Το ελληνικό της δράμα
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Για χάρη σας και μόνο πέρασα μια ολόκληρη νύχτα ώς το ξημέρωμα της Παρασκευής με τη Γιάννα. Δεν εννοώ, προς Θεού, με την ίδια την κυρία Αγγελοπούλου· αλλά με την ιστορία της, το «ελληνικό δράμα» της, το οποίο διάβασα, ώστε να μπορώ σήμερα να αφιερώσω ολόκληρη τη στήλη στην κριτική παρουσίαση του βιβλίου.
Χωρίς την παραμικρή διάθεση να μειώσω το επίτευγμα, θα ενέτασσα «Το ελληνικό δράμα μου» της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου - Δασκαλάκη στην κατηγορία κάπου μεταξύ αυτοβιογραφίας και «ηρωικού μύθου». Θέλω να πω με αυτό ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς στο βιβλίο την εξ αποστάσεως και, κατά το δυνατόν, αντικειμενική εκδοχή των γεγονότων. Αντικείμενό του είναι η πραγματικότητα της Γιάννας και την παρουσιάζει έτσι ώστε να προκύπτει αδρά ο προσωπικός μύθος της: ο θρίαμβος της θέλησης στην υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού, ο οποίος προβάλλει σταδιακά στην αρχή, ώσπου, στα χρόνια της ωριμότητας πλέον, ο σκοπός γίνεται συνείδηση και διέπει τη ζωή της πλήρως. Αν δεν το μαντέψατε ήδη, ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την υπηρεσία προς τη χώρα της· και, υπό την έννοια αυτή, η βαθύτερη σκοπιμότητα της αφήγησης είναι αμιγώς πολιτική, με την ευρεία έννοια του όρου. Για τον λόγο αυτόν έχει σημασία ότι, με την εξαίρεση του Κ. Σημίτη, του οποίου την περίπλοκη προσωπικότητα περιγράφει με αρκετή κατανόηση, ουδείς άλλος εκ των πολιτικών που αναφέρονται στην αφήγηση βγαίνει ατσαλάκωτος.
Το πρόσωπο με τον καταλυτικό ρόλο στην ιστορία που αφηγείται η Γιάννα είναι ο σύζυγός της Θόδωρος Αγγελόπουλος. Πριν οπό την έλευσή του, η Γιάννα, την οποία παρακολουθούμε να βγαίνει από μια σχεδόν ειδυλλιακή παιδική ηλικία σε μια Κρήτη παραμυθένια, για να ξεκινήσει τον αγώνα της μαχόμενης δικηγορίας και έπειτα της πολιτικής, είναι μια νέα γυναίκα σαφώς δυναμική, με «υπερμεγέθη προσωπικότητα» και ομολογημένη «περιφρόνηση για ανόητους κανόνες», με συναίσθηση της θηλυκότητάς της και λατρεία σε ό,τι την προβάλλει (ρούχα, καλλυντικά κ.λπ.) και η οποία προχωρεί στη ζωή χάρη στην άκαμπτη θέλησή της. Είναι όμως και ευάλωτη, λ.χ. κλαίει με μαύρο δάκρυ (κυριολεκτικώς, διότι επισημαίνει ότι δεν είχε βάλει αδιάβροχη μάσκαρα...) όταν ο Κ. Μητσοτάκης δεν την περιλαμβάνει στο ψηφοδέλτιο των πρώτων εκλογών του 1989. Η συνάντησή της με τον Θ. Αγγελόπουλο τη μεταμορφώνει στη «σιδηρά κυρία» που γνωρίσαμε μέσω της διοργάνωσης των Ολυμπιακών. Γι’ αυτό και η αφήγηση των περιστάσεων υπό τις οποίες αναπτύχθηκε το ειδύλλιό τους είναι πλούσια και -περιέργως- αρκετά γαργαλιστική. Μαθαίνουμε για την ευθύτητα της προσέγγισής του, την περίφημη λιποθυμία της στο Φανάρι, την παιγνιώδους διαθέσεως πρόσκλησή του «για λουκούμι» στο ξενοδοχείο του μετά το δείπνο, για το σχόλιο του μακαρίτη πρέσβεως Χ. Μαχαιρίτσα: «Αν ήμουν στη θέση σας και με κοιτούσε έτσι ο κ. Αγγελόπουλος κι εγώ θα είχα λιποθυμήσει», αλλά και για την εξέλιξη της σχέσης σε δεσμό σε ένα τραπέζι του Abreuvoir.
Στον πολιτικό κόσμο, αντίστοιχο στήριγμά της -αν και τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις- είναι ο Κ. Σημίτης. Αυτός της προτείνει, στη δεξίωση προς τιμήν της Χίλαρι Κλίντον, την προεδρία της επιτροπής διεκδίκησης των Αγώνων του 2004 και της προσφέρει τις δυνατότητες που η ίδια απαιτεί. Αποδέχεται και ο τότε δήμαρχος Δ. Αβραμόπουλος «χλωμιάζει από τον θυμό του». Είναι επειδή τη φοβάται, γράφει, καθώς είναι «ο τυπικός πολιτικός που δεν κάνει τίποτε από την πραγματική δουλειά, αλλά είναι πάντα έτοιμος να καρπωθεί τα εύσημα για τα επιτεύγματα των άλλων». (Κατηγορία στην οποία περιλαμβάνει και την Ντ. Μπακογιάννη, της οποίας την αντιπάθεια αισθάνεται -και ανταποδίδει- από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους...) Περιγράφει με γλαφυρότητα την υπονόμευση του ρόλου της από το περιβάλλον του Κ. Σημίτη -ιδίως δε από τον οικονομικό σύμβουλό του και μετέπειτα υπουργό Ν. Χριστοδουλάκη-, την αδυναμία του πρωθυπουργού να ελέγξει την αντίστασή τους («μα, κ. Αγγελοπούλου, αυτοί είναι οι άνθρωποί μου» της λέει, όταν εκείνη διαμαρτύρεται) και πώς ξεπέρασε τα εμπόδια, χάρη στην προθυμία του συζύγου της να αναλάβει εκείνος τα έξοδα της διεκδίκησης, καταβάλλοντας συνολικά 15 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία ουδέποτε του επεστράφησαν, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Διασκεδαστική είναι η περιγραφή του τότε υπουργού Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, όταν αντελήφθη ότι η υποψηφιότητα της Αθήνας κέρδιζε έδαφος, και της μανιώδους, πλην μάταιης, προσπάθειας που κατέβαλε για να είναι μέρος της ομάδας παρουσίασης στη Λωζάννη.
Ο Κ. Σημίτης επανέρχεται, όταν, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην προετοιμασία, την επισκέπτεται στο σπίτι της -σωστότερα: στο μέγαρό της- στο Λονδίνο. Τον περιγράφει να παίζει με τους μικρούς γιους της, «τους οποίους διασκέδασε κάνοντάς τους ταχυδακτυλουργικά κόλπα» (!) και της προτείνει να αναλάβει την ηγεσία της προσπάθειας. Θα δεχθεί, αφού επιβάλει τους όρους της και από εκεί ξεκινάει ένα μέρος του βιβλίου που συμπυκνώνεται στη φράση: «Αν κάποιες φορές ήμουν «σκύλα» -και ήμουν- ήταν επειδή δεν είχα άλλη επιλογή». Απολαυστικό το περιστατικό της επίσκεψης του τότε Αμερικανού πρεσβευτή Τ. Μίλερ, στις υπερβολικές απαιτήσεις του οποίου για τα μέτρα ασφαλείας του προέδρου Μπους απαντά λέγοντας στη γραμματέα της: «Πάρτε έξω αυτόν τον *** (jerk, στο πρωτότυπο) προτού γίνει το πρώτο θύμα». Οπως επίσης και ο καβγάς, που γίνεται παρουσία του πρωθυπουργού και προτού ξεκινήσει το υπουργικό συμβούλιο, επειδή κάποιος υπουργός (που δεν κατονομάζεται) έχει τολμήσει να πάρει την Hermes τσάντα της (δέρμα αλιγάτορα, διευκρινίζεται...) από τη διπλανή στον πρωθυπουργό θέση και να τη μεταφέρει στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Θα τη δούμε να εξανθρωπίζεται και πάλι με το τέλος των Αγώνων και τη συναντούμε ακόμη μια φορά να κλαίει, όταν μιλάει στον σύζυγό της για τη σοβαρή ασθένεια από την οποία κινδύνευσε η ζωή της μετά τους Ολυμπιακούς.
Παρότι το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι η εμπειρία της ανάγνωσης είναι βαθύτατα καταθλιπτική. Οχι για τα ερωτήματα που η αυτοβιογραφούμενη παρακάμπτει ή τα κενά που αφήνει η αφήγηση, αλλά για τον λόγο ότι συνειδητοποιείς πόσο τεράστια είναι η ψυχολογική απόσταση που χωρίζει τη σημερινή Ελλάδα από εκείνη των Ολυμπιακών. Το αίσθημα αυτό είναι αναπόφευκτο, ανεξαρτήτως του πώς διάκειται ο αναγνώστης έναντι της Γιάννας και, εμμέσως, υπηρετεί την πολιτική σκοπιμότητα της αφήγησης. Το ελληνικό δράμα που αφηγείται η Γιάννα είναι σε πρώτο επίπεδο το προσωπικό της, αλλά βαθμιαία ταυτίζεται με το δράμα της χώρας. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι, στο τελευταίο κεφάλαιο, το πρόβλημα ηγεσίας προσδιορίζεται ως το σημαντικότερο από αυτά που κατατρύχουν την Ελλάδα. (Ενδιαφέρον έχει, σχετικώς, η αποκάλυψη ότι, σε συζήτηση στο Μαξίμου με τον διευθυντή της εφημερίδας ιδιοκτησίας του ζεύγους Αγγελοπούλου, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής του εκμυστηρεύθηκε: «Η ευτυχέστερη στιγμή μου θα είναι όταν θα φύγω από αυτό το μέρος»...)
Στο τέλος, η ίδια παρουσιάζεται πικραμένη να παρηγορείται με την πνευματική συντροφιά άλλων μεγάλων Ελλήνων που γνώρισαν την αχαριστία (αναφέρονται οι Σωκράτης, Καποδίστριας, Φειδίας, Τρικούπης, Βενιζέλος, περιέργως και... ο Αλκιβιάδης!) και εναπόκειται στον αναγνώστη να κάνει τη διασύνδεση που υπονοείται χωρίς ποτέ να εκφράζεται ρητώς. Αλλωστε, στην αφιέρωση του βιβλίου προς τον ελληνικό λαό, ο υπαινιγμός «σε ένα καλύτερο κεφάλαιο που θα γραφεί στο μέλλον» είναι αρκούντως σαφής.