Οι δύο κακοί και ο απονήρευτος μπαρμπα-Φώτης
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Μην μου πείτε ότι δεν είχατε σκάσει από την αγωνία, περιμένοντας πότε θα μιλήσει; Ε, λοιπόν, επιτέλους ο Φώτης Κουβέλης μίλησε προχθές στην τηλεόραση και ήταν διαφωτιστικός.
Διαφωτιστικός, θέλω να πω, ως προς τη σύγχυση και την αμηχανία της ΔΗΜΑΡ. Διότι, κατά τα λοιπά, ήταν όπως τον έχουμε συνηθίσει: μονότονος και βαρετός. Μας αποκάλυψε, εν ολίγοις, ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ούτε λίγο ούτε πολύ, ευθύνεται για την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση. Κατά την εκδοχή του Φ. Κουβέλη, ο Βενιζέλος είχε συμφωνήσει από το μεσημέρι της Πέμπτης με τον Σαμαρά ότι θα έμενε στην κυβέρνηση, αλλά κατά κάποιο τρόπο παρέσυρε τη ΔΗΜΑΡ με τη δήλωσή του ότι το ΠΑΣΟΚ θα έπραττε ό,τι και ο μικρότερος εταίρος της κυβέρνησης συνεργασίας. Κάπως έτσι, που λέτε, οι δύο κακοί παγίδευσαν τον άδολο και απονήρευτο μπαρμπα-Φώτη. «Εσπρωξαν τη ΔΗΜΑΡ γιατί ήταν βάρος, ήταν βαρίδι σε αυτά τα οποία προωθούσαν και αποφάσιζαν», είπε χαρακτηριστικά.
Τέτοιες παιδαριώδεις δικαιολογίες ασφαλώς θα εξέπλητταν, προερχόμενες μάλιστα από κάποιον ο οποίος διανύει την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Οχι εν προκειμένω όμως, καθώς η ανωριμότητα είναι συνειδητή επιλογή της «Αριστεράς του Ντόλτσε» - είναι «στάση ζωής», που λένε στη γλώσσα τους. Υποστηρίζει, λοιπόν, ο αρχηγός της ΔΗΜΑΡ ότι φταίνε οι άλλοι που δεν μπορούσαν να σταματήσουν για να τον περιμένουν και όχι ο ίδιος που δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Μα η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε το κόμμα του είχε και εξακολουθεί να έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Η διατήρηση της ύπαρξής της δεν ήταν αυτοσκοπός. Είναι απορίας άξιον γιατί ο αρχηγός της ΔΗΜΑΡ δείχνει να ντρέπεται για την αδυναμία του να ακολουθήσει πολιτικές με τις οποίες δεν συμφωνούσε. Ως εδώ μπορούσε η ΔΗΜΑΡ και εύγε της για την ώς τώρα προσφορά της! Γιατί δεν αναλαμβάνει ευθαρσώς την ευθύνη του ότι δεν διέβη την περιλάλητη «κόκκινη γραμμή» που έθεσε και πρέπει, σώνει και καλά, να φταίνε οι άλλοι;
Είναι έξυπνος άνθρωπος ο Φ. Κουβέλης και παλιά καραβάνα στην πολιτική. Υποθέτω, συνεπώς, ότι επιλέγει την επαμφοτερίζουσα στάση του, επειδή καταλαβαίνει το ανυπέρβλητο της αδράνειας, στην οποία εκ της φύσεως του είναι καταδικασμένο το κόμμα του, ως εκφραστής της βολεμένης, αενάως φιλολογούσης Αριστεράς, η οποία δεν θέλει περιπέτειες που θα την ξεβόλευαν, αλλά ούτε είναι και διατεθειμένη να αλλάξει οτιδήποτε. Αντιλαμβάνεται, επίσης, ότι η αδράνεια ενώπιον των πραγματικών προβλημάτων δεν οδηγεί πουθενά στην πράξη και, συνεπώς, δεν πρόκειται να εκτιμηθεί από κανέναν. Είναι μια στάση άχαρη και άγονη, πλην αναγκαία εκ των συνθηκών για το κόμμα του. Γι ’αυτό και είναι απαραίτητο να φταίει κάποιος άλλος.
Υπό την έννοια αυτή και μάλλον παραδόξως, ο Φώτης Κουβέλης προσπαθεί να είναι και ρεαλιστής και συντηρητικός. Με τη διαφορά ότι γίνεται με τον λάθος τρόπο ρεαλιστής και με εξίσου λάθος τρόπο συντηρητικός. Διότι η αποδοχή της «μοίρας» (ό,τι και αν σημαίνει, τέλος πάντων, αυτή η λέξη) δεν είναι ρεαλισμός και, επίσης, τίποτε δεν συντηρείται εφόσον δεν αλλάζει. Τη λογική των προσαρμογών που είναι απαραίτητες για να συντηρείται η ουσία του συστήματος την εξήγησε, με μια ιστορική ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1832, ένας μεταρρυθμιστής Βρετανός πρωθυπουργός, ο δεύτερος κόμης Γκρέι, τον οποίο σήμερα θυμόμαστε κυρίως για το αρωματισμένο με περγαμόντο τσάι (Earl Grey), όταν παρουσίασε το νομοσχέδιο με το οποίο επεξέτεινε το εκλογικό δικαίωμα, σώζοντας με τον τρόπο αυτόν -δηλαδή, συντηρώντας- τον κοινοβουλευτισμό στη Βρετανία. Ιστορικά, απεδείχθη ότι ο δεύτερος κόμης Γκρέι ήταν προοδευτικός μέσα από τον συντηρητισμό του μετριοπαθούς Whig. Ο Φ. Κουβέλης υπερασπίζεται ένα υποτιθέμενο προοδευτικό «πρόσημο» (άλλος εκνευριστικός νεολογισμός...) του κόμματός του, ενώ στην πραγματικότητα το ωθεί στην αναπόφευκτη έκλειψη.