Η στάση της Ουάσιγκτον τις πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ο Τζον Μ. Μόρι, επικεφαλής της CIA στην Ελλάδα από το 1962 ώς τα τέλη του 1967, σε μακροσκελές άρθρο του στην εφημερίδα Washington Post τον Μάιο του 1977, περιγράφει την ατμόσφαιρα πυρετώδους σπερμολογίας στην Αθήνα την άνοιξη του 1967, καθώς υπήρχε η προσδοκία ότι η Ενωση Κέντρου θα κέρδιζε τις επικείμενες εκλογές.
Ο αρχηγός της, ο «γηράσκων» Γεώργιος Παπανδρέου, τελούσε υπό την έντονη επιρροή του «αριστεριστή» γιου του, Ανδρέα, «ο οποίος δεν έκρυβε την επιθυμία του να μειώσει την αμερικανική παρουσία και να περιορίσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ», γράφει ο πρώην αξιωματούχος της CIA. Με αυτό ως δεδομένο, κυκλοφορούσαν ευρέως φήμες ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα παρενέβαιναν δυναμικά στην πολιτική ζωή.
Σε ομιλία του στο American University στην Ουάσιγκτον τον Σεπτέμβριο του 1977, ο πρώην σταθμάρχης είχε πει ότι οι ΗΠΑ «πιθανότατα θα μπορούσαν να συμβιώσουν με τους Παπανδρέου», αλλά ότι ο Ανδρέας ήταν «εύπιστος και άστατος» και ότι θα προωθούσε «γνωστούς ριζοσπάστες» στο υπουργικό συμβούλιο, κάτι που «ανησυχούσε πολύ τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις». Στην ίδια εκδήλωση, ο Μόρι είχε πει ότι ως υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, ο Ανδρέας είχε αιτηθεί οι πόροι της CIA προς την ΚΥΠ να διοχετεύονται μέσω του ιδίου. Σύμφωνα με τον πρώην σταθμάρχη, η αμερικανική μυστική υπηρεσία ζήτησε από τον Παπανδρέου να χορηγεί λογιστικές καταστάσεις για τη χρήση των χρημάτων. Ο Παπανδρέου αρνήθηκε, με αποτέλεσμα οι πόροι να συνεχίσουν να διοχετεύονται μέσω του επικεφαλής της ΚΥΠ.
Στο άρθρο του στη Washington Post, ο Μόρι αποκάλυπτε ότι ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα την εποχή του πραξικοπήματος είχε αιτηθεί την έγκριση ενός «μικρού μυστικού προγράμματος» στήριξης μετριοπαθών υποψηφίων στις εκλογές – αίτημα που είχε απορριφθεί από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Οπως έγραφε, ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έβλεπαν την προοπτική μιας στρατιωτικής δικτατορίας ως «το μικρότερο κακό» και «πιθανότατα μετέφεραν την άποψη αυτή στις ελληνικές τους επαφές». Ωστόσο όλη η συζήτηση περί πραξικοπήματος αφορούσε τους στρατηγούς: «Η πιθανότητα μιας τέτοιας κίνησης από τους άκαμπτους, φανατικούς συνταγματάρχες δεν εξετάστηκε ποτέ σοβαρά».
Σε κατάσταση σοκ
Στις 20 Απριλίου, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στην ημερήσια ενημέρωση του προέδρου Τζόνσον. Το μεγαλύτερο μέρος του εγγράφου που αφορά την Ελλάδα (αποχαρακτηρίστηκε το 2015) εξακολουθεί να μην είναι προσβάσιμο. Η μόνη αναφορά που γίνεται είναι σε πιθανά σχέδια της κυβέρνησης να συλλάβει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στον άμεσο απόηχο του πραξικοπήματος, με την εξουσία να έχει περάσει στα χέρια ατόμων που ο Μόρι αποκαλεί «μάλλον απλοϊκά ανθρωπάκια», ο Λευκός Οίκος και η πρεσβεία στην Αθήνα «ήταν σε κατάσταση σοκ. Δεν υπήρχε διάλογος ουσίας με τη χούντα, ούτε ουσιώδης καθοδήγηση από τη Ουάσιγκτον».
Στις 25 Απριλίου, ο Τζόνσον ενημερώνεται ότι η νέα κυβέρνηση «αγωνιά» σχετικά με την αποδοχή της από τους εταίρους της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και «έχει υπογραμμίσει τη φιλοαμερικανική της στάση». Γίνεται αναφορά στην «πικρία» του βασιλιά Κωνσταντίνου απέναντι στους πραξικοπηματίες, αλλά και στο ότι «συναντήθηκε χθες» με έναν από τους πρωταίτιους της εκτροπής και «πιστεύει ότι πρέπει να έλθει σε κάποιου είδους συνεννόηση» μαζί τους. Το σημείωμα αναφέρεται επίσης στην «ανησυχία» των Ελληνοκυπρίων, που αναρωτιούνται «τι έπεται» μετά το πραξικόπημα.
Στην ενημέρωση του προέδρου στις 26 Απριλίου, σημειώνεται: «Είναι σαφές ότι οι νέοι κυβερνώντες της χώρας προσδοκούν ότι θα παραμείνουν για αρκετό καιρό. [...] Οι επίσημες ανακοινώσεις αντανακλούν μία “μεταρρυθμιστική” αποστολή και μία αντιπάθεια απέναντι στους επαγγελματίες πολιτικούς. [...] Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δείχνει αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει όση επιρροή έχει στην κατεύθυνση της μετριοπάθειας».
Αποκρουστικές μέθοδοι
Στο άρθρο του στη Washington Post, ο Μόρι έγραφε ότι στους μήνες που ακολούθησαν, κι ενώ η κυβέρνηση Τζόνσον έκανε σειρά κινήσεων για την ομαλοποίηση των σχέσεών της με το δικτατορικό καθεστώς, το κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα ενημέρωνε την πρεσβεία για τις «αποκρουστικές μεθόδους» της χούντας (βασανιστήρια, αυθαίρετες συλλήψεις, περιορισμός της ακαδημαϊκής ελευθερίας, φίμωση του Τύπου). Επιπλέον, πλήθαιναν τα αποδεικτικά στοιχεία ότι τα μέλη του χούντας «ασχολούνταν εντατικά με την απόλαυση των καρπών της επικράτησής τους, αποκτώντας όμορφα σπίτια, γρήγορα αυτοκίνητα, κομψές ερωμένες, ακόμα και λογαριασμούς σε ελβετικές τράπεζες».
Αν όμως ο Μόρι επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ δεν συμμετείχαν στον σχεδιασμό του πραξικοπήματος, είναι σαφής ότι, δεδομένης της θρησκευτικής πίστης στην Αθήνα για την απόλυτη ικανότητα του «αμερικανικού παράγοντα» να καθορίζει τις εξελίξεις, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να επισπεύσει την επάνοδο της Δημοκρατίας. Αρκούσε ένα σαφές μήνυμα ότι δεν ήταν ανεκτό ένα δικτατορικό καθεστώς σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Οπως έγραφε χαρακτηριστικά: «Γνωρίζω λίγους ανθρώπους με βαθιά γνώση της κατάστασης που επικρατούσε τότε οι οποίοι να αμφέβαλλαν ότι, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέδιδαν ένα τέτοιο τελεσίγραφο κατ’ ιδίαν αλλά επιτακτικά, και μέσω διαύλων διπλωματικών, στρατιωτικών και των υπηρεσιών πληροφοριών, θα είχε φέρει αποτελέσματα».
Αυτό δεν συνέβη ποτέ, κυρίως λόγω των ενστάσεων των στρατιωτικών, «κάποιοι από τους οποίους θεωρούσαν ότι η χούντα ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε συμβεί στην Αθήνα μετά τον Περικλή», σημείωνε σαρκαστικά ο πρώην σταθμάρχης. Την ίδια στιγμή, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «θεωρούσε κάθε επέμβαση, ακόμα και κατά μιας ωμής στρατιωτικής δικτατορίας, για κάποιο λόγο απαράδεκτη».
Τέσσερα απόρρητα τηλεγραφήματα του Αμερικανού πρέσβη
Η πρεσβεία στην Αθήνα έστειλε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τέσσερα απόρρητα τηλεγραφήματα στις 21 Απριλίου 1967. Στο πρώτο, ο πρέσβης Φίλιπς-Τάλμποτ αναφέρει ότι «στη βάση πληροφοριών που παραμένουν αποσπασματικές», συμπεραίνει ότι έχει εκδηλωθεί πραξικόπημα από «μικρή ομάδα» που δεν συμπεριλαμβάνει το βασιλιά, την ηγεσία του στρατεύματος ή πολιτικά πρόσωπα. Ο βασιλιάς, αναφέρει, αρχικά φοβόταν τη σύλληψη, ενώ «δεν υπάρχουν ενδείξεις αντίστασης» στο πραξικόπημα.
Στο δεύτερο, περιγράφεται η επίσκεψη στην πρεσβεία του πεθερού του Ανδρέα Παπανδρέου και στενής φίλης της Μαργαρίτας. Ο πρώτος εκφράζει σκεπτικισμό για τη μη εμπλοκή του βασιλιά και προειδοποιεί ότι αν εκτελεστεί ο Παπανδρέου θα προκληθεί βίαιη επανάσταση. Οι δύο επισκέπτες μεταφέρουν επίσης την έκκληση της Μαργαρίτας για παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον. Ο πρέσβης, σε σχόλιό του προς την Ουάσιγκτον, αναφέρει ότι έχει δώσει οδηγίες στο προσωπικό της πρεσβείας να ξεκαθαρίσουν στους πραξικοπηματίες τις αρνητικές συνέπειες πιθανών εκτελέσεων.
Στο τρίτο, ο πρέσβης παραθέτει συνομιλία του με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, «εκρηκτικά οργισμένος», του είπε ότι «απίστευτα ηλίθιοι δεξιοί μπάσταρδοι πήραν τον έλεγχο των τεθωρακισμένων και έφεραν την καταστροφή στην Ελλάδα». Ο βασιλιάς ρώτησε πόση ώρα θα χρειαζόταν για να φτάσουν ελικόπτερα στο Τατόι και να διασώσουν την οικογένειά του και αν υπήρχε δυνατότητα απόβασης Αμερικανών πεζοναυτών στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατεύματος.
Στο τελευταίο τηλεγράφημα, ο πρέσβης αναφέρεται στο τηλεφώνημά του με τον νέο πρωθυπουργό Κ. Κόλλια και τον αντιπρόεδρο και υπουργό Αμυνας Γ. Σπαντιδάκη, που τον διαβεβαιώνουν για την αφοσίωσή τους στον βασιλιά και το ΝΑΤΟ, και ότι δεν θα βλάψουν κρατουμένους. Ο Τάλμποτ σημειώνει ότι επιβεβαιώθηκε η εκτίμησή του ότι η πραγματική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του στρατού. «Το ερώτημα είναι: Ποιου στρατού;».
(Στην φωτογραφία : 21.4.1967. Τανκς στη διασταύρωση Πειραιώς και Σωκράτους. Το πραξικόπημα προκάλεσε σοκ στον Λευκό Οίκο και στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, «καθώς δεν υπήρχε διάλογος ουσίας με τη χούντα, ούτε ουσιώδης καθοδήγηση από την Ουάσιγκτον»)