«Εκλεισε» ένα κεφάλαιο της ιστορίας του μπάσκετ
Ο Γιώργος Αμερικάνος θα μας θυμίζει πάντα μια διαφορετική, όμορφη εποχή
Του Γιώργου Βαλαβάνη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στην εποχή του Γιώργου Αμερικάνου, του Γιώργου Κολοκυθά, του Φαίδωνα Ματθαίου και άλλων αείμνηστων παικτών, η αγάπη τους για το μπάσκετ είχε ρομαντισμό, αγνότητα, αλλά και ένα μοναδικό όφελος. Την αναγνώριση στα αθλητικά ινδάλματα εκείνης της εποχής και την αγάπη του κόσμου που ασφυκτιούσε στα γήπεδα για να θαυμάσει τις περίτεχνες ενέργειές τους.
Γι’ αυτούς τους «μύθους» του ελληνικού μπάσκετ, η ιστορία ήταν γενναιόδωρη μαζί τους, μόνο και μόνο για την αποθέωση που γνώριζαν εντός και εκτός γηπέδων. Οι υλικές απολαβές βρίσκονται στη σφαίρα του ιδεατού και όπως έλεγε πολλές φορές ο Γιώργος Αμερικάνος, χωρίς κανένα παράπονο «εγώ και η γενιά μου «χορτάσαμε» από δόξα και μας έφτανε να ζήσουμε ευτυχισμένοι όλα τα επόμενα χρόνια». Και όταν τον ρωτούσαν για το αν ήθελε να είχε γεννηθεί είκοσι χρόνια αργότερα, από το 1942, στη Νίκαια, ο Αμερικάνος είχε έτοιμη την απάντηση: «Την ίδια εποχή ήθελα να ξαναπαίξω μπάσκετ, γιατί ήταν αγνή. Γιατί, όλοι οι παίκτες ήμασταν κομμάτι της κοινωνίας και ας είχαμε ξεχωρίσει ως οι σταρ του μπάσκετ. Δεν την αλλάζω την εποχή μου, γιατί ανοίξαμε δρόμους για το άθλημα και κερδίσαμε το ενδιαφέρον του κόσμου».
Ο «Παγκόσμιος», Γιώργος Αμερικάνος, όπως ο «Μύτος», Γιώργος Κολοκυθάς και ο «Πατριάρχης» Φαίδωνας Ματθαίου, υπηρέτησαν το ελληνικό μπάσκετ και άφησαν μεγάλες παρακαταθήκες για τις επόμενες γενιές, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτοι στο άθλημα και η συνολική καριέρα τους στηρίχτηκε σε συντριπτικό ποσοστό στο μεγάλο ταλέντο τους.
Η γνώριμη φράση του Αμερικάνου «δώσε μου την μπάλα, τους έχω» που έλεγε στους συμπαίκτες του, στον ιστορικό τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων με τη Σλάβια Πράγας, στο Καλλιμάρμαρο, πιστοποιεί την αυτοπεποίθηση που είχαν οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής για την έφεσή τους στο σκοράρισμα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την όποια προπονητική τακτική υπήρχε.
«Από τις πρώτες στιγμές που έπιασα στα χέρια μου την μπάλα του μπάσκετ, είχα την αίσθηση και την πεποίθηση ότι μπορούσα να σκοράρω, σχεδόν, με κάθε τρόπο. Με σουτ από το ταμπλό ή με διείσδυση ή με λέι απ που δεν το λέγαμε έτσι τότε. Προσωπικά, έπαιζα με ψυχή και πίστευα ότι δεν θα αστοχούσα. Τότε δεν υπήρχε στατιστική, αλλά εγώ υπολόγιζα στη διάρκεια του αγώνα, περίπου, σε πόσες προσπάθειες είχα ευστοχήσει και αστοχήσει. Ε, το ταμείο ήταν πάντα συν!» μου είχε πει στη μία και μοναδική συνέντευξη που του είχα κάνει πριν από 24 χρόνια στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» και όπως πάντα, ο Αμερικάνος απαντούσε με την αυθεντικότητα και την απλότητα που διέκρινε τον χαρακτήρα του.
«Με το μπάσκετ δεν ασχολήθηκα για να κερδίσω μια καλή ζωή. Τότε ήσουν αθλητής για τη δόξα και τη φήμη. Ημασταν «ψώνια» με το μπάσκετ και η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας ήταν να παίζουμε μπροστά σε γεμάτες εξέδρες, Να βγαίνουμε στον δρόμο και να έρχεται ο κόσμος για να σου δώσει συγχαρητήρια για την απόδοσή σου ή να σε ρωτήσει για το πώς πέτυχα κάποιο δύσκολο καλάθι» έλεγε ένας εκ των τελευταίων εκφραστών των χρόνων της αγνότητας στο ελληνικό μπάσκετ, το οποίο γνώρισε την πρώτη «απογείωση» του με την επιτυχία της ΑΕΚ, το 1968.
Και όταν το άθλημα «απογειώθηκε» για δεύτερη φορά, με το έπος της Εθνικής ομάδας, το 1987, ο Αμερικάνος και οι άλλοι πρωτεργάτες ένιωσαν την απόλυτη δικαίωση για την «κληρονομιά» που είχαν αφήσει. Ελεγε τότε ο Αμερικάνος: «Πάντα πίστευα ότι το μπάσκετ μπορεί να «τρελάνει» από χαρά όλους τους Ελληνες».
Ενας γνήσιος άνθρωπος
Οι δεκάδες κολακείες για την αγωνιστική αξία του που είχε ακούσει και είχε διαβάσει στις εφημερίδες της εποχής, ο Γιώργος Αμερικάνος, ωχριούσαν συγκριτικά με τα καλά λόγια που έλεγαν όλοι για τον ατόφιο χαρακτήρα του και τη «χρυσή» καρδιά που είχε.
«Δεν καταλάβαινες ποτέ, αν ο Γιώργος ήταν στεναχωρημένος. Χαμογελούσε πάντα και είχε φιλοσοφήσει τη ζωή. Μπορεί να ήταν λίγο... «συννεφιασμένος» κάποιες φορές, αλλά κάθε φορά που βρισκόταν με τους φίλους και την παρέα του, δεν σκεφτόταν ό,τι άσχημο είχε συμβεί. Ο Γιώργος είχε μεγάλη «ψυχή» και τους χωρούσε όλους», είπε ο Λάκης Τσάβας που ήταν ο πλέι μέικερ της θρυλικής ΑΕΚ του ‘68 και νιώθει ότι μετά τον χαμό του Γιώργου Κολοκυθά, η γενιά του, έχασε και δεύτερο «Κολοσσό», όπως αποκαλούσε και τους δύο εκλιπόντες. Και συνεχίζει ο Τσάβας: «Ο Γιώργος μας έλεγε πάντα: «Μη φοβάστε, θα κερδίσουμε». Η παλικαριά του δεν καταλάβαινε από έδρες και ονόματα».
Για τον Χρήστο Ζούπα, ο οποίος βίωσε λόγω του ιατρικού λειτουργήματός του, τη σταδιακή επιδείνωση της υγείας του Αμερικάνου, η εμφάνιση παικτών που εξελίσσονται σε φαινόμενα, γίνεται μια φορά κάθε 20-30 χρόνια. «Ο Αμερικάνος, ο Κολοκυθάς, ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης. Παίκτες που είναι «κεφάλαια» στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ με μεγάλη χρονική διαφορά. Πάντα, όμως, θα υποστηρίζω ότι η δική μας εποχή ήταν η δυσκολότερη. Ο Γκάλης ήρθε ολοκληρωμένος παίκτης από την Αμερική, ενώ ο Αμερικάνος ήταν αυτοφυές ταλέντο της εποχής», υποστήριξε ο Χρήστος Ζούπας.
Για τον Γιώργο Τρόντζο, ο Αμερικάνος ήταν «πάντα ο άνθρωπος που κατάλαβε καλύτερα και πιο γρήγορα απ’ όλους πόσο μεγάλο άθλο πετύχαμε το ‘68 και μας το υπενθύμιζε κάθε χρόνο. Είχε πάντα αισιοδοξία και έβλεπε το ποτήρι μισογεμάτο».
Η ΑΕΚ τον πλήγωσε, εκείνος συνέχισε να την τιμάει
Η σχέση του Γιώργου Αμερικάνου με την ΑΕΚ ήταν... ερωτική. Ακόμα κι όταν το ‘70, «εκδιώχθηκε» από το ίδιο το σπίτι του, όπως αποκαλούσε την Ενωση και έπαιξε στον Απόλλωνα Πατρών, δεν κράτησε καμία κακία για τις μικρότητες των τότε παραγόντων και σεβάστηκε την πολύχρονη ταύτισή του με την κιτρινόμαυρη φανέλα και το νούμερο «10» στην πλάτη.
Ο Αμερικάνος δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα φορούσε τη φανέλα άλλης ομάδας. Μπορεί στην εποχή του να μην υπήρχαν τα τατουάζ, αλλά το έμβλημα του Δικέφαλου αετού είχε, σχεδόν, αποτυπωθεί στο δέρμα του, όπως έλεγε ο ίδιος.
«Είχα πάει μπροστά στον καθρέφτη με τη φανέλα του Απόλλωνα και δεν πίστευα ότι ήμουν εγώ. Λέω στον εαυτό μου: Ρε Γιώργο, δεν θα σε αναγνωρίζει ο κόσμος. Στην ΑΕΚ, όμως, όταν χάσαμε από τον Παναθηναϊκό σ’ έναν προημιτελικό Κυπέλλου, το 1970, είπαν ότι έπρεπε να γίνει ανανέωση. Είχαν περάσει μόνο δύο χρόνια από τον θρίαμβο του ‘68 και ήμουν 28 χρόνων...».
Την τρίτη φορά που ο Αμερικάνος βρέθηκε αντίπαλος της ΑΕΚ, η αγαπημένη ομάδα του κινδύνευε με υποβιβασμό, αν γνώριζε την ήττα από τον Απόλλωνα. Ο Αμερικάνος δεν θα μπορούσε ποτέ να... «προσυπέγραφε» την πτώση της ΑΕΚ: «Σε μία από τις τελευταίες επιθέσεις, κράτησα την μπάλα και αντί για σουτ την πέταξα στον πάγκο της ΑΕΚ και τους είπα: Δεν χάνει η ΑΕΚ, να το ξέρετε!».
Εδινε, πάντα το παρών στη τελετή μνήμης για τον θρίαμβο της 4ης Απριλίου του 1968, στο Καλλιμάρμαρο και η εκδήλωση δεν άρχιζε αν ο «Παγκόσμιος» δεν έκανε την εμφάνισή του. Καλούσε όλους τους παλιούς συμπαίκτες του για να πιουν ένα ποτήρι κρασί, το ίδιο βράδυ κάθε χρόνο και να θυμηθούν όσα είχαν περάσει στα γήπεδα. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Χρήστος Ζούπας είπε για τον καλό του φίλο: «Χάσαμε οριστικά την “ψυχή” εκείνης της ομάδας...».