Ενόψει αδιεξόδου η κυβέρνηση Τραμπ
JOEL WIT / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες συναντήθηκα πολλές φορές με αξιωματούχους της κυβέρνησης της Βόρειας Κορέας. Η εμπειρία αυτή με έφερε σε επαφή με τον τρόπο σκέψης των Βορειοκορεατών σε ό,τι αφορά την προστασία της εθνικής τους ασφάλειας.
Εκτιμώ πως ο πρόεδρος Τραμπ διαπράττει μεγάλο σφάλμα νομίζοντας ότι η απειλή στρατιωτικού πλήγματος και ενίσχυσης των κυρώσεων θα πείσουν τη Βόρεια Κορέα να εγκαταλείψει το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Η κυβέρνηση Τραμπ επέλεξε προσέγγιση βασισμένη στην άσκηση πίεσης, η οποία δεν πρόκειται να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κάθε απειλή ενισχύει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης της Βόρειας Κορέας και επισπεύδει την πρόοδο του πυρηνικού και πυραυλικού της προγράμματος, εμπλέκοντας τις ΗΠΑ σε παρατεταμένη και ιδιαίτερα επικίνδυνη κρίση στην κορεατική χερσόνησο.
Εδώ και 60 χρόνια, η Β. Κορέα έχει αντισταθεί επιτυχώς όχι μόνο στην πίεση των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και σε απόπειρες χειραγώγησής της από τους πάτρωνές της, την ΕΣΣΔ και την Κίνα. Πέρα από το πατριωτικό φρόνημα, αυτό αποδεικνύει την πεποίθηση των Βορειοκορεατών ότι κάθε επίδειξη αδυναμίας στην αντιπαράθεσή τους με τη μοναδική υπερδύναμη θα αποτελούσε εθνική αυτοκτονία.
Η Πιονγιάνγκ πιστεύει ακράδαντα ότι πραγματικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι η ανατροπή του βορειοκορεατικού καθεστώτος εξαιτίας της στρατιωτικής απειλής που αυτό παρουσιάζει για τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ασία, όπως είναι η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Τίλερσον προσπάθησε να καθησυχάσει τον Βορρά κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Τόκιο τον περασμένο μήνα, λέγοντας: «Η Β. Κορέα και ο λαός της δεν πρέπει να φοβούνται τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στην περιοχή, οι οποίοι το μόνο που επιθυμούν είναι να ζήσουν ειρηνικά». Ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, όμως, μιλώντας αυτή την εβδομάδα στη Σεούλ, τόνισε ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να δώσουν τέλος στην καταστολή στη Β. Κορέα.
Η δήλωση αυτή σημαίνει –στα μάτια της Πιονγιάνγκ– επικείμενη προσπάθεια καθεστωτικής αλλαγής.
Τέτοιες απειλές, όπως και η επίδειξη δύναμης από την κυβέρνηση Τραμπ με τον βομβαρδισμό στόχων στη Συρία, ενισχύουν την άποψη που επικρατεί στην Πιονγιάνγκ, ότι η Β. Κορέα χρειάζεται πυρηνικά όπλα για την αυτοπροστασία της.
Η κυβέρνηση Τραμπ σφάλλει επίσης όταν πιστεύει ότι η Κίνα θα συγκρατήσει τη Β. Κορέα. Οι προσπάθειες του προέδρου Τραμπ για συνεργασία με την Κίνα, σε συνδυασμό με τις απειλές αμερικανικής στρατιωτικής δράσης εναντίον του Βορρά, μοιάζει να αποδίδουν κάποιους καρπούς, με την Κίνα να απειλεί τη Β. Κορέα με νέες κυρώσεις. Πόσο μακριά είναι, όμως, έτοιμη να φθάσει η Κίνα;
Οι ανησυχίες του Πεκίνου για πυροδότηση επικίνδυνης αστάθειας στο εσωτερικό της Β. Κορέας εξαιτίας υπερβολικών οικονομικών κυρώσεων είναι δικαιολογημένες. Επιπλέον, η Β. Κορέα θα αποκρούσει κάθε προσπάθεια άσκησης πίεσης από το Πεκίνο, όπως έκανε απέναντι σε ανάλογες αμερικανικές πιέσεις. Κινεζικές απόπειρες για αποστολή υψηλόβαθμων διπλωματών στην Πιονγιάνγκ την τελευταία εβδομάδα φέρεται να απορρίφθηκαν διαρρήδην από τη Β. Κορέα. Οι περισσότεροι παρατηρητές ξεχνούν, άλλωστε, ότι το βορειοκορεατικό πυρηνικό οπλοστάσιο στοχεύει και την Κίνα, εκτός από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Μέσα στις ερχόμενες εβδομάδες, ο συνδυασμός της υποτίμησης της βορειοκορεατικής ακαμψίας και της υπερτίμησης της κινεζικής επιρροής θα αποκαλύψει την αδυναμία της κυβέρνησης Τραμπ να δώσει τέλος στο πυρηνικό πρόγραμμα της Β. Κορέας.
Η όξυνση της έντασης είναι πολύ πιθανή. Οι πολεμοχαρείς δηλώσεις της Πιονγιάνγκ, γεμάτες απειλές θερμοπυρηνικού πολέμου, η επίδειξη νέων πυραύλων στην παρέλαση του περασμένου Σαββατοκύριακου και η αποτυχημένη πυραυλική δοκιμή μεγάλου βεληνεκούς της Κυριακής μπορεί να αποτελούν παρά μόνον τις πρώτες κινήσεις της Βόρειας Κορέας.
Αν η κυβέρνηση Τραμπ επιμείνει στη σημερινή πολιτική της, θα βρεθεί ενώπιον αδιεξόδου. Η Πιονγιάνγκ θα προωθήσει το πυρηνικό και πυραυλικό της πρόγραμμα, οι αμερικανικές απειλές θα ηχούν ολοένα και πιο ανούσιες και το Πεκίνο θα χάσει σταδιακά την προθυμία του να επιβάλει κυρώσεις εις βάρος της Β. Κορέας. Η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον θα μείνει έτσι εγκλωβισμένη και υποχρεωμένη είτε να αναδιπλωθεί –χωρίς ασφαλώς να το ομολογήσει– στο αποτυχημένο δόγμα της διπλωματίας Ομπάμα, γνωστό ως πολιτική της «στρατηγικής υπομονής», ή να ενισχύσει τις κυρώσεις της, εις βάρος της Κίνας αυτήν τη φορά.
Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος του προέδρου Τραμπ. Η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο διπλωματικής στροφής, εγκαταλείποντας την πίεση, προς όφελος νέου γύρου διαπραγμάτευσης με τη Β. Κορέα. Ο Λευκός Οίκος θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη σε επαφή με τους Βορειοκορεάτες, μέσω της αντιπροσωπείας τους στον ΟΗΕ, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να προστατεύσουν τα αμερικανικά συμφέροντα και την ειλικρινή επιθυμία της Ουάσιγκτον για εξεύρεση ειρηνικής λύσης.
Η επιτυχία αυτής της προσέγγισης δεν είναι διόλου εγγυημένη. Η μόνιμη επωδός της κυβέρνησης Τραμπ ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι» θα έπρεπε, πάντως, να περιλαμβάνει και τη διπλωματική οδό. Αυτό θα προστάτευε τον πρόεδρο Τραμπ από την επερχόμενη διπλωματική κρίση, θα οδηγούσε σε σύσφιγξη τις σινοαμερικανικές σχέσεις και θα προσέφερε –προτού είναι πια πολύ αργά– στην Πιονγιάνγκ αξιοπρεπή διέξοδο από τη σημερινή κρίση.
* Ο αρθρογράφος υπηρέτησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και είναι σήμερα μέλος του US-Korea Institute του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.