Βαϊμάρη - Αθήνα ΙΙ
Του Θάνου Βερεμή
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Από όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, το γερμανικό ολοκληρώθηκε αργότερα. Η αδυναμία του κατακερματισμού σε μικρές ηγεμονίες διαμόρφωσε και τις προτεραιότητες των ηγετών τους ώστε «η ισχύς εν τη ενώσει» να αποτελέσει τον μεγάλο στόχο του Μπίσμαρκ.
Αν αυτός πραγματοποίησε τη «μικρή» Γερμανία, ο Χίτλερ με την ενσωμάτωση της Αυστρίας ολοκλήρωσε το όνειρο της «μεγάλης» Γερμανίας. Κατάφερε έτσι να εξασφαλίσει την αποδοχή σημαντικού τμήματος του λαού και ψάρεψε οπαδούς σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, εκτός των κομμουνιστών.
Το άλλο ζήτημα που επέτρεψε στον Χίτλερ να καταλάβει με κοινοβουλευτικά μέσα την εξουσία υπήρξε ο φόβος της αναρχίας και του εμφυλίου, που βίωσαν οι Γερμανοί τα πρώτα χρόνια μετά την «επονείδιστη» συνθηκολόγηση του 1918. Οι εξεγέρσεις στις μεγάλες πόλεις και η καταστολή τους συνόδεψαν την πράξη γέννησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την επικράτειά της με τη Δυτική Θράκη το 1919 και τη Δωδεκάνησο το 1947. Ο ελληνικός αλυτρωτισμός απέτυχε στη Βόρειο Ηπειρο, στην Κύπρο και την Ανατολική Θράκη η οποία περιήλθε στην Τουρκία το 1923 μετά την κατάργηση της Συνθήκης των Σεβρών. Ωστόσο η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας μονιμοποιήθηκε μετά τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Η σημερινή δημοσιονομική κρίση και η ύφεση που τη συνοδεύει προκάλεσαν μια πρωτοφανή για τους Ελληνες ταπείνωση και απαισιοδοξία. Η αντίστροφη πορεία της ανάπτυξης και η ανακοπή της καταναλωτικής ευτυχίας, που εξασφάλιζαν τα χαμηλότοκα δάνεια αφότου η Ελλάδα έγινε μέλος της λέσχης των ισχυρών της ΟΝΕ, προκάλεσαν την ανίσχυρη οργή των παθόντων καθώς και την τιμωρητική τους ψήφο προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) δεν έχει ρίζες στο ελληνικό παρελθόν. Η συντηρητική Δεξιά παρουσιαζόταν είτε ως διατήρηση του status quo κατά τον διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων είτε ως επικράτηση του αυταρχικού καθεστώτος Μεταξά. Ο δικτάτορας ακολούθησε την αντιφιλελεύθερη παράδοση των ομολόγων του στην Ευρώπη, χωρίς όμως τον αντισημιτισμό ή τις ρατσιστικές θεωρίες του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ο φιλοβρετανός κατά το τέλος της δικτατορίας του πλέον Μεταξάς προήγαγε την προγονολατρία και τον εθνικισμό.
Η ολοκληρωτική ναζιστική επιρροή της Χ.Α. είναι επείσακτη από το μεσοπολεμικό παρελθόν της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης. Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε τη Χ.Α. με δριμύτητα μετά τη δολοφονική επίθεση κατά του Παύλου Φύσσα, κάτι που η Γερμανία της Βαϊμάρης δεν είχε τολμήσει εναντίον του Χίτλερ (1929-32). Αντίθετα, η Δημοκρατία εκείνη επέτρεψε στον εκκολαπτόμενο δικτάτορα να την εκβιάζει με την απειλή της βίας και να της προσφέρει προστασία από τον ίδιο και τους κομμουνιστές. Μετά το 37% που κέρδισε στις εκλογές του 1932 ο Χίτλερ, απαιτούσε από τον πρόεδρό της Χίντεμπουργκ την εντολή να γίνει καγκελάριος της εκπνέουσας Δημοκρατίας. Το σενάριο της μεθοδικής άλωσης του γερμανικού κράτους είναι σε μας πασίγνωστο και γι’ αυτό η επανάληψή του από δευτεροκλασάτους συνωμότες φαντάζει σήμερα απίθανη.
Ο θάνατος του σημαντικού πολιτικού επιστήμονα Juan Linz του Yale μάς θυμίζει τις απόψεις του για την «ασταθή Δημοκρατία» σε περιόδους κρίσης και τον «πολωμένο πλουραλισμό». Η σημερινή Βουλή μας με τον πολωμένο πολυκομματισμό της εξηγεί και την αδυναμία κοινής δράσης όλων των κομμάτων σε εποχή έκτακτης ανάγκης.
Η επίκληση της λειτουργίας του κράτους δικαίου θυμίζει λίγο την άποψη περί των δύο άκρων, η οποία όμως παρουσιάζει πολλά θεωρητικά προβλήματα. Ιδιαίτερα όταν η γραφική παράσταση του κοινοβουλευτικού φάσματος μοιάζει με κουλούρι που του λείπει ένα κομμάτι: δηλαδή ένας ανοιχτός κύκλος που τα δύο άκρα του συγκλίνουν. Από την περιγραφή του Κοινοβουλίου σαν ευθύγραμμο ή κυρτό σχήμα που κυμαίνεται ανάμεσα στην άκρα Αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία, το Κέντρο, τη συντηρητική Δεξιά και την άκρα Δεξιά, προσωπικά προτιμώ τις κατηγορίες του Αριστοτέλη ανάμεσα στα γνήσια και τα νόθα πολιτεύματα. Πρόκειται για μεταλλασσόμενες εκδοχές του αριστοκρατικού-ολιγαρχικού καθεστώτος και του δημοκρατικού-οχλοκρατικού συστήματος. Η αντιμετώπιση των άκρων ως ομοίων είναι ανιστόρητη και αποτελεί στατική θεώρηση της πολιτικής. Η γενικευμένη ανοχή προς την παρανομία επιτρέπει σε εγκληματικές οργανώσεις να υπάρξουν και μάλιστα με εκπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων. Η εναλλαγή Σπαρτακιστών με τα Ελεύθερα Σώματα και αργότερα τα Τάγματα Εφόδου στους γερμανικούς δρόμους αποδεικνύει πως η κοινωνία εκτραχύνεται όταν επικροτεί υπερβολική ανοχή προς την παραβατικότητα. Ο καλύτερος εγγυητής της Δημοκρατίας, όπως ξαναείπαμε, είναι το κράτος δικαίου.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.