού». «Αν πάρετε αυτές τις 36.000 δολάρια από την Μπεθέστα και τις πολλαπλασιάσετε από τη μία άκρη της Αμερικής στην άλλη, θα βρείτε ότι έχουν δοθεί από την κοινότητά μας σε διάφορες οργανώσεις στην Ελλάδα πάνω από 10.000.000 τα τελευταία τρία χρόνια», λέει ο Μανάτος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα έχει καθυστερήσει γιατί για χρόνια υπήρχε φόβος ότι τα χρήματα που θα έστελναν οι ομογενείς θα χάνονταν. «Τώρα όμως που οι Ελληνοαμερικανοί έχουν έρθει σε επαφή με συγκεκριμμένες Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις, όχι κρατικές, και ξέρουν ότι τα χρήματά τους μπορούν να προσφέρουν πραγματική βοήθεια σε αυτούς που την χρειάζονται, ο αριθμός των χρημάτων προς την Ελλάδα έχει αυξηθεί», λέει ο Ντατς.
Μια συνάντηση στη σουίτα του «Χίλτον»
Οι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες αρχίζουν να νιώθουν την πρώτη ανασφάλεια στο άκουσμα της είδησης ότι ο σημαντικότερος και παλαιότερος συνδετικός κρίκος για οποιαδήποτε δραστηριότητα μεταξύ Ελλάδας και ομογένειας, η Αρχιεπισκοπή, αντικαθίσταται από δύο ανθρώπους που δεν ήταν της εμπιστοσύνης τους, ακόμα. Ετσι, το κλίμα αλλάζει. Αρχίζουν να αναρωτιούνται τι συμβαίνει, καταλήγοντας στο γνωστό συμπέρασμα: «Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά», όπως θυμάται υψηλά ιστάμενος διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον που δέχεται τέτοια σχόλια από τους ομογενείς. Και κάπως έτσι, το αρχικό κλίμα ευφορίας γρήγορα αντικαταστάθηκε, για άλλη μια φορά, από δυσπιστία.
Η πρεσβεία δεν εμπλέκεται περαιτέρω και η συνάντηση του Μαΐου στην Αθήνα τελικά γίνεται με τη μεσολάβηση των δύο νέων συνεργατών του τότε πρωθυπουργού. Οι συμμετέχοντες συναντιούνται σε μία σουίτα του ξενοδοχείου Χίλτον, καθώς δεν είναι και πολλοί. Η ελληνική πλευρά απαρτίζεται από οκτώ υπουργούς και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ενώ η απέναντι πλευρά δεν ξεπερνάει τους έξι επιχειρηματίες από την Αμερική, μόνο δύο από το δείπνο του Μαρτίου, και λίγους ακόμα από την Ευρώπη. Ο τότε πρωθυπουργός εστιάζει στις ευκαιρίες που υπάρχουν στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και στις θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει για διευκόλυνση επενδύσεων στη χώρα.
Μία από τις τελευταίες προσπάθειες της κυβέρνησης Παπανδρέου για επενδύσεις από την ελληνοαμερικανική κοινότητα φαίνεται να γίνεται στο τέλος του 2010, όταν η Ελλάδα βρίσκεται ήδη έξι μήνες στο Μνημόνιο και πλέον η ανάγκη για χρήματα από έξω είναι τεράστια. Η πρεσβεία κανονίζει για άλλη μία φορά συνάντηση του τότε υπουργού Επικρατείας, υπεύθυνου για επενδύσεις, Χάρη Παμπούκη, με επιφανή μέλη της ελληνοαμερικανικής κοινότητας για να τα ενημερώσει για το πρόγραμμα fast track, αξιόλογων επενδύσεων που θα μπορούσαν να γίνουν με τη βοήθεια της κυβέρνησης σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτή τη φορά η συνάντηση είναι σε μία από τις πιο παλιές και πριβέ λέσχες του Μανχάταν, το Metropolitan Club με θέα το πάρκο. Ξανά οι δισεκατομμυριούχοι επενδυτές Ντιν Μητρόπουλος και Τζον Κατσιματίδης περνούν την πόρτα της λέσχης και περιμένουν να ακούσουν τον υπουργό από την Ελλάδα. Ο κύριος Παμπούκης προσπαθεί να εξηγήσει το fast track και πώς θα λειτουργεί.
Κάποια στιγμή, ο Ντιν Μητρόπουλος, που είχε φτάσει από το Σικάγο ειδικά για τη συνάντηση, λέει: «Εγώ είμαι διατεθειμένος να πάρω το ρίσκο και να επενδύσω 40- 50 εκατομμύρια δολάρια στην Ελλάδα». Η απάντηση του τότε υπουργού ήταν: «Αν δεν μιλάμε για επένδυση τουλάχιστον 500.000.000, δεν ενδιαφερόμαστε», μεταφέρει στην «Κ» ένας παρευρισκόμενος που ακούει τα λόγια του υπουργού με απορία.
Ο υπουργός συνεχίζει λέγοντας: «Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια ποσά, αλλά το invest in Greece». Τουλάχιστον αυτό μεταφέρει άλλος παρευρισκόμενος σε εκείνη τη συνάντηση. Ο Μητρόπουλος συνεχίζει λέγοντας: «Εδώ είμαστε 10 επιχειρηματίες, δεν μπορούμε να επενδύσουμε όλοι από 50 εκατομμύρια και να μπούμε στο fast track;» και η απάντηση που έρχεται από τον υπουργό είναι «Οχι».
Ο λομπίστας Αντι Μανάτος θυμάται ότι οι Ελληνοαμερικανοί έφυγαν από τη συνάντηση απογοητευμένοι, λέγοντας ο ένας στον άλλο: «Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν καταλαβαίνει την αξία τού να φέρεις μία επένδυση που θα δημιουργήσει δουλειά και θα φέρει ρευστότητα…». «Ξέρετε, αυτή η συνάντηση έκοψε τη φόρα πολύ άσχημα από τους ισχυρούς Ελληνοαμερικανούς. Ηταν αφελές να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Στην κατάσταση που βρισκόταν η Ελλάδα, όποια βοήθεια και να σου προσφερθεί την παίρνεις», καταλήγει.
Μιλώντας με Ελληνοαμερικανούς επιχειρηματίες που συμμετείχαν σε αυτές τις συναντήσεις, σε ένα πράγμα συμφωνούν όλοι: η Ελλάδα χρειάζεται αυτή τη στιγμή ένα success story. «Μέχρι να καταφέρει η Ελλάδα να μας παρουσιάσει μία εταιρεία που να μας πει πόσα λεφτά επένδυσε, πόσο καιρό πήρε να την στήσουν και τι κέρδη έχει αυτή τη στιγμή, δεν θα δείτε μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα», λέει ο Αντι Μανάτος, που έρχεται σε επαφή με μεγάλο μέρος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας.
«Σας διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που θα ’θελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Πρέπει όμως και οι Ελληνες να καταλάβουν ότι κανένας δεν θα επενδύσει μόνο από πατριωτισμό και συναίσθημα. Η ελληνική πλευρά πρέπει να δείξει σοβαρότητα, πράγμα που δεν έχει κάνει ακόμα, αλλά και ότι το έδαφος είναι κατάλληλο για επικερδείς επενδύσεις στη χώρα».