Η Μεγάλη Ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης
Προέβλεπε την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση όλων των ιστορικών ελληνικών χωρών μετά την Επανάσταση
Του Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλόπνοα προγράμματα εθνικής ολοκληρώσεως και αναπτύξεως στη Ν. Βαλκανική: προέβλεπε την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση όλων των ιστορικών ελληνικών χωρών, δηλαδή της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης, των Επτανήσων, των Δωδεκανήσων, της Κρήτης, της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Πόντου σε μια «Ελληνική Αυτοκρατορία».
Παράλληλα και ταυτόχρονα υπήρξε ένα άλλο ελληνικό ρεύμα που συνέδεε την απελευθέρωση των ιστορικών ελληνικών χωρών, το οποίο προϋπήρξε της Μεγάλης Ιδέας. Ηταν ο φωτισμός της Ανατολής διά των φώτων της Δύσεως. Στον φωτισμό αυτό, η Ελλάς θα είχε τον ρόλο του «φάρου» της Δύσεως στην Ανατολή. Η Μεγάλη Ιδέα γεννήθηκε στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821, μολονότι πολλά χαρακτηριστικά της κυοφορούνταν πριν από τον Αγώνα. Μάλιστα δε, η ιδέα της επικράτειας του έθνους, υπήρξε σε αντιδιαστολή με αυτή του ελληνικού κράτους προγενέστερη αυτής.
Ο Ρήγας στη Χάρτα του, σιωπηρά και υπαινικτικά, προβάλλει την επικράτεια αυτή του έθνους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ελληνικών ιστορικών χωρών, καθώς και μερών της ελληνικής Διασποράς και της Β. Βαλκανικής. Βέβαια ο Ιωάννης Κωλέττης, ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδος, ήταν αυτός που εξήγγειλε στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου τη Μεγάλη Ιδέα, όταν μίλησε με θέρμη υπέρ των ετεροχθόνων, κατά τη συζήτηση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος, στη συζήτηση για τη διάκριση των αυτοχθόνων από τους ετερόχθονες και τα δικαιώματά τους, το 1844.
Τα βασικά συστατικά χαρακτηριστικά της
Τα βασικά χαρακτηριστικά συστατικά στοιχεία της Μεγάλης Ιδέας υπήρξαν ορισμένες περίοδοι και συμβάντα που τέμνουν την εξέλιξή της. Τέτοια συμβάντα και χαρακτηριστικά ήσαν τα εξής: πρώτον, οι άτακτοι του Αγώνος και οι πρόσφυγες από τα αλύτρωτα ελληνικά μέρη, οι οποίοι αποτελούσαν τρόπον τινά ένα μοχλό πιέσεως προς την κυβέρνηση, ένα είδος λόμπι πανίσχυρου, επειδή επηρέαζαν τον Τύπο της εποχής και ιδιαίτερα διά των επαφών που είχαν εξέχοντα μέλη των προσφύγων και των ατάκτων με ανθρώπους της εξουσίας της Ελλάδος.
Αλλο χαρακτηριστικό στοιχείο υπήρξε ο Ρωμαντισμός, ο οποίος εξέθρεψε την ιστοριογραφία της εποχής. Ρωμαντικά στοιχεία διακρίνουμε ακόμα και στις επιβιώσεις του Διαφωτισμού, στα ζητήματα κυρίως της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, κατά την εποχή εκείνη, το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος, τις ιδιότητες δηλαδή που είχαν αποκτήσει κυρίως κατά την εποχή του Διαφωτισμού, ως αγαθά που συνέβαλλαν στην τελείωση του ανθρώπου. Από τότε η ελληνική γλώσσα και η παιδεία που προήγαγε το ελληνικό εκκλησιαστικό και κοινοτικό σχολείο είχαν συγκινήσει τους Ελληνες, τους Δυτικοευρωπαίους αλλά και τους συνοίκους αλλοφώνους λαούς της Ορθόδοξης Οικουμένης: τους Βουλγάρους, τους Νοτιοσλάβους, τους Σέρβους, τους Αλβανούς και τους Ρουμάνους.
Ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εξέφρασε θαυμάσια τον αντίκτυπο της ελληνικής γλώσσας και της παιδείας, με την κοσμοπολίτική τους ιδιότητα, στο τετράγλωσσο Λεξικό του. Αυτή η συγκίνηση, παρεμπιπτόντως, εχάθη ανεπιστρεπτί όταν οι Ελληνες εγκατέλειψαν την κοσμοπολίτικη υπόσταση της γλώσσας και τη χρησιμοποίησαν με τη χερντεριανή της υπόσταση ως όργανο στην υπηρεσία του έθνους. Ετσι λοιπόν εξηγείται και η απομάκρυνση των συνοίκων λαών από την Ορθόδοξη Οικουμένη, έτσι δε εξηγείται και η μείωση της απήχησης που είχε το ελληνικό σχολείο, όταν προσέλαβε η ελληνική γλώσσα την ιδιότητα μιας σύγχρονης εθνικής γλώσσας. Ως προς την απόδραση των συνοίκων λαών από την Ορθόδοξη Οικουμένη, την οποία τόσο πολύ επέκρινε η Ελλάς του 19ου αιώνα, ας υπομνησθή ότι πρώτοι απέδρασαν οι Ελληνες από την Ορθόδοξη Οικουμένη. Prior tempore, fortior iuris, είχαν κηρύξει εξαρχής οι Ελληνες. Τους Ελληνες μιμήθηκαν οι υπόλοιποι λαοί της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ακόμη και οι Τούρκοι, φυσικά με μεγάλη καθυστέρηση (1908). Η στροφή των Ελλήνων, η οποία δεν ήταν βέβαια αναπόφευκτη, προς την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, έστρεψε και τους άλλους συνοίκους λαούς, στην προσπάθεια να βρουν και αυτοί τους αρχαίους τους προγόνους και υπονόμευσε κάθε επιθυμία για συνεργασία των λαών της περιοχής εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας.
Αλλα βασικά χαρακτηριστικά της Μεγάλης Ιδέας υπήρξαν ο αλυτρωτισμός και η ληστεία. Ο αλυτρωτισμός, δηλαδή το πλήρες πρόγραμμα για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ιστορικών ελληνικών περιοχών, δεν ήταν αναπόφευκτος. Η στροφή του μεγαλοϊδεατισμού προς τον αλυτρωτισμό υπήρξε συνέπεια της αδυναμίας των Ελλήνων να απελευθερώσουν τις αλύτρωτες χώρες διά του πολέμου και της διπλωματίας, με εξαίρεση τα Επτάνησα και τη Θεσσαλία που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα το 1863 και το 1881, αντιστοίχως. Οι υπόλοιπες αλύτρωτες ελληνικές χώρες περιήλθαν στο ελληνικό κράτος διά των πολεμικών και διπλωματικών επιτυχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την περίοδο 1912-1922.
Συναφές χαρακτηριστικό ήταν επίσης η σχέση των προσφύγων και των ατάκτων με τη ληστεία. Οι πρόσφυγες και οι άτακτοι, σε σύμπνοια με τους μεγαλοϊδεάτες της Αθήνας, έδωσαν τη δυνατότητα στους μεγαλοϊδεάτες να ψαύσουν το ειδεχθές πρόσωπο της ληστείας.
Ευρεία συναίνεση στον αλυτρωτισμό
Εχει επικρατήσει, προκειμένου για ιστορικές περιόδους του παρελθόντος να ασκείται πολλές φορές κριτική με βάση τις σημερινές ευαισθησίες ως προς το ορθόν και πρέπον, με βάση τις σημερινές αντιλήψεις περί ορθού και πρέποντος. Πρόκειται για λανθασμένη προσέγγιση του ιστορικού παρελθόντος και αυτό γίνεται, επειδή λησμονείται τις περισσότερες φορές, όταν δεν υπάρχει σκοπιμότητα, ότι οι πράξεις των ανθρώπων και οι αποφάσεις των για μεγάλα ζητήματα, όπως αυτό της εθνικής πολιτικής, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδος τον 19ο αιώνα, η πολιτική αυτή είχε την ευρύτατη συναίνεση των Ελλήνων κάθε τάξεως.
Μολονότι, λοιπόν, ο αλυτρωτισμός είχε τις γνωστές συνέπειες δεν είναι δυνατόν, ο ιστορικός να παραβλέψει την ευρύτατη συναίνεση που είχε αυτή η πολιτική και δεν μπορεί παρά να σταθεί με σεβασμό απέναντι σ' αυτή τη συναίνεση. Βέβαια, σε περιόδους όπως ο 19ος αιώνας στην Ελλάδα, όπου τις συναινέσεις τις δημιουργούσαν μικρές ομάδες ενίοτε δε με μεγάλες δόσεις λαϊκισμού και ανέξοδου πατριωτισμού, αυτές οι συναινέσεις είχαν περιορισμένη αξία και σημασία. Εν τούτοις και πάλι, ο ιστορικός τουλάχιστον, αποδέχεται το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει τις διαδικασίες που οδήγησαν σ' αυτό το γεγονός. Σήμερα, λοιπόν, κρίνουμε αυτήν την πολιτική του αλυτρωτισμού που ήταν απότοκος της Μεγάλης Ιδέας. Θα μπορούσε άραγε, αναρωτιέται κανείς πάλι σήμερα, να είχε διαφορετική κατεύθυνση η Μεγάλη Ιδέα; Πιθανόν θα μπορούσε, αν υπήρχαν οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή μια διαφορετική κοινωνία με διαφορετικό παρελθόν απ' αυτό των Ελλήνων της εποχής.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η ανάλογη Μεγάλη Ιδέα στις Ηνωμένες Πολιτείες την ίδια εποχή, δηλαδή η πολιτική της εξαπλώσεως στη Δύση είχε άλλα αποτελέσματα. Κατακτήθηκε η Δύση και προσαρμόστηκε στα πρότυπα των κατακτητών, αλλά με πολύ μεγάλο κόστος πρώτα κυρίως για τους Ινδιάνους που πλήρωσαν σοβαρότατο τίμημα και οι οποίοι είδαν τις κοινωνίες τους ουσιαστικά να διαλύονται και το παρελθόν τους (τα νεκροταφεία τους) να χάνεται. Αλλά όχι μόνο για τους κατακτηθέντες, αλλά και για τους κατακτητές υπήρχαν συνέπειες. Διαμορφώθηκε, τότε, μία κοινωνία βίαιη και άγρια πολλές φορές, με υπερτονισμένα τα χαρακτηριστικά της ατομικής ελευθερίας, της οπλοφορίας κ.ά.
Η ελληνική κοινωνία της εποχής, αγροτική ή κτηνοτροφική κατά βάση με κάποια ανώτερη τάξη ως ηγέτιδα, αυτή την πολιτική μπορούσε να παραγάγει. Ο κλεφταρματωλισμός, η ισχυρή ομάδα-λόμπι των προσφύγων από τα αλύτρωτα μέρη και η ανάμνηση του Αγώνα του '21 περνούσε μέσα από τα διαθλαστικά πρίσματα του Ρωμαντισμού της εποχής.
Ο Κωλέττης από πολλούς θεωρείται πατέρας της Μεγάλης Ιδέας: ήταν αυτός που όρισε τον όρο και το περιεχόμενο. Ηταν γνωστός ως ο προστάτης των παλληκαριών της Ρούμελης μολονότι είχε σπουδάσει στην Ιταλία στη νεότητά του. Αυτή του η ιδεολογία προδιέγραψε εν πολλοίς και το περιεχόμενο και τη μορφή που πήρε η Μεγάλη Ιδέα, αλλά και ο Κωλέττης να μην υπήρχε, κάποιος άλλος σαν αυτόν θ' αναλάμβανε να ορίσει το περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας.
Προϊόν αυτής της πολιτικής υπήρξε και ο λεγόμενος «παλληκαρισμός», ο θαυμασμός δηλαδή προς τα παλληκάρια, τους φουστανελοφόρους της εποχής και κατοπινών εποχών. Ο παλληκαρισμός υπάκουε, όχι στη λογική, αλλά στο θυμικό και από αυτήν την άποψη ο ρόλος του υπήρξε καταλυτικός στις δημόσιες σχέσεις. Τα παλληκάρια ήσαν ήρωες του έθνους.
Τα κριτήρια του ορισμού των Ελλήνων
Ενα ζήτημα που έχει σχέση με τη Μεγάλη Ιδέα είναι και αυτό της αναβολής να προβληθούν κριτήρια του ορισμού των «Ελλήνων» και της «Ελλάδος». Τα εκτός της ελληνικής επικράτειας αλύτρωτα μέρη έγιναν γνωστά επισήμως κατά την εποχή του Αγώνος ως η «Πέραν Ελλάς» και οι σύνοικοι αλλόφωνοι λαοί ως οι «άλλοι» Ελληνες. Αυτή η παράλειψη καθοριστικών κριτηρίων για τον ορισμό των Ελλήνων και της Ελλάδος, δηλαδή της ελληνικής επικράτειας, απέτρεψε τους Ελληνες, έκτοτε, να δώσουν απάντηση στο εξής ερώτημα: «Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, εν τέλει, προκειμένου να προβληθούν οι διεκδικήσεις για την προσάρτηση εδαφών στο ελληνικό κράτος, οι κάτοικοι του τόπου ή η ιστορία του;». Αυτό το ερώτημα ακόμα δεν έχει απαντηθεί ικανοποιητικά και πειστικά. Θα έλεγα πως είναι ίσως η βασική αδυναμία του ελληνικού ιδεολογικού σχήματος κατά τον 19ο αιώνα. Οι Ελληνες μάλλον πρόβαλαν το ιστορικό παρελθόν του τόπου ως δικαίωμα αναπαλλοτρίωτο, ότι δηλαδή το ιστορικό παρελθόν αποτελούσε τεκμήριο ελληνικότητας από την αρχαιότητα ως την εποχή εκείνη (19ος αιώνας). Από το άλλο μέρος, η βασανιστική προσπάθεια των Ελλήνων να συμβάλουν στον γλωσσικό εξελληνισμό των «άλλων» Ελλήνων μαρτυρούσε την πεποίθησή τους ότι οι κάτοικοι του τόπου είχαν μεγάλη σημασία, αν όχι μεγαλύτερη σημασία, από την ιστορία για τη μοίρα του τόπου.
* Ο κ. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας των Νέων Χρόνων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.