Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ένα απολαυστικό άρθρο του Αντ. Πανούτσου για δανειστές, πολιτικούς, κοινωνία ανέργων και Αγγλία


Οι δανειστές, οι πολιτικοί και η κοινωνία ανέργων
Του Αντώνη Πανούτσου
Με πολλαπλασιαστή ή διαιρέτη αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα του 2009 ήταν απλό. Για να είναι εντάξει το κράτος στις υποχρεώσεις του έπρεπε να δανείζεται 20 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Τα χρήματα αυτά μας τα δάνειζαν «οι αγορές», κάτι που σημαίνει τράπεζες, funds και επενδυτές που για να τα δώσουν ήθελαν κάποιον τόκο, ο οποίος αυξανόταν όσο δανειζόμασταν περισσότερα λεφτά, αφού οι αγορές καταλάβαιναν ότι όχι μόνο δεν θα μπορέσουμε να αποπληρώσουμε το δάνειο, αλλά ούτε να εξυπηρετούμε τους τόκους του.
Οπότε το κράτος είτε έπρεπε να μειώσει τις υποχρεώσεις του, κάτι που πολιτικά ήταν δύσκολο, αφού θα υπήρχαν και υπήρξαν αντιδράσεις από το Δημόσιο, είτε να πλακωθεί να βάζει φόρους, που ήταν το εύκολη λύση. Με τους πολιτικούς που έχουμε, προφανώς προτιμήθηκε η εύκολη λύση, με αποτέλεσμα να κλείνουν επιχειρήσεις, να αυξάνεται η ανεργία και να μειώνονται οι φόροι που εισπράττει το κράτος. Με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου να μην μπορεί να ανταποκριθεί στα χρέη του στην Εφορία, το κράτος άρχισε να κόβει από το Δημόσιο. Ηταν όμως πολύ αργά γιατί ο ιδιωτικός τομέας τα έχει τινάξει, η ανεργία βρίσκεται στο 27% και στο 61,7% ειδικά στους νέους και αν αυτό δεν είναι κοινωνικό πρόβλημα τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να εξασφαλίσει δουλειά σε έναν στους τέσσερις πολίτες και σε δύο στους τρεις νέους έχει αποτύχει. Οταν οι πολίτες μιας χώρας νιώθουν ότι το σύστημα δεν τους δίνει ελπίδες, ψάχνουν για νέο σύστημα και για εχθρούς, οι οποίοι -ξένοι ή ντόπιοι, στην πραγματικότητα ή κατά φαντασίαν- ευθύνονται για τη δυστυχία τους.
Το παρήγορο για την Ελλάδα είναι ότι επειδή η ανεργία δεν έχει εξελιχθεί σε χρόνιο πρόβλημα, με ανθρώπους να μη βρίσκουν δουλειά για τρία ή τέσσερα χρόνια, υπάρχει σφυγμός αισιοδοξίας. Αυτό φάνηκε στις μετρήσεις του Δεκεμβρίου, όπου ένα ποσοστό είχε αναθαρρήσει από την εκταμίευση του δανείου. Το κακό είναι ότι ποσοστό ανεργίας 27%, που θα εξελιχθεί σε μόνιμο πρόβλημα ανεύρεσης δουλειάς, δεν μπορεί να απορροφηθεί από καμία κοινωνία. Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μόνιμης ανεργίας -σε ποσοστό όμως κοντά στο 10%- με τη δυνατότητα να δίνει μακροχρόνιο επίδομα ανεργίας, αλλά και πάλι είχε πρόβλημα με την εγκληματικότητα, η οποία σταμάτησε όταν η οικονομία ανέκαμψε.
Η εμπειρία στην Ευρώπη από τέτοιες καταστάσεις υπάρχει. Ο φόβος μια ξενοφοβικής κοινωνίας που θα αδιαφορεί για τη δημοκρατία και την ασφάλεια των μεταναστών και στην οποία οι πολίτες θα σκοτώνονται μεταξύ τους είμαι σίγουρος ότι επίσης υπάρχει. Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να βασιστεί σε έναν εκβιασμό του τύπου «βοηθήστε αλλιώς θα γίνουμε οι κάφροι της Ευρώπης». Μπορεί να πει «σκιστήκαμε να αλλάξουμε, μαζέψαμε από τα δημόσια έξοδα ό,τι μπορούσαμε και θα συνεχίσουμε να μαζεύουμε, αλλά θέλουμε τώρα να δώσετε λεφτά στο κράτος που να τα ρίξει σε πραγματικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα οι οποίες θα δώσουν δουλειές». Και αν αφού τα δώσουν έπειτα από όσα τράβηξε η Ελλάδα, υπάρξει πολιτικός που θα απλώσει το χέρι στο ταμείο, τότε ό,τι και να του κάνουν λίγο θα είναι.
Η Αγγλία της φτώχειας
Διαβάζοντας το ρεπορτάζ για τα πειραγμένα ρολόγια της ΔΕΗ που δείχνουν λιγότερη κατανάλωση γύρισα 45 χρόνια πίσω, όταν σπούδαζα στο Norwood Technical College στο Λονδίνο και έμενα σε μια bedsitter στο Stratham. Η Αγγλία, που ήταν η τελευταία χώρα στη Δυτική Ευρώπη που κατάργησε το δελτίο, ζούσε στη φτώχεια. Για να πάνε τρία άτομα μια βόλτα με αμάξι φίλου διαιρούσαν τη βενζίνη που θα έκαιγε και δίνανε ό,τι τους αναλογούσε στον ιδιοκτήτη «for the petrol». Σαλάτα σήμαινε ένα μαρουλάκι με μισή ντομάτα στο καπάκι, το βούτυρο ήταν πάντα μαργαρίνη και ό,τι στοίχιζε χρήματα το πλήρωνε αυτός που κατανάλωνε - όσο λίγο και αν ήταν, όπως το ζεστό νερό.
Το μπάνιο
Στην πλάτη των κοινόχρηστων μπάνιων των bedsitters υπήρχε ένας καυστήρας που άναβε με πένες και έσβηνε όταν σταματούσες να του βάζεις νομίσματα… Το αποτέλεσμα ήταν στο ένα χέρι να κρατάς το σαπούνι και στο άλλο μια χούφτα πένες για να ταΐζεις το meter ώστε να μην ξεμείνεις από ζεστό νερό.
Το κόλπο
Επειδή πενία τέχνας κατεργάζεται, είχαμε βρει το κόλπο να κλέβουμε τους μετρητές του γκαζιού στα δωμάτια: βάζοντας και βγάζοντας τις πένες, ενώνοντας την παροχή με την κατανάλωση εξωτερικά με σωλήνα που μπορούσε να αφαιρεθεί και έδινε άλλο νόημα στη ζωή μας, αφού σε περίπτωση λάθους τιναζόταν το σπίτι στον αέρα ή μπλοκάροντας τον μετρητή, όπως γίνεται ακόμα και σήμερα με τα ρολόγια της ΔΕΗ. Με το ηλεκτρικό, όπου ο μετρητής έπαιρνε εξάπενο, ήταν μια πολύ πιο δύσκολη ιστορία, με τη συνηθισμένη τεχνική να είναι να βγάζεις το κουτί και να το κουνάς μέχρι να πέσουν τα κέρματα.
Χαφ κράουν
Μια και η κουβέντα ήρθε στις πένες, τα εξάπενα, τα σελίνια και τις γκινέες, να πω ότι χρειαζόσουν μήνες μέχρι να μάθεις το παλιό αγγλικό σύστημα, όπου μία λίρα είχε 20 σελίνια και κάθε σελίνι 12 πένες. Αλλά η γκινέα ήταν η παλιά λίρα με τα 21 σελίνια και το χαφ κράουν ήταν δυόμισι σελίνια. Οι Αγγλοι ήταν τόσο περήφανοι που είχαν ένα σύστημα που το καταλάβαιναν μόνο οι ίδιοι που όταν ο Εντουαρντ Χιθ το 1971 άλλαξε το σύστημα σε μετρικό, τρία άτομα αυτοκτόνησαν την πρώτη μέρα, αφού ζωή χωρίς χαφ κράουν δεν είχε νόημα.