Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο και το Κυπριακό


Οι προεδρικές εκλογές και το Κυπριακό
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι προεδρικές εκλογές της προσεχούς Κυριακής στην Κύπρο θα διεξαχθούν με τη χώρα να βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσεως.
Η κρίση αυτή οφείλεται εν πολλοίς αλλά όχι αποκλειστικώς στη χρεοκοπία της Ελλάδας και στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες της κυπριακής οικονομίας δεν αντιμετωπίσθηκαν όταν έπρεπε και επέτειναν τις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής κρίσεως χρέους στην υπερεξαρτημένη από τον τραπεζικό τομέα κυπριακή οικονομία. Την κατάσταση της οικονομίας είχε ήδη επιβαρύνει και η καταστροφή από ατύχημα του κυρίου ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της Κύπρου στο Μαρί της Λεμεσού τον Ιούλιο του 2011, μια τραγική ιστορία εγκληματικής αμελείας, που κόστισε τη ζωή δεκατριών ανθρώπων και εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ο χειρισμός της υποθέσεως εξέθεσε πολλαπλώς την κυπριακή πολιτική ηγεσία και συνέβαλε στην ανάδειξη όχι και τόσο κολακευτικών πτυχών του κυπριακού δημοσίου βίου. Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου δεν μετέβαλε δραστικά τα διπλωματικά και οικονομικά δεδομένα. Οσοι ανέμεναν ότι κράτη με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο, όπως η Ρωσία, θα προσέτρεχαν, θα έσπευδαν να συνδράμουν την κυπριακή οικονομία υπό όρους ευμενέστερους των ευρωπαϊκών, διαψεύσθηκαν οικτρώς. Η βαθμιαία διάδοση μιας αντιευρωπαϊκής και αντιμεταρρυθμιστικής ρητορείας μπορεί να είναι αναμενόμενη σε μια προεκλογική περίοδο· διακινδυνεύει, ωστόσο, την εμπλοκή της κυπριακής οικονομίας σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.
Υπάρχει, βεβαίως, και το κυπριακό ζήτημα. Η προεκλογική εκστρατεία θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία απολογισμού για το πού βρίσκεται η υπόθεση της λύσεως εννέα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2004 για το «Σχέδιο Ανάν». Αντιθέτως, ελάχιστος ουσιαστικός διάλογος γίνεται σχετικά με το παρόν και το μέλλον του Κυπριακού. Η συζήτηση περιορίσθηκε στην άσκηση κριτικής κατά του επικρατέστερου κατά τις δημοσκοπήσεις υποψηφίου κ. Νίκου Αναστασιάδη λόγω της υποστηρίξεως που είχε τότε εκφράσει προς το «Σχέδιο Ανάν». Αυτό που δεν εξηγήθηκε, βεβαίως, είναι το πώς ο κυπριακός ελληνισμός θα είναι σε θέση να διαπραγματευθεί από θέση ισχυρότερη αυτής του 2004, ώστε να επιτύχει μια επωφελέστερη συμφωνία. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση απέδωσε πολύ λιγότερα από τα αναμενόμενα λόγω της βαθμιαίας ψυχράνσεως των ευρωτουρκικών σχέσεων και της απομακρύνσεως της προοπτικής εντάξεως της Τουρκίας.
Το κυπριακό βέτο στο άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας δεν αποτελεί πλέον αποτελεσματικό μοχλό για την προαγωγή της λύσεως του Κυπριακού. Αντιθέτως, χρησιμεύει άριστα στην αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα κύκλων εντός και εκτός της τουρκικής κυβερνήσεως και ενισχύει τις φωνές αυτών που επιδιώκουν τη μονομερή καταγγελία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και τη στροφή της Τουρκίας προς άλλες περιφερειακές συμμαχίες.
Εννέα χρόνια μετά το «Σχέδιο Ανάν», το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητος για το Κυπριακό είναι πλέον μειωμένο. Ο χρόνος λειτουργεί και πάλι υπέρ της παγιώσεως των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και εναντίον μιας συμπεφωνημένης λύσεως η οποία θα κατοχυρώνει τα θεμελιώδη συμφέροντα και των δύο κοινοτήτων. Τα νέα κοιτάσματα φυσικού αερίου προσφέρουν μια ευκαιρία όχι για την καλλιέργεια ανεδαφικών στρατηγικών αμφισβητήσεως του υπάρχοντος πλαισίου διαπραγματεύσεων, αλλά για τη χρηματοδότηση των προνοιών μιας λύσεως. Ηδη από το 1974 η επίσημη γραμμή των Ντενκτάς και Ετσεβίτ ήταν ότι «η απουσία λύσεως στο Κυπριακό είναι και αυτή μία λύση». Ο νέος πρόεδρος της Κύπρου καλείται να ανατρέψει την υποψία ότι αυτή η άποψη τείνει να γίνει κρατούσα και μεταξύ των Ελληνοκυπρίων.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.