Όταν «μιλάνε» τα μάτια, υπάρχουν παραφωνίες
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το βλέμμα δεν πείθει πάντα τον δέκτη του μηνύματος
Της Ασπασίας Δασκαλοπούλου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
«Κοίτα με στα μάτια όταν σου μιλάω», λένε συχνά οι γονείς στα παιδιά τους κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής συζήτησης.
«Εχει επικρατήσει παραδοσιακά η πολιτισμική αντίληψη ότι το να κοιτάς τον συνομιλητή σου στα μάτια αποτελεί μέσο άσκησης επιρροής», λέει η Φράνσις Σεν, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά και βασική ερευνήτρια σε μια νέα επιστημονική μελέτη που έρχεται να ανατρέψει τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι για να «περάσει» η άποψή μας πρέπει να κοιτάμε τον συνομιλητή στα μάτια.
Εως σήμερα, έρευνες σχετικές με τη δύναμη της επαφής του βλέμματος, όπως αποκαλείται η επικοινωνία όταν κοιτάμε τον συνομιλητή μας κατάματα, καταπιάνονταν με το ζήτημα από τη σκοπιά του ομιλητή. Τέτοιες έρευνες κατατείνουν στο ότι ο ομιλητής κοιτώντας στα μάτια τον αποδέκτη του μηνύματος νιώθει περισσότερο πειστικός και αρεστός και έχει την αίσθηση ότι ο δεύτερος τον θεωρεί σημαντικό και τον παρακολουθεί με μεγαλύτερη προσοχή. Η πραγματική όμως επίδραση της επαφής με το βλέμμα στον αποδέκτη του μηνύματος δεν είχε μέχρι πρόσφατα διερευνηθεί επιστημονικά.
Ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά και το Χάρβαρντ ανακάλυψαν ότι όσο περισσότερο ο αποδέκτης κοιτάει τον ομιλητή στα μάτια τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να καταφέρει ο δεύτερος να πείσει τον πρώτο να αλλάξει γνώμη πάνω σε ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, όπως αναφέρουν οι ερευνητές σε δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science της Αμερικανικής Εταιρείας Ψυχολογίας.
Παλαιότερες έρευνες σε ζώα και συγκεκριμένα σε πρωτεύοντα, στα οποία ανήκουν για παράδειγμα οι πίθηκοι και οι χιμπατζήδες, έδειξαν ότι «σε καταστάσεις διαμάχης, τα ζώα χρησιμοποιούν την επαφή με το βλέμμα για να δηλώσουν την κυριαρχία τους», λέει η δρ Τζούλια Μίνσον, καθηγήτρια Δημόσιας Πολιτικής στο Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, η οποία συμμετείχε στη συγκεκριμένη έρευνα.
Με οδηγό την εξελικτική μας ιστορία, η παραπάνω ερευνητική ομάδα έκανε πειράματα σε φοιτητές του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και παρατήρησε ότι η επαφή με το βλέμμα μειώνει τη δύναμη της πειθούς που ασκεί ο ομιλητής πάνω στον αποδέκτη του μηνύματος, ειδικά όταν ο δεύτερος πρεσβεύει την αντίθετη άποψη. «Οταν διαφωνείς με κάποιον, τον θεωρείς αντίπαλό σου. Οταν λοιπόν ο αντίπαλος σε κοιτάει στα μάτια, δείχνει πιο απειλητικός, με αποτέλεσμα να γίνεσαι πιο κλειστός απέναντί του», εξηγεί η ψυχοθεραπεύτρια Μαριλένα Κόμη, διευθύντρια του Κέντρου Βίλχελμ Ράιχ στην Αθήνα, η οποία δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη έρευνα.
«Είτε είσαι πολιτικός είτε γονιός, θα ήταν χρήσιμο να έχεις στο μυαλό σου ότι η επαφή με το βλέμμα ίσως να μη φέρνει πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα, ειδικά όταν προσπαθείς να πείσεις κάποιον που έχει αντίθετες πεποιθήσεις από εσένα», συμπληρώνει η δρ Μίνσον.
Συναίσθημα - επικοινωνία
«Το βλέμμα είναι ένα σύμπαν», τονίζει η Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Κάτι που δεν εξετάζεται σε αυτή την έρευνα είναι αν το βλέμμα στο οποίο γίνεται αναφορά είναι βλέμμα εμπιστοσύνης, συμπάθειας, αγάπης ή είναι εχθρικό ή επιθετικό», συμπληρώνει η ίδια.
Ενώ άλλοι επιστήμονες θεωρούν την έρευνα μεθοδολογικά στέρεη και τεκμηριωμένη, «στον πραγματικό κόσμο η σημασία ενός ερευνητικού αποτελέσματος αλληλεπιδρά με μια σειρά παραγόντων», προσθέτει ο κ. Αντώνης Γαρδικιώτης, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με εξειδίκευση στην Κοινωνική Ψυχολογία και συγκεκριμένα σε ζητήματα πειθούς και κοινωνικής επιρροής. «Για να είναι ένα μήνυμα πειστικό, παίζει σημαντικό ρόλο το κύρος και η αξιοπιστία της πηγής, οι προσδοκίες, οι προκαταλήψεις και η ιδεολογία του αποδέκτη, καθώς επίσης και η σχέση των δύο πλευρών», προσθέτει ο κ. Γαρδικιώτης.
Οι ξένοι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι για να μπορέσουν να εφαρμοστούν τα παραπάνω αποτελέσματα τόσο στην πολιτική αρένα όσο και στις οικογενειακές ή διαπροσωπικές σχέσεις, απαιτείται να πραγματοποιηθούν περισσότερες έρευνες σε ανθρώπους από ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα και επίπεδα μόρφωσης. Δεδομένου όμως ότι η επαφή με το βλέμμα είναι ένα εξελικτικά πρωτόγονο φαινόμενο, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι αιτίες των ανθρώπινων αντιδράσεων που συνδέονται με αυτό έχουν βαθιές ρίζες στο υποσυνείδητό μας.
Το πείραμα με την τεχνολογία eye-tracking
Οι ερευνητές ζήτησαν από 20 φοιτητές να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο μέσα από το οποίο εξέφραζαν το κατά πόσον συμφωνούν ή διαφωνούν σε 18 αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως τα πανεπιστημιακά δίδακτρα, η καθιέρωση ενός συγκεκριμένου ποσοστού πρόσληψης γυναικών, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή η χρήση πυρηνικής ενέργειας, για παράδειγμα.
Την επόμενη ημέρα ζητήθηκε από τους ίδιους φοιτητές να παρακολουθήσουν επτά βίντεο στο Διαδίκτυο που αφορούν πέντε από τα 18 αυτά αμφιλεγόμενα ζητήματα. Σε τρία βίντεο ο ομιλητής κοιτούσε απευθείας στην κάμερα, ενώ στα υπόλοιπα κοιτούσε ελαφρώς στα πλάγια. Χρησιμοποιώντας τεχνολογία καταγραφής των κινήσεων των ματιών (eye-tracking), οι επιστήμονες παρακολουθούσαν σε ποιο ακριβώς σημείο του προσώπου του ομιλητή κοιτάει ο δέκτης σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή.
Μόλις τελείωνε το κάθε βίντεο οι φοιτητές απαντούσαν σε ερωτήσεις σχετικά με το πόσο δεκτικοί ήταν απέναντι στην άποψη του ομιλητή, πόσο πρόθυμοι να δεχθούν περισσότερες πληροφορίες ή να συμμετάσχουν σε συζήτηση υποστηρίζοντας την άποψη του ομιλητή. Αφού παρακολούθησαν όλα τα βίντεο, οι φοιτητές συμπλήρωσαν για άλλη μία φορά το πρώτο ερωτηματολόγιο.
Από τις απαντήσεις των συμμετασχόντων οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι φοιτητές που διαφωνούσαν με τον ομιλητή άλλαζαν πιο δύσκολα γνώμη όταν αυτός τους κοιτούσε στα μάτια, παρά όταν κοιτούσε πλάγια. Την ίδια στιγμή η τεχνολογία eye-tracking, που κατέγραφε με λεπτομέρεια πού ακριβώς κοιτούσαν οι φοιτητές, «μαρτύρησε» επίσης ότι όσο περισσότερη ώρα οι συμμετέχοντες παρακολουθούσαν τον ομιλητή κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια τόσο πιο δύσκολα πείθονταν για την αντίθετη άποψη.
Για να διαπιστώσουν εάν πράγματι η επαφή με το βλέμμα μειώνει τη δύναμη της πειθούς του ομιλητή, οι ερευνητές έκαναν μια παραλλαγή του προηγούμενου πειράματος. Σε αυτή τη νέα εκδοχή οι ερευνητές ζήτησαν από 42 φοιτητές να παρακολουθήσουν τέσσερα βίντεο σε θεματολογία αντίθετη των απόψεών τους, στα οποία ο ομιλητής τούς κοιτούσε στα μάτια. Καταγράφοντας πάλι την κίνηση των ματιών με την τεχνολογία eye-tracking, ζητήθηκε από τους μισούς συμμετέχοντες να παρακολουθούν τον ομιλητή κοιτάζοντάς τον στα μάτια ενώ οι υπόλοιποι κοιτάζοντάς τον στο στόμα. Οπως και στο προηγούμενο πείραμα, οι φοιτητές απάντησαν στις ίδιες ερωτήσεις πριν και μετά τη δοκιμασία των βίντεο.
Το δεύτερο πείραμα δεν άργησε να επιβεβαιώσει την αρχική υπόθεση των ερευνητών, ότι δηλαδή οι συμμετέχοντες που κοιτούσαν τους ομιλητές στα μάτια άλλαζαν πιο δύσκολα γνώμη σε σχέση με αυτούς που τους κοιτούσαν στο στόμα.