Ωδή στους «οικογενειάρχες και κοιτάγανε τη δουλειά τους»
Κώστας Βαϊμάκης
(Πηγή : http://www.koolnews.gr/)
Πέρασαν 50 χρόνια από το πραξικόπημα του '67 και λίγες μέρες ακόμα για να γράψω μερικά πράγματα που σκεφτόμουν. Άφησα επίτηδες τις μέρες να περάσουν, για να μπορέσω να διαβάσω κείμενα, απόψεις, σχόλια και αναρτήσεις στα social media,
για να καταμετρήσω όλους αυτούς που ήταν στο Πολυτεχνείο εκείνη τη μέρα ή τους γονείς τους (πρόχειρες εκτιμήσεις τους βγάζουν πάνω από ένα εκατομμύριο...), τους απογοητευμένους και προδωμένους από τη «Γενιά του Πολυτεχνείου», αυτούς που αποκαλούν ακόμα το πραξικόπημα «Εθνοσωτήριο Επανάσταση», τους «η Χούντα δεν τελείωσε το '73», τους «ναι, αλλά η Χούντα έκανε έργα και κοιμόμασταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες» και τους «ε, ρε Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται». Παραδοσιακά σ' αυτή τη χώρα όλα τα έχει μπαξές. Μαζί και μπόλικη απαξίωση για όλους αυτούς που «δεν έκαναν τίποτα τότε», που «κοιτάγανε τη δουλειά τους», που δεν βγήκαν στους δρόμους, που δεν πήγαν εκείνο το βράδυ στο Πολυτεχνείο, όλους αυτούς τους «χέστες». Που ήταν η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού...
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, ήταν γεννημένος το '32. Πέρασε πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, κακουχίες και δυστυχίες κάθε είδους. Πείνασε, υπέφερε, έθαψε αδέλφια του από αρρώστιες, είδε έναν άλλο αδελφό του να κουβαλάει για όλη του τη ζωή στο σώμα του θραύσμα από όλμο, έζησε τον αυταρχισμό του χωροφύλακα - αφέντη πολύ πριν τη Χούντα, το «πιστοποιητικό φρονημάτων», το «μη μιλάς και κοίτα τη δουλειά σου». Τον Απρίλιο του '67, είχε ήδη μωρό την αδελφή μου και πάλευε από το πρωί ως το βράδυ (κυριολεκτικά) να τα φέρει βόλτα, σε ένα περιβάλλον δύσκολο από κάθε άποψη. Και λίγους μήνες πριν το Πολυτεχνείο οι γονείς μου είχαν εμένα νεογέννητο. Ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνη την εποχή, προσπάθησαν να μείνουν μακριά από τα μπλεξίματα και τις φασαρίες. Να «κοιτάζουν τη δουλειά τους», να συνεχίζουν να έχουν δουλειά για να φέρνουν ψωμί στο σπίτι, να μην δίνουν δικαιώματα, να μην τους χτυπήσει κανένα βράδυ η Αστυνομία την πόρτα. Θέλετε να το πούμε φόβο; Ένστικτο επιβίωσης; Αγωνία για την οικογένεια; Πείτε το όπως θέλετε αλλά η ουσία δεν αλλάζει.
Δεν μου είχε πολλά ο πατέρας μου για εκείνη την εποχή. Ίσως να ντρεπόταν, ίσως να ένιωθε άβολα που δεν «έκανε κάτι» και απλά «κοίταγε τη δουλειά του». Σίγουρα όμως δεν μου είπε ποτέ ότι «η Χούντα έκανε δρόμους» και «κοιμόμασταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες». Ποτέ δεν άκουσα να μου λέει «ε, ρε Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται» ούτε για αστείο. Ποτέ επίσης δεν μίλησε απαξιωτικά ή ειρωνικά για τους ανθρώπους που βασανίστηκαν και υπέφεραν. Αν ζούσε σήμερα και του είχαν πετσοκόψει τη σύνταξη, δεν θα κατέβαινε πιθανότατα να διαδηλώσει. Ούτε στους «Αγανακτισμένους» θα ήταν με την προηγούμενη Κυβέρνηση - όχι από βαρεμάρα ή από τεμπελιά, αλλά επειδή αυτός ο τρόπος δράσης ή αντίδρασης, θα ήταν μακριά από τη δική του λογική, όπως είναι μακριά από τη λογική των περισσότερων ανθρώπων. Θα «κοίταγε τη δουλειά του», θα σιχτίριζε βλέποντας τηλεόραση, θα γκρίνιαζε μετρώντας πόσα χρόνια δούλεψε για να παίρνει σήμερα ψίχουλα, αλλά μέχρι εκεί. Όπως «οι περισσότεροι οικογενειάρχες που κοιτάνε τη δουλειά τους», αυτοί που τόσο εύκολα απαξιώνουν κάποιοι και κοίταζαν ή κοιτάνε με περιφρόνηση.
Υ.Γ. Για όλους αυτούς με τα τσιτάτα τύπου «Η Χούντα δεν τελείωσε το '73», η απάντηση είναι ότι έχουν δίκιο: η Χούντα τελείωσε το '74. Αλλά τελείωσε τότε. Και είτε διαφωνεί κανείς με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ παλιότερα και της ΝΔ, με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σήμερα ή οτιδήποτε άλλο, έχουμε τη δυνατότητα να ψηφίζουμε ή να «μαυρίζουμε» όποιον θέλουμε, ακριβώς διότι η Χούντα τελείωσε το '74. Όσο για κάτι «νοσταλγούς του ροκ εν ρολ» και κάτι ατάκες του τύπου «ναι, αλλά οι Χουνταίοι ετοιμάζονταν να προκηρύξουν εκλογές», μην ζορίζεστε, έχουμε δει τι ωραία που έκαναν τις «εκλογές» οι Πινοσέτ και οι Κάστρο του κόσμου τούτου, όλοι αυτοί που εναλλάσσονταν ανάμεσα σε στολή παραλλαγής και κοστούμι. Κυβερνούν για χρόνια έχοντας «την αγάπη του λαού» και ποσοστά κοντά στο 90%...
Υ.Γ. 2: Επίσης όλοι εσείς οι «ναι αλλά κοιμόμασταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες» ξέρετε πολύ καλά ότι κανείς δεν κλείδωνε τις πόρτες, επειδή ανά πάσα στιγμή μπορούσε να έρθει ο αστυνομικός, να της ρίξει μια κλωτσιά και να τη σπάσει, χωρίς να χρειάζεται ένταλμα, εισαγγελέα ή άλλα τέτοια «χαζά». Και προφανώς όλοι εσείς που κοιμόσασταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες, συνεχίζετε και κοιμάστε ακόμα.
Υ.Γ. 3: Είναι χυδαίο τόσα χρόνια μετά κάποιοι να απαξιώνουν τον αγώνα που έκαναν εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι εκείνη την περίοδο. Κι εγώ περίμενα περισσότερα από τη «Γενιά του Πολυτεχνείου», πολύ περισσότερα τέλος πάντων από Βουλευτικές Έδρες και Υπουργεία, αλλά θα σέβομαι και θα τιμώ πάντα αυτούς που δεν έπιναν κρασιά «αυτοεξόριστοι » στο «ακριτικό Παρίσι» συζητώντας μεταξύ τύρου και αχλαδιού για το ελληνικό πρόβλημα, αλλά αυτούς που έδωσαν αγώνα, έφαγαν ξύλο, ρίσκαραν τη σωματική τους ακεραιότητα και έχασαν τη ζωή τους εκείνο το βράδυ στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο.