Δέκα λεπτά «συμβολικής» βίας
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Δεν βλέπω για ποιον λόγο έπρεπε να διστάσουν οι νεολαίοι του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τον δεδηλωμένο αναρχικό της κοινοβουλευτικής ομάδας και έναν ακόμη βουλευτή, να μπουκάρουν στο πανεπιστημιακό γραφείο του υφυπουργού Γ. Μέργου.
Είναι επόμενο να θεωρούν «ειρηνική διαμαρτυρία» (έτσι τη λέει η «Αυγή»...) την παραβίαση της πόρτας (διότι δεν νομίζω ότι τους άνοιξε κανένας για να μπουν...), καθώς και τις υλικές ζημίες που προκάλεσαν. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κ.Ο. του κόμματός τους, στην προ εβδομάδος ομιλία του στο «Ακροπόλ», αντέστρεψε τελείως την πραγματικότητα, εξαίροντας την «ανυπακοή» (ορολογία Αλέκας, υπ’ όψιν) ως υπεράσπιση του Συντάγματος και καταγγέλλοντας την υπεράσπιση της νομιμότητας από πλευράς του κράτους ως «ακροδεξιό φονταμενταλισμό».
Παρεμπιπτόντως, πρέπει να επισημανθεί και ο ρόλος των ηλεκτρονικών μέσων, που έσπευσαν ακρίτως να υιοθετήσουν τον όρο «συμβολική κατάληψη», την οποία χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν κατήγγειλε αργότερα τον ξυλοδαρμό των εισβολέων από την Αστυνομία που είχε επέμβει. Ηταν, δηλαδή, «συμβολική» η κατάληψη επειδή κράτησε μόνον δέκα λεπτά, ενώ θα ήταν πραγματική αν κρατούσε για πόσο; Μισή ώρα, δύο ώρες, μία ημέρα; Πού ακριβώς βρίσκεται το όριο μεταξύ συμβολικής και κανονικής κατάληψης, όταν πενήντα βασιβουζούκοι εισβάλλουν στον ιδιωτικό χώρο σου και κάνουν ό,τι θέλουν; Η συγκεκριμένη ακρισία των Μέσων είναι μια λεπτομέρεια, που όμως αποκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο το καθεστώς της -ήπιας έστω- αριστερής βίας θεωρείται πλέον σχεδόν νομιμότητα...
Μικρά παράλειψις
Α! Να μην το ξεχάσω αυτό. Στην ομιλία του στο «Ακροπόλ» ο πρόεδρος Αλέξης (πρόεδρος ή μήπως είναι καλύτερη προσφώνηση το «σύντροφος»;) κάλεσε τους οπαδούς του σε «ανυπακοή», διότι αυτή, λέει, «εκπορεύεται από το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος». Παραλείπει, εντούτοις, κάτι σημαντικό. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 120 ορίζει ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Ο πρόεδρος-σύντροφος μένει στην επιρρηματική φράση «με κάθε μέσο» (συμβολικές καταλήψεις κ.λπ.), ωστόσο δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στη φράση «με τη βία». Είναι βία όμως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έστω και αν οι αποφάσεις της δεν αρέσουν στον ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως και αυτός -όπως άλλωστε κάνει, κατά παράδοση, το ΚΚΕ- ταυτίζει το κόμμα του με την κοινωνία; Ρητορική η ερώτηση, διότι έτσι ακριβώς καταλήγει την ομιλία του στο «Ακροπόλ»: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πρόσωπο της κοινωνίας που βάλλεται». (Για την ελλιπή κατανόηση του άρθρου του Συντάγματος, πάντως, ας είμαστε επιεικείς με τον πρόεδρο. Την είχε κάνει, προ καιρού, και η Χρυσούλα Γιαταγάνα των ΑΝΕΛ, που ήταν και δικαστικός στο κάτω κάτω...).
Η κολακεία των μαζών
Κατ’ αρχάς, να σας θυμίσω ότι, προσφάτως κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο, ο Τσίπρας -σφιγμένος από το κρύο και με τους γιακάδες σηκωμένους- απέτισε φόρο τιμής στον τάφο της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Προφανώς, πρέπει να τη θεωρεί σπουδαία μορφή της Αριστεράς για να το κάνει - διότι δεν φαντάζομαι ότι απλώς ήθελε να είναι ευγενικός. (Τέτοια δείγματα δεν μας έχει δώσει -μέχρι στιγμής τουλάχιστον...). Φαντάζομαι ότι, αν θαυμάζει τη Λούξεμπουργκ, αυτό οφείλεται στην αντιφατικότητά της που ασκεί μια κάποια γοητεία στους αριστερούς.
Αντιφατικός, με τον δικό του τρόπο, είναι και ο Τσίπρας. Εχω την εντύπωση ότι αυτό που επιδιώκει είναι η εξουσία, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θα κάνει όταν την πάρει. (Κατά τούτο, δεν πρωτοτυπεί σε τίποτε εν σχέσει με τους άλλους ηγέτες που μας έδωσε η ώριμη Μεταπολίτευση...). Απλώς, λόγω προέλευσης και ιδεολογικής παιδείας, αυτός μεταθέτει το στίγμα του περισσότερο προς τα Αριστερά και επιχειρεί να εκμεταλλευθεί την οργή και την κεκτημένη ταχύτητα μιας κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει μέσα σε τρία χρόνια τις βεβαιότητες που απέκτησε μέσα σε τριάντα χρόνια. Ομως, αυτό που δεν υπολογίζει, τυφλωμένος από τη φιλοδοξία του και ανήμπορος από τον βαθύ επαρχιωτισμό του, είναι τι κινδύνους έχει το παιχνίδι που παίζει.
Θα του έκανε καλό -και θα ήταν χρήσιμο σε όλους μας- να αναλογισθεί τη μεγάλη ευθύνη της Λούξεμπουργκ στην εξέγερση του Ιανουαρίου του 1919 στο Βερολίνο (την «εξέγερση των Σπαρτακιστών», όπως επικράτησε να λέγεται) και πώς, όταν πλέον ήταν πολύ αργά, η ίδια προσπάθησε μάταια να την αποτρέψει. Εγραφε, π.χ., η Λούξεμπουργκ στις 20 Νοεμβρίου 1918, στην εφημερίδα «Rote Fahne»: «Ο εμφύλιος, τον οποίο φοβισμένοι και ανήσυχοι προσπαθούν κάποιοι να εξορίσουν από την επανάσταση, είναι εδώ. Γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια άλλη ονομασία για την πάλη των τάξεων και η σκέψη ότι μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε τον σοσιαλισμό χωρίς την πάλη των τάξεων, με απόφαση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, είναι μια γελοία, μικροαστική ψευδαίσθηση». Με κάτι τέτοια έσπειρε ανέμους η ηρωίδα της Αριστεράς και ύστερα της ήταν αδύνατο να μαζέψει τη θύελλα. Λοιπόν, ας διαβάσει και κάτι πέρα από τους κλασικούς του Μαρξισμού ο πρόεδρος. Καλό θα του κάνει...