Ο πόλεμος του Βιετνάμ ταράζει τη Δύση
ΕΦΗ ΠΕΝΤΑΛΙΟΥ*
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Τα χρόνια 1964-65 ήταν η αρχή της «δεκαετίας της διαμαρτυρίας». Αποκάλυψαν νέους κινδύνους για τη δυτικοευρωπαϊκή ασφάλεια, ενέτειναν τις εντάσεις στις διατλαντικές σχέσεις, ενώ δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή και τη δημόσια τάξη στη Δύση.
Οι εντάσεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο του Βιετνάμ βρίσκονταν στον πυρήνα αυτής της κρίσης, καθώς υπογράμμιζαν τις διαφορές που είχαν ανακύψει από την εποχή της δημιουργίας του ΝΑΤΟ μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού σχετικά με τα όρια της πολιτικής της ανάσχεσης και τις έννοιες του «ελεύθερου κόσμου» και της «Δύσης». Προσπαθώντας να διασφαλίσουν την ενότητα του «ελεύθερου κόσμου», οι ΗΠΑ οδηγήθηκαν, υπνοβατώντας, στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μέχρι τη στιγμή της δολοφονίας του τον Νοέμβριο του 1963, ο Τζον Κένεντι είχε αυξήσει τους 900 Αμερικανούς στρατιωτικούς που βρίσκονταν στο Βιετνάμ επί των ημερών του προηγούμενου προέδρου, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, σε σχεδόν 16.000.
«Περισσότερες σημαίες» ζητεί ο Λίντον Τζόνσον
Η παγίδα του Βιετνάμ κληροδοτήθηκε στον επόμενο πρόεδρο. Στις 22 Νοεμβρίου 1963, ο Λίντον Τζόνσον ορκίστηκε μέσα στο προεδρικό αεροσκάφος και σε δραματικές συνθήκες – μόλις μιάμιση ώρα μετά τη διαπίστωση του θανάτου του Κένεντι. Κατά την πτήση από το Ντάλας στην Ουάσιγκτον, ο νέος πρόεδρος, εξαιρετικά έμπειρος αλλά αποκλειστικά στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, έπρεπε να καθορίσει τις προτεραιότητές του ανάμεσα «στη γυναίκα που αγαπούσε, την «Great Society» [το πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων] και τον κόσμο», όπου ο προκάτοχός του είχε αφήσει τόσο έντονα το στίγμα του. Ο φόβος του ότι κάθε υποχώρηση, οπουδήποτε στην υφήλιο, θα εκλαμβανόταν ως κατευνασμός, οι ασυνήθιστες συνθήκες της ανάρρησής του στο προεδρικό αξίωμα, και η προσωπικότητά του (σύμφωνα με τον George Herring, διαμορφωμένη από το επαρχιακό περιβάλλον από το οποίο προήλθε, εθνικιστικό, βαθύτατα προσανατολισμένο στις ιδέες της τιμής και της υπόληψης), συνδυάστηκαν ώστε να οδηγήσουν τον Τζόνσον να ερμηνεύσει με λανθασμένο τρόπο τις επιταγές της πολιτικής της ανάσχεσης.
Ο νέος πρόεδρος συμπέρανε ότι στο Βιετνάμ διακυβεύονταν το αμερικανικό κύρος και η αξιοπιστία, και θεώρησε ότι όφειλε να ακολουθήσει τις βασικές επιλογές του προκατόχου του. Οπως τόνισε ο ίδιος, «εάν εκδιωχθούμε από το Βιετνάμ, κανένα έθνος δεν θα μπορεί στο εξής να έχει εμπιστοσύνη στις αμερικανικές υποσχέσεις και προστασία». Σύντομα, ο Τζόνσον θα θεωρούσε ότι το Βιετνάμ της δεκαετίας του 1960 δεν ήταν και τόσο διαφορετικό από την Ελλάδα του 1947.
Προσπάθησε να νομιμοποιήσει τις αποφάσεις του επιζητώντας την υποστήριξη των συμμάχων του και παρουσιάζοντας την αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ ως δομικό στοιχείο της παγκόσμιας σταυροφορίας εναντίον του σοβιετικού κομμουνισμού. Στις αρχές του 1964, το πρόγραμμα «περισσότερες σημαίες» (που επιζητούσε παρουσία δυνάμεων και άλλων χωρών στο Βιετνάμ) αποσκοπούσε να τον ενισχύσει έναντι της εσωτερικής κριτικής που δεχόταν στο Κογκρέσο για την Great Society, αλλά και να επηρεάσει τη διεθνή γνώμη. Οι «περισσότερες σημαίες», επίσης, θα εξουδετέρωναν τη σοβιετική και κινεζική προπαγάνδα σχετικά με τον «ρατσιστικό» πόλεμο των «Αμερικανών ιμπεριαλιστών» στο Βιετνάμ εναντίον ενός έγχρωμου λαού – ένα μήνυμα που έβρισκε απήχηση τον Τρίτο Κόσμο αλλά και σε τμήματα του αμερικανικού κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι Ευρωπαίοι αρνούνται να συμμετάσχουν
Η απόπειρα των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν το ΝΑΤΟ για να προωθήσουν τις «περισσότερες σημαίες» ενεπλάκη με τις συμμαχικές συζητήσεις για τα πυρηνικά όπλα και με την πρόκληση που είχε εγείρει έναντι της συμμαχίας ο Γάλλος πρόεδρος Κάρολος ντε Γκωλ. Οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν συμπεράνει ότι δεν υπήρχε σενάριο νίκης στο Βιετνάμ και φοβούνταν ότι ο πόλεμος εκείνος αποσπούσε τις ΗΠΑ από το κύριο μέτωπο της Κεντρικής Ευρώπης. Επιπλέον, οι Δυτικοευρωπαίοι πίστευαν ότι οι Βορειοβιετναμέζοι κινητοποιούνταν από τον εθνικισμό παρά από τον κομμουνισμό, και, καθώς δεν είχαν υποκύψει στους Ιάπωνες και τους Γάλλους στο παρελθόν, δεν θα ενέδιδαν και στους Σοβιετικούς ή τους Κινέζους. Στο κλίμα αυτό, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ δεν μπόρεσε να πείσει τους νατοϊκούς συμμάχους ότι το Νότιο Βιετνάμ ήταν ένα κρίσιμο πεδίο μάχης που άξιζε τις «σημαίες» τους. Αλλωστε, το αμερικανικό αίτημα ξύπνησε τις μνήμες του πολέμου της Κορέας και φόβισε τους Ευρωπαίους ότι θα προκαλούσε ανοικτή κινεζική ή/και σοβιετική επέμβαση. Αντί να προσφέρουν στρατιώτες, οι Δυτικοευρωπαίοι διαβεβαίωσαν τους Αμερικανούς ότι «η αποχώρησή τους δεν θα υποσκάψει την ευρωπαϊκή εμπιστοσύνη σε αυτούς». Ο André de Staercke, ο πολύπειρος Βέλγος μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, εξέφρασε τη στάση των συναδέλφων του: «πρωτοβουλίες ειρήνης δεν είναι ένδειξη αδυναμίας αλλά καλής πίστης». Από την πλευρά του, πικραμένος, ο Ρασκ επισήμανε ότι οι Ευρωπαίοι δεν καταλάβαιναν την ανάγκη να κάνουν θυσίες: «αυτό που χρειαζόμασταν ήταν ένα σύνταγμα […] Μόνο ένα σύνταγμα, αλλά δεν το δώσατε. Μην περιμένετε να σας σώσουμε ξανά».
Δημόσια, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι υποστήριξαν τις ΗΠΑ, ειδικά κατά την προεκλογική εκστρατεία του Νοεμβρίου 1964, ώστε να προστατεύσουν το status quo. Αλλά δεν μπορούσαν να «πουλήσουν» το Βιετνάμ στα εκλογικά τους σώματα. Η στήριξη των ΗΠΑ επέφερε για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σημαντικό πολιτικό κόστος που σύντομα θα προκαλούσε διαδηλώσεις και απαιτήσεις για πολιτική αλλαγή. Στην Ιταλία, η χριστιανοδημοκρατία, ήδη χαρακτηριζόμενη από έντονες εσωτερικές ομαδοποιήσεις, είδε τη συνοχή της να δοκιμάζεται όταν ο Αλντο Μόρο και ο Αμιντόρε Φανφάνι έλαβαν διαμετρικά αντίθετες θέσεις ως προς το Βιετνάμ, στον ανταγωνισμό τους για την ηγεσία του κόμματος. Στη Βρετανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία και τη Νορβηγία, το Βιετνάμ ενέτεινε τις αμφιβολίες του κοινού για τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ.
Η στάση των Βρετανών, Γάλλων, Βέλγων, Ιταλών και Ολλανδών έναντι του πολέμου του Βιετνάμ καθορίστηκε από ένα περίπλοκο μείγμα μετα-αποικιακών διλημμάτων. Στον πυρήνα του υπήρχε η διάθεση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη να επηρεάσουν θετικά τον πρώην αποικιακό κόσμο και να αναμορφώσουν τις σχέσεις τους με αυτόν. Το επεισόδιο του κόλπου του Τονκίν και η αποστολή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στο Βιετνάμ ενέτειναν τις ευρωπαϊκές ανησυχίες και κατέδειξαν ότι ο πόλεμος αυτός μπορούσε να απειλήσει την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα στις δικές τους κοινωνίες. Στις ευρωπαϊκές πόλεις, οι διαμαρτυρίες εναντίον της ξένης επέμβασης στο Βιετνάμ είχαν ξεκινήσει από το 1945 αλλά έως το 1964 παρέμειναν σποραδικές και οργανωμένες από ολιγομελείς ομάδες κομμουνιστών και ειρηνιστών. Αλλά η κλιμάκωση του πολέμου από τις ΗΠΑ και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του Βορείου Βιετνάμ άλλαξαν τα δεδομένα.
Το αντιπολεμικό κίνημα φουντώνει
Η αεροπορική επιχείρηση «Rolling Thunder» ενεκρίθη στις 24 Φεβρουαρίου 1965 ως αντίδραση στο επεισόδιο του κόλπου του Τονκίν και μιας επίθεσης των Βιετκόγκ εναντίον αμερικανικού αεροδρομίου. Τα πρώτα αεροπορικά πλήγματα πραγματοποιήθηκαν στις 2 Μαρτίου. Με την επιχείρηση αυτή, ο Τζόνσον ήλπιζε να ενισχύσει το ηθικό στη Σαϊγκόν και να πλήξει τις υποδομές στο Βόρειο Βιετνάμ. Αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει αναταραχή στη δική του χώρα και στη Δυτική Ευρώπη.
Οι πρώτες, εθνικής κλίμακας, διαδηλώσεις στις ΗΠΑ έλαβαν χώρα στην Ουάσιγκτον, το Σαν Φρανσίσκο, τη Μινεάπολη, το Μαϊάμι, το Οστιν, το Σακραμέντο, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο, το Κλίβελαντ και άλλες πόλεις στις 19 Δεκεμβρίου 1964. Κατά τη διάρκεια του 1965, το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ γιγαντώθηκε. Ενα μέτωπο που περιλάμβανε ειρηνιστές, αντιπάλους των πυρηνικών όπλων, χριστιανικές ενώσεις, ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων, φεμινιστές, την παλαιά και τη Νέα Αριστερά, αντιτάχθηκε στην κλιμάκωση του πολέμου. Τα πανεπιστήμια έγιναν το κύριο πεδίο της διαμαρτυρίας, με πρώτο το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τον Μάρτιο του 1965. Τον Απρίλιο, περίπου 25.000 πολίτες διαδήλωσαν στην Ουάσιγκτον. Από το τέλος του 1965, η κλήση στον στρατό κληρωτών, στη μεγάλη πλειοψηφία τους νέων, μάλλον κοινωνικά αδύναμων ανθρώπων, πύκνωσε τις τάξεις του αντιπολεμικού κινήματος και εκτός των πανεπιστημίων. Τον Ιούλιο του 1965, εμφανίστηκαν και οι πρώτες εσωτερικές διαφοροποιήσεις στις τάξεις της κυβέρνησης Τζόνσον. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ συμβούλευσε τον πρόεδρο να αποφύγει περαιτέρω στρατιωτική ανάμειξη στο Βιετνάμ. Το φθινόπωρο, ακολούθησε ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Μακ Τζορτζ Μπάντι. Ο Τζόνσον τους αγνόησε και η κοινή γνώμη φάνηκε αρχικά να τον ακολουθεί, αλλά έμελλε να τον εγκαταλείψει το 1967.
Παρόμοιες διαμαρτυρίες έλαβαν χώρα στην Ευρώπη. Στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1965, πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις – οι μεγαλύτερες στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, τις Βρυξέλλες, την Κοπεγχάγη και τη Στοκχόλμη. Ο σερ Μάικλ Πάλισερ, ιδιαίτερος γραμματέας του πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον και ένας από τους πλέον επιφανείς Βρετανούς διπλωμάτες της εποχής, έγραψε ότι πολλοί πολίτες στη χώρα θεωρούσαν τον πόλεμο αυτόν την πιο ανήθικη πράξη μετά το Ολοκαύτωμα.
Πολλαπλές επιπτώσεις
Η «Great Society», ο νόμος των πολιτικών δικαιωμάτων του 1964 και ο νόμος των δικαιωμάτων ψηφοφορίας του 1965 κανονικά θα εξασφάλιζαν τη θέση του Τζόνσον ως ενός από τους πιο σημαντικούς και αποτελεσματικούς, προοδευτικούς κοινωνικούς μεταρρυθμιστές Αμερικανούς προέδρους. Αλλά η απόφασή του για εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ είχε ως αποτέλεσμα να ταυτιστεί η προεδρία του με αυτόν και με τις δηλητηριώδεις του επιπτώσεις. Η σταδιακή κλιμάκωση στο Βιετνάμ αποδείχθηκε ένα βαθύτατα διαιρετικό και αποσαθρωτικό ζήτημα όχι μόνον για την αμερικανική κοινωνία αλλά και για τη σταθερότητα των Δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Επιπλέον δοκίμασε τις διατλαντικές σχέσεις και τη συνοχή του ΝΑΤΟ, καθώς οι διαφωνίες μεταξύ των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων γίνονταν πιο έντονες. Απορρόφησε τους πόρους των ΗΠΑ, ζημίωσε το διεθνές τους κύρος, και έπληξε την ιδέα του «ελεύθερου κόσμου». Η δυσθυμία των Ευρωπαίων και οι συμβουλές τους για ειρήνευση πλήγωσαν την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, ιστορικοί όπως οι Thomas Schwartz και James Ellison έχουν δείξει πως, παρά την απογοήτευσή του, ο Τζόνσον δεν μετέτρεψε το Βιετνάμ σε αποφασιστικό παράγοντα για τις σχέσεις του με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Τελικά, ο πόλεμος του Βιετνάμ τόνισε την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του Ψυχρού Πολέμου και κατέδειξε στα μέλη της συμμαχίας τη σημασία της συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους.
* Η κ. Εφη Πενταλιού είναι Fellow, LSE IDEAS στο London School of Economics.
Φθινόπωρο 1967. Αμερικανικοί βομβαρδισμοί βορειοβιετναμικών υποδομών γύρω από το Ανόι και τη Χαϊφόγκ.