Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Το εξαιρετικό άρθρο του Στ. Κασιμάτη για τη «θεωρία των δύο άκρων»


Από τις θεωρίες στις πράξεις
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Είναι εσφαλμένο να αναφερόμαστε σε «θεωρία των δύο άκρων», διότι, έτσι όπως διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα, μιλάμε για «θεωρίες» των δύο άκρων.
Πολλές θεωρίες, σχεδόν όσες και οι «γνώμες» που εκφράζονται - όπου η «γνώμη» δέον όπως εκληφθεί ως ανατομικού χαρακτήρα μετωνυμία, βασιζόμενη στη δημοφιλή επιγραμματική ρήση του κινηματογραφικού dirty Harry, την οποία περιττεύει να θυμίσω. Επειδή αυτή η στήλη κάπως συνέβαλε, πέρυσι στις 16 Σεπτεμβρίου, ώστε να ανοίξει η συζήτηση, κρίνω σκόπιμο να βάλω από πλευράς μου τα πράγματα στη θέση τους με τη δική μου «γνώμη». (Αν μου επιτρέπετε τον αυτοσαρκασμό...).
Για τον λόγο αυτό, θα σας ζητούσα κάτι, φαινομενικά μόνον, εύκολο - διότι η ρηχότητα της μνήμης σε συνδυασμό με την ταχύτητα της πληροφόρησης και την υπερβολή των ΜΜΕ δεν διευκολύνουν την προσπάθεια. Μπορούμε, με νηφαλιότητα, να θυμηθούμε πόση βαρύτητα είχε για την κοινή γνώμη το θέμα της πολιτικής βίας, προτού εμφανισθεί η Χρυσή Αυγή ως κοινοβουλευτικό κόμμα;
Μπορεί να πέφτω έξω, αλλά η δική μου απάντηση είναι ότι ανεχόμασταν την πολιτική βία σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο εν σχέσει με τις χώρες που μας αρέσει να συγκρινόμαστε και θεωρούμε ότι μας οφείλουν, επειδή «τους δώσαμε τα φώτα». Από την Κερατέα και τις συστηματικές καταστροφές σε κτίρια και εμπορικά καταστήματα της Αθήνας από ακτιβιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μέχρι τη βία των απεργών της Χαλυβουργικής και την κατάσταση στον Αγιο Παντελεήμονα, ανεχόμασταν σιωπηρά ένα σωρό εκδηλώσεις βίας. Για ορισμένα από αυτά καταπίναμε την αγανάκτησή μας. Για τους νεκρούς της Marfin, λ.χ., θυμάμαι ότι μαζευτήκαμε το πολύ τετρακόσια άτομα, όταν μέσω Διαδικτύου έπεσε η ιδέα να κάνουμε μια πορεία εις μνήμην των δολοφονηθέντων. Οσον αφορά κάποια άλλα περιστατικά, όμως, ας πούμε τις συστηματικές επιθέσεις κατά μεταναστών («λαθρό-» ή μη, πάντως σκούρων στο χρώμα του δέρματος) στον Αγιο Παντελεήμονα τις αγνοούσαμε ηθελημένα, επειδή είχαμε την τύχη να μη ζούμε στη συγκεκριμένη περιοχή, ει μη τι άλλο. (Προσωπικώς, λ.χ., δεν θυμάμαι να έχω πάει σε καμία τέτοια εκδήλωση διαμαρτυρίας...).
Οταν όμως η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή και, εμείς είδαμε φάτσες και συμπεριφορά, ενώ εκείνοι σιγά σιγά πήραν αέρα και άρχισαν να χτυπούν ανοιχτά, εκλαμβάνοντας την ανοχή μας στην κοινοβουλευτική παρουσία τους ως αποδοχή της βίας τους, τότε πολύ γρήγορα ξυπνήσαμε. Για να το πω μεταφορικά, η παρουσία της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο ήταν ο αφόρητος πονόδοντος που σε στέλνει τελικά στον οδοντίατρο για τη φρικτή εμπειρία της απονεύρωσης και, με την ευκαιρία, σε κάνει να βάζεις στο πρόγραμμα και τα σφραγίσματα, που ώς τότε είχες τη δυνατότητα να παραβλέπεις.
Γιατί όλα αυτά τα χρόνια ανεχόμασταν τη βία που εκφραζόταν στο όνομα αριστερών ιδεωδών -έστω και αν η επίσημη Αριστερά στις ποικίλες εκφάνσεις της απέφευγε να την ενστερνισθεί ευθέως- και ξυπνήσαμε, μόλις είδαμε το ίδιο πράγμα να εκδηλώνεται στο όνομα της υπεράσπισης του «ελληνικού αίματος» και της «ελληνικής γης»; Πώς συνέβη και ξαφνικά φρικάραμε;
Υπάρχουν, νομίζω, διάφοροι παράγοντες στους οποίους οφείλεται η διαφορά. Κατ’ αρχάς, η εγγενής «ΚΔΟΑ» (Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Αγνοια, κατά την ορολογία του Παναγιώτη Κουτρουμπούση...) της Χρυσής Αυγής: η βλακεία της, με άλλα λόγια. Βλακεία, η οποία οφείλεται και στο γεγονός ότι από τη μια στιγμή στην άλλη η οργάνωση εκτινάχθηκε από τον σκοτεινό υπόκοσμο στο κοινοβούλιο. Το είδαμε, νομίζω, στην ευκολία με την οποία η οργάνωση ως κοινοβουλευτικό κόμμα πλέον πέρασε από τους ξυλοδαρμούς και τον εκφοβισμό στις εν ψυχρώ δολοφονίες.
Επειτα, ήταν η διαφορά των κυβερνήσεων και των εκλογικών σκοπιμοτήτων τους. Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν την πολυτέλεια, μέχρις ενός σημείου, να ανέχονται την ήπια βία των ακραίων της Αριστεράς, γιατί σε περιόδους διλημμάτων μπορούσαν να ελπίζουν στις ψήφους όσων για ιδεολογικούς λόγους δικαιολογούσαν τις (ήπιες ή μη) μορφές βίας της Αριστεράς. Αποκορύφωμα της συγκεκριμένης στάσης απέναντι στο φαινόμενο ο πρώην πολιτικός Χρήστος ο Παπουτσής, που βοήθησε όσο κανείς άλλος (δεν το ήθελε ο άνθρωπος, απλώς δεν το κατάλαβε...) στην αφύπνιση, όταν μας είπε ότι προτιμά σπασμένα μάρμαρα παρά σπασμένα κεφάλια. Από την άλλη πλευρά, κυβερνήσεις όπως η σημερινή, στην οποία επικρατεί η κεντροδεξιά απόκλιση, δεν έχουν συμφέρον να ανέχονται την ακροδεξιά βία. Με την εξαίρεση των όσων ψήφιζαν Χρυσή Αυγή τη δεκαετία του 1990, οι εκατοντάδες χιλιάδες που την ψήφισαν τον περσινό Ιούνιο είναι κομμάτι της θυμωμένης Λαϊκής Δεξιάς που χειραφετήθηκε, με αποτέλεσμα να κατακρημνισθούν τα εκλογικά ποσοστά της Ν.Δ.
Τρίτος παράγων στο υπόβαθρο της κατάστασης αυτής -και ίσως ο βασικότερος όσον αφορά τη χρόνια ανοχή μας στη βία- ήταν ότι, μέρος της δημοκρατικής κουλτούρας της Μεταπολίτευσης υπήρξε αυτό που ο ιστορικός Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος έχει ονομάσει, στο πλαίσιο μιας άλλης συζήτησης, «ρεβάνς των ηττημένων του Εμφυλίου». Αισθάνομαι όμως ότι είναι θεμιτό να δανειστώ τη διατύπωση, για να περιγράψω μία κατάσταση όπου ο σκοπός της βίας ήταν επαρκής δικαιολογία για τις ποικίλες μορφές που έπαιρνε.
Ωσπου ήλθαν οι δολοφονίες και άλλαξαν τελείως την αντίληψή μας για το φαινόμενο. Ξαφνικά, ο αποτροπιασμός συνέδεσε τα σπασμένα μάρμαρα των μνημειακών κτιρίων, τις μολότοφ της Κερατέας, τα σπασμένα κεφάλια των Πακιστανών, και τους μαχαιρωμένους ανθρώπους στην ίδια αλληλουχία. Εκτινάχθηκε απότομα ο βαθμός της βίας, όμως η ουσία της είχε μείνει η ίδια και, ξαφνικά, ο σκοπός στο όνομα του οποίου ασκείται, ανεξαρτήτως έντασης και μορφής, έπαψε να έχει σημασία. Καταλάβαμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε τη στοιχειώδη ασφάλεια, που υποτίθεται ότι εγγυάται η Δημοκρατία, είναι η εφαρμογή του κανόνα δικαίου: κράτος, το οποίο θα εφαρμόζει τους νόμους και δεν θα χρησιμοποιεί την ισχύ του κατά περίπτωση. Επιπλέον, σταθήκαμε τυχεροί να έχουμε τον Νίκο Δένδια, καλό νομικό και ικανό μάνατζερ, στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. (Αυτό, τέλος πάντων, που οι μοδάτοι το λένε «Προστασίας του Πολίτη»...). Ολα αυτά μαζί έκαναν τη διαφορά, ώστε να αντιδράσουμε, επιτέλους, στον τρόπο με τον οποίο διάφοροι υπηρετούν τον αγώνα για την επικράτηση των ιδεών τους. Ποιων ιδεών; Δεν έχει σημασία. Του ενός, των δύο, των τριών ή τεσσάρων άκρων; Αδιάφορο. Οι πράξεις μετράνε πλέον· τα άλλα έπονται...