Η ΑΟΖ δεν είναι μαγική λύση
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Εκτός από εκείνους οι οποίοι ασπάζονται την απλοϊκότερη εκδοχή της προοδευτικότητας, για τους άλλους είναι, υποθέτω, περίπου αυταπόδεικτο ότι εάν στα πάντα υπερίσχυε η γνώμη των πολλών σύντομα θα καταλήγαμε σε μια κοινωνία πιθήκων - προσφιλή, ενδεχομένως, μόνον σε όσους έχουν αναγάγει σε θρησκεία την οικολογία.
Ποιος λογικός και υπεύθυνος άνθρωπος, όμως, μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν και ζητήματα για τα οποία, εκ της φύσεώς τους, η γνώμη των επαϊόντων είναι εκείνη που πρέπει να έχει τη βαρύνουσα σημασία; Εντούτοις, η ιδεολογία του αριστερού λαϊκισμού, που ισοπέδωσε τα πάντα την τελευταία τριακονταετία, μας έχει φέρει σήμερα στο σημείο ώστε «η ΑΟΖ μας», ένα άκρως τεχνικό και περίπλοκο θέμα του Δικαίου της Θαλάσσης, να είναι θέμα της πολιτικής ατζέντας, για το οποίο ο κάθε ψεκασμένος Ελληνας έχει, κατά το λεγόμενο, «ολοκληρωμένη άποψη».
Το γεγονός ότι, με την υιοθέτηση της τελικής πράξης της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης (το 1982 στο Montego Bay), καθιερώνεται πλέον το δικαίωμα των κρατών στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι η άσκηση του δικαιώματος στην ΑΟΖ είναι πανάκεια για όλα τα προβλήματά μας. Στην πραγματικότητα, μπορεί να θεωρείται βέβαιο ότι θα προσθέσει και άλλα, κάνοντας την κατάστασή μας συνολικά πολύ χειρότερη. Η αντίληψη που θέλει την Ελλάδα να έχει, ανά πάσα στιγμή -γιατί όχι αύριο κιόλας;- τη δυνατότητα να κηρύξει δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης σε μια ζώνη που εκτείνεται στα 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές της και περιλαμβάνει βυθό, υπέδαφος, ύδατα και επιφάνεια των υδάτων, είναι απολύτως αντίστοιχη της υποτίθεται «δημοκρατικής» αντίληψης του κάθε διαμαρτυρομένου εδώ στην Ελλάδα να καταλαμβάνει τον κεντρικότερο δρόμο της πόλης μαζί με άλλους πενήντα ομοιοπαθείς ομοϊδεάτες του, επειδή αυτό επιτάσσει το «δημοκρατικό» τους δικαίωμα. Οτι αυτό μπορεί, πράγματι, να συμβαίνει χωρίς συνέπειες στον ιδιόρρυθμο μικρόκοσμό μας, τον οποίο η εσωστρέφεια μας κάνει να τον θεωρούμε οικουμένη, δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να περάσει και στον ευρύτερο, τον πραγματικό κόσμο, όπου η πολυτέλεια της ιδιορρυθμίας συνοδεύεται πάντα από τις συνέπειές της.
Νομικοί και διπλωμάτες, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην παρακολούθηση του θέματος, (οι «επαΐοντες», για να θυμηθούμε τον πλατωνικό «Φαίδρο»...) έχουν συχνά επισημάνει δημοσίως, με ομιλίες και αρθρογραφία, ότι οι διατυπώσεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης που αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι σκοπίμως αόριστες και γενικόλογες και παραπέμπουν στην ανάγκη επίτευξης ενός δίκαιου αποτελέσματος. Η αοριστολογία αυτή δεν συνιστά ατέλεια της σύμβασης· είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας επίπονης και πολυμερούς διαπραγμάτευσης που διήρκεσε δεκαετίες και ανοίγει ηθελημένα την πόρτα προς τη δικαστική διευθέτηση των προβλημάτων οριοθέτησης. Ηδη από το 1969 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με σειρά αποφάσεών του, ερμηνεύει τη γενικόλογη διατύπωση της σύμβασης, δημιουργώντας έτσι μια διεθνή νομολογία.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αυτοματισμοί, του τύπου λ.χ. «να προλάβουμε εμείς προτού σπεύσουν οι άλλοι» (όπως κάποιοι εισηγούνται στον πρωθυπουργό...), δεν νοούνται και, μετά πάσης βεβαιότητος, οδηγούν σε αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκομένων. Εάν, φέρ’ ειπείν, η Τουρκία ανακηρύξει και εκείνη ΑΟΖ έκτασης 200 ν.μ., απαντώντας σε δική μας προηγηθείσα κίνηση, εμείς τι ακριβώς κάνουμε; (Μήπως την πάπια;) Οι δε διαπραγματεύσεις, που έχουμε ξεκινήσει (από το 2009, αν δεν κάνω λάθος) για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ποια εξέλιξη θα έχουν; Μια δική μας αψυχολόγητη μονομερής ενέργεια στο θέμα αυτό θα ισοδυναμούσε με μια κίνηση στο σκάκι, χωρίς να έχουν υπολογισθεί οι δυνατότητες αντίδρασης του αντιπάλου.
Ομως, η προσοχή την οποία απαιτεί ο χειρισμός του ζητήματος δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η αδράνεια είναι η μόνη εναλλακτική. Εκτός από την προσφυγή στη Χάγη (που προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή διεθνή συμφωνία, η οποία χρειάζεται κύρωση από το κοινοβούλιο), υπάρχει και η οδός της συμβιβαστικής διαπραγμάτευσης με τα γειτονικά κράτη. Αυτή την πολιτική έχει υιοθετήσει η χώρα εδώ και δεκατρία χρόνια. Η εισήγησή της έγινε δεκτή από την κυβέρνηση το 2006 και, έκτοτε, άρχισαν διαπραγματεύσεις με την Αλβανία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Παράλληλα, έστω και με καθυστέρηση ετών, από το 2011 ακολουθείται επιτέλους σοβαρή πολιτική στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες του Ιονίου και της Νοτίου Κρήτης, επί τη βάσει των ασφαλών δεδομένων που προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις. Στην οδό αυτή είναι φρόνιμο να παραμείνει η κυβέρνηση.
Παρ’ όλα αυτά, η πίεση που αισθάνεται εκ δεξιών η Ν.Δ. κάνει τον Αντώνη Σαμαρά να εξετάζει διάφορες ιδέες που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τις διαρροές προς αυτή την πλευρά, όπως λ.χ. η ανακήρυξη της ΑΟΖ. Κατά πληροφορίες μάλιστα, για την προώθηση μέτρων που θα απευθύνονται στους δεξιούς ψηφοφόρους της Ν.Δ. μελετάται ακόμη και η δυνατότητα αξιοποίησης ad hoc δεξιών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών (Ν.Δ., ΑΝΕΛ και Χ.Α.). Εάν κάτι τέτοιο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι άκρως παρακινδυνευμένο, θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη σταθερότητα της σημερινής κυβέρνησης και, πάντως, νοείται (στοιχειωδώς έστω...) μόνον εφόσον ο πρωθυπουργός έχει στο νου του την πρόκληση εκλογών με όρους ευνοϊκούς για τη Ν.Δ. Το παρήγορο, ωστόσο, είναι ότι πειραματισμοί, ειδικά στο θέμα της ΑΟΖ, δεν βρίσκουν καμία υποστήριξη από το υπουργείο Εξωτερικών, όπου τόσο η διπλωματική ιεραρχία όσο και η πολιτική ηγεσία έχουν πλήρη αντίληψη των κινδύνων που συνεπάγεται μια τέτοια περιπέτεια.
Στη ζωή, εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα δεν υπάρχουν - υπάρχουν μόνον στα κόμικς με σούπερ ήρωες. Η ΑΟΖ αντιπροσωπεύει, πράγματι, μια σημαντική δυνατότητα για το μέλλον της χώρας. Για να είναι όμως αξιοποιήσιμη χρειάζεται διαρκής συνεκτίμηση των παραμέτρων του θέματος και των συμφερόντων της χώρας και, κυρίως, πολλή και επίπονη δουλειά, του είδους που δεν εξαργυρώνεται ανά πάσα στιγμή σε ψήφους. Το καλύτερο μέλλον θα έρθει με σοβαρότητα και δουλειά, όχι με μαγικές λύσεις...