Τι πραγματικά μας διδάσκει η Αργεντινή
Tου Στάθη Ν. Καλύβα
(Πηγή : www.kathimerini.gr)
Μπορεί οι παραλληλισμοί με την Αργεντινή να έχουν γίνει κλισέ, βασίζονται όμως συνήθως σε αποσπασματικές αναγνώσεις της μεγάλης κρίσης του 2001.
Γι’ αυτό και το έργο–αναφορά του Paul Blustein («And The Money Kept Rolling In and Out») προσφέρεται για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.
Πρώτον, οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι τρομακτικές. Σχεδόν αποκτάς πλήρη περιγραφή της ελληνικής κρίσης αντικαθιστώντας μερικά ονόματα. Οπως και σ’ εμάς, το θεμελιώδες πρόβλημα ήταν η αναντιστοιχία μιας «σκληρής» νομισματικής πολιτικής με μια χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Η Αργεντινή έπασχε από χρόνιες στρεβλώσεις: πραξικοπήματα, δικτατορίες, τρομοκρατία, και ιδίως λαϊκισμός – ο Περονισμός θεωρείται η μήτρα του φαινομένου. Αναπόφευκτα, η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε πλήρη αντίφαση με τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες και τον φυσικό της πλούτο. Τον Απρίλιο του 1991 επιχειρήθηκε το μεγάλο άλμα, κάτι αντίστοιχο με την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ο Περονιστής Κάρλος Μένεμ ανέθεσε στον εκσυγχρονιστή οικονομολόγο Ντομίνγκο Καβάλο να θέσει τέλος στον υπερπληθωρισμό που είχε γονατίσει τη χώρα και αυτός εγκαινίασε την πολιτική μετατρεψιμότητας πέσο–δολαρίου με κλειδωμένη ισοτιμία, υιοθετώντας ουσιαστικά το δολάριο, όπως πάνω–κάτω έκανε η Ελλάδα με το ευρώ.
Αρχικά το πείραμα στέφθηκε με επιτυχία, γιατί η μετατρεψιμότητα αφαιρούσε από τους πολιτικούς το προνόμιο εκτύπωσης πληθωριστικού χρήματος. Ο πληθωρισμός τιθασεύτηκε και οι αγορές έδειξαν εμπιστοσύνη σε μια χώρα που φαινόταν πως, επιτέλους, σοβαρεύτηκε. Ακολούθησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και ώς το 1998 η χώρα γεύτηκε μια πρωτοφανή ευημερία. Ο Καβάλο θεωρήθηκε ήρωας. Τότε όμως έγινε και το μεγάλο σφάλμα: η δημοσιονομική πολιτική χαλάρωσε και ξεκίνησε μια πολιτική παροχών με τα δανεικά που παρείχαν απλόχερα οι αγορές, που κατέληξε στον εκτροχιασμό χρέους και ελλείμματος. Αυτό δεν φάνηκε να ενοχλεί τις αγορές που συνέχισαν τον δανεισμό, ενώ το ΔΝΤ, που επόπτευε τη χώρα, έκανε τα στραβά μάτια, όπως ακριβώς και η Ευρωπαϊκή Ενωση στην ελληνική περίπτωση. Ετσι, οι κρίσεις Βραζιλίας και Ρωσίας το 1999 βρήκαν τη χώρα απροετοίμαστη, οδηγώντας την στην ύφεση. Ο κυβερνητικός συνασπισμός κεντρώων Ριζοσπαστών και Αριστερών υπό τον Φερνάντο ντε Λα Ρούα προσπάθησε να συμμαζέψει τα δημοσιονομικά, ήταν όμως αργά. Οι αγορές έγιναν τώρα εχθρικές, τα σπρεντ ανέβαιναν καθημερινά, ενώ οι Περονιστές μπλόκαραν τις μεταρρυθμίσεις κατεβάζοντας τον κόσμο στους δρόμους. Τελικά, η κυβέρνηση προσέφυγε στο ΔΝΤ, που επέβαλε ένα πρόγραμμα λιτότητας, μεγεθύνοντας την ύφεση. Η κυβέρνηση επέμενε πως η μετατρεψιμότητα δεν είναι διαπραγματεύσιμη, ενώ τα διάφορα προγράμματα (όπως η «θωράκιση» ή blindaje και το «κούρεμα» ή megacanje) έμεναν δίχως αποτέλεσμα, αφού οι ανατάσεις αποδεικνύονταν προσωρινές και η χώρα χωνόταν όλο και πιο βαθιά στον φαύλο κύκλο της κρίσης. Ο Καβάλο κλήθηκε ως σωτήρας, απέτυχε όμως να αναστρέψει την κατάσταση. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ήρθε και η 11η Σεπτεμβρίου και η παγκόσμια οικονομία πάγωσε.
Εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες, προς το παρόν τουλάχιστον. Για να αντιμετωπίσει τη μαζική έξοδο κεφαλαίων και τον κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλει μερική απαγόρευση πρόσβασης στις καταθέσεις (το περίφημο corralito), με αποτέλεσμα το ΔΝΤ να αποχωρήσει και η οικονομία να καταρρεύσει. Ακολουθούν βίαιες διαδηλώσεις, πέφτει η κυβέρνηση Ντε Λα Ρούα, κηρύσσεται στάση πληρωμών, το πέσο καταρρέει και στην εξουσία επιστρέφει ο «βαθύς» και αμετανόητος Περονισμός των Κίρσνερ. Η οικονομία τελικά συνέρχεται το 2003 εξαιτίας της εκρηκτικής ζήτησης σόγιας από την Κίνα. Σήμερα όμως τα δομικά προβλήματα παραμένουν άλυτα, κυριαρχούν η ανέχεια, η ανεργία και η εγκληματικότητα, ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει. Το δεύτερο μάθημα λοιπόν είναι πως ούτε η στάση πληρωμών ούτε η υποτίμηση λύνουν τα προβλήματα: η επιστροφή στον λαϊκισμό, ακόμα και στις ιδανικές συνθήκες μεγάλης εξαγωγικής οικονομίας, αποδείχθηκε αδιέξοδη.
Τρίτο μάθημα: η σύγκριση με την Αργεντινή καθιστά σαφές γιατί οι περισσότεροι οικονομικοί παρατηρητές θεωρούσαν δεδομένη την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και πίεζαν για τη χρεοκοπία. Ομως έσφαλαν. Αφενός, η χρεοκοπία της Αργεντινής είχε περιορισμένες διεθνείς επιπτώσεις και, αφετέρου, το ευρωπαϊκό πείραμα έχει μια πολιτική βαρύτητα που διέφυγε εντελώς από τους οικονομολόγους. Οι συνεχείς ενέσεις ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και η στιβαρή στήριξη της οικονομίας έκαναν τη μεγάλη διαφορά μέχρι τώρα. Αν η Αργεντινή είχε στηριχθεί έως το 2003, μάλλον θα είχε γλιτώσει και θα ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη μοίρα.
Η σύγκριση δείχνει πως η σταθεροποίηση της χώρας έχει κομβική σημασία λόγω της μυωπίας των αγορών. Σε περιόδους ευημερίας οι αγορές είναι υπεραισιόδοξες, υποτιμώντας θεμελιώδη προβλήματα (όπως η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική) και δημιουργώντας επικίνδυνες «φούσκες». Αντίστοιχα, σε περιόδους ύφεσης ρέπουν προς την υπέρμετρη απαισιοδοξία, προεξοφλώντας καταρρεύσεις και χτίζοντας αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Η Ευρώπη αντιστάθμισε ώς τώρα με επιτυχία τη μυωπική ροπή των αγορών, αγοράζοντας χρόνο για την Ελλάδα. Μάθημα τέταρτο λοιπόν: οι επώδυνες δημοσιονομικές πολιτικές είναι απαραίτητες όχι τόσο λόγω του περιεχομένου τους (δεν υπάρχουν εύκολες πολιτικές σε περιόδους κρίσεων), αλλά γιατί μας δίνουν τη δυνατότητα να αντέξουμε και να περάσουμε τον κάβο της απαισιοδοξίας των αγορών.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.