Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ιστορικό άρθρο για την πρώτη επίσκεψη προέδρου της Δυτ. Γερμανίας στην Ελλάδα το 1956


Ο Τέοντορ Χόυς στην Ελλάδα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Ενα έτος μετά την επανάκτηση από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των κυριαρχικών της δικαιωμάτων (με τις συμφωνίες του Λονδίνου που προέβλεπαν και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ) πραγματοποιήθηκε, στα μέσα Μαΐου του 1956, η επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Τέοντορ Χόυς (Theodor Heuss) στην Ελλάδα.
Επρόκειτο για την πρώτη επίσημη επίσκεψή του σε ξένο κράτος από την ανάληψη των καθηκόντων του το 1949. Ο Γερμανός πρόεδρος συνοδευόταν από τον υπουργό των Εξωτερικών Χάινριχ φον Μπρεντάνο (Heinrich von Brentano) και άλλους Γερμανούς αξιωματούχους. Η ελληνική κοινή γνώμη παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον τις επίσημες συναντήσεις. Οχι μόνο ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, αλλά και αντιπολιτευτικοί κύκλοι και ενημερωτικά μέσα (με λίγες εξαιρέσεις) θέλησαν να υπερβούν τις επώδυνες μνήμες των βαρειών απωλειών του πολέμου και των αγριοτήτων της γερμανικής κατοχής, χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό επισκέπτη ως «επιφανή λόγιο, δημοσιογράφο, εκδότη και συγγραφέα, μεγάλο δημοκράτη και έξοχο άνθρωπο», όπως επίσης «ευρεία διάνοια και θαυμαστή του κλασικού ελληνικού πνεύματος» και «παλαιό εγκάρδιο γνώριμο της χώρας αυτής, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου».
Στη δημιουργία του κλίματος αυτού συνέβαλε και η στάση της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα. Οι νέοι ηγέτες της χώρας, θύματα και οι ίδιοι τις περισσότερες φορές του ναζισμού, κατέβαλαν προσπάθειες να εξαλείψουν από τη μνήμη των θυμάτων της χιτλερικής Γερμανίας το οδυνηρό παρελθόν.
Μαζική ήταν η συμμετοχή του λαού την ημέρα της άφιξης του Χόυς στην ελληνική πρωτεύουσα στις 14 Μαΐου κατά τη διαδρομή στους δρόμους της Αθήνας και στη διάρκεια της τελετής κατάθεσης στεφάνου στο μνημείο του «Αγνώστου Στρατιώτη». Εξάλλου, ο ελληνικός Τύπος τόνισε ιδιαίτερα, ότι ο Δυτικογερμανός πρόεδρος, επισκεπτόμενος το Γ΄ Νεκροταφείο, αφού κατέθεσε στεφάνι στους τάφους πεσόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ελλάδα Γερμανών στρατιωτών, στη συνέχεια επισκέφθηκε και κατέθεσε άνθη σε ομαδικούς τάφους Ελλήνων αιχμαλώτων εκτελεσθέντων από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Η γερμανική πλευρά είχε πάρει το μάθημά της από το «λάθος» του Αντενάουερ στο ίδιο Νεκροταφείο δύο χρόνια νωρίτερα, όταν ο καγκελάριος απέδωσε φόρο τιμής στους Γερμανούς στρατιώτες, αλλά αγνόησε τους εκατοντάδες εκτελεσμένους αντιστασιακούς λίγο πιο πέρα, παράλειψη για την οποία επικρίθηκε έντονα κυρίως από κύκλους της Αριστεράς.
Οι προσδοκίες των Αθηνών από τις συνομιλίες
Η επίσκεψη Χόυς αποτέλεσε συμβολικό γεγονός μεγάλης σημασίας, αλλά και οι δύο πλευρές απέφυγαν σκοπίμως να διενεργήσουν διαπραγματεύσεις με στόχο συγκεκριμένα αποτελέσματα και το βάρος δόθηκε στην επιβεβαίωση της ελληνογερμανικής φιλίας και την ενίσχυση των διμερών σχέσεων.
Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά διείδε στην επίσκεψη του Γερμανού προέδρου μία ευκαιρία για να εκδηλώσει την πίκρα της για τη στάση των άλλων μεγάλων χωρών της Δύσης στο Κυπριακό, που αποτελούσε το σοβαρότερο ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής και παρά τις προσδοκίες που δημιουργούσε για την ελληνική κοινή γνώμη η παρουσία του Γερμανού υπουργού των Εξωτερικών, ο οποίος ήταν μία από τις νεότερες σημαντικές προσωπικότητες στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική της Δυτικής Γερμανίας, τελικά τόσο ο Τέοντορ Χόυς, όσο και ο Χάινριχ φον Μπρεντάνο απέφυγαν τοποθετήσεις που θα έθιγαν τη βρετανική και τουρκική πλευρά. Σε όλες τις συζητήσεις παρέμειναν σταθεροί στην επίσημη γραμμή της γερμανικής κυβέρνησης, δηλαδή την τήρηση αυστηρής ουδετερότητας απέναντι στη διαμάχη αυτή μεταξύ τριών συμμάχων του ΝΑΤΟ, ακόμα και όταν έγινε προσπάθεια, από την πλευρά του βασιλιά, σύνδεσης του θέματος της επανένωσης των δύο Γερμανιών και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Στις δηλώσεις του ο Δυτικογερμανός πρόεδρος δεν διέψευδε τις πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει στον ελληνικό Τύπο περί βρετανικού διαβήματος, προκειμένου ακόμη και να αποφευχθεί η επίσκεψη Χόυς στην Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας απλά ως ανακριβή την είδηση περί άσκησης πίεσης στη δυτικογερμανική κυβέρνηση. Με τη φράση «έχομεν γνώσιν των πόνων και του ψυχικού πάθους, με τα οποία αντιμετωπίζει τα ζητήματά του ο ελληνικός λαός», ο Δυτικογερμανός πρόεδρος βρήκε από την πλευρά του τη διατύπωση που κάλυπτε τις ελληνικές επιθυμίες, χωρίς να δυσαρεστήσει τη βρετανική πλευρά.
Αν και η προσδοκία για ενεργό στήριξη της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό δεν εκπληρώθηκε, το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να επισκιάσει τη γενικά θετική ατμόσφαιρα της επίσκεψης. Επικοινωνιακά πολύ θετική μπορεί να χαρακτηριστεί η κίνηση του Γερμανού προέδρου, κατά τη διάρκεια της περιήγησής του στην Πελοπόννησο, να διαθέσει το ποσό των 60.000 γερμανικών μάρκων για την ανέγερση κέντρου υγείας πρώτων βοηθειών στην Ολυμπία, γεγονός που εξήρε και ο ελληνικός Τύπος.

Η Μορφωτική Σύμβαση

Το κυριότερο χειροπιαστό θετικό και για τις δύο πλευρές αποτέλεσμα της επίσκεψης του Δυτικογερμανού προέδρου ήταν η υπογραφή Μορφωτικής Σύμβασης μεταξύ των δύο χωρών, στις 17 Μαΐου. Στόχος της Συμφωνίας αυτής ήταν η ανάπτυξη των πολιτιστικών σχέσεων, η καλύτερη αμοιβαία κατανόηση της μορφωτικής δραστηριότητας και των επιδόσεων στην άλλη χώρα και κατά προέκταση ευνοούνταν οι ανταλλαγές πανεπιστημιακών καθηγητών, βοηθών και φοιτητών και η ίδρυση πανεπιστημιακών εδρών ελληνικής και γερμανικής φιλολογίας σε γερμανικά και ελληνικά πανεπιστήμια αντίστοιχα, πολιτισμικών ινστιτούτων και επιστημονικών εταιρειών, καθώς και γενικά η εκμάθηση της ελληνικής και γερμανικής γλώσσας από Γερμανούς και Ελληνες αντίστοιχα. Η γερμανική πλευρά είχε μέχρι τότε ήδη έντονη παρουσία στην Ελλάδα με την ιδιαίτερα αξιόλογη δραστηριότητα του Ινστιτούτου Γκαίτε, που είχε εκατοντάδες μαθητές, αλλά και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Πάντως, οι γερμανικές επιθυμίες για συνέχιση των ανασκαφών στην περιοχή του Κεραμεικού, καθώς και για επαναλειτουργία των Γερμανικών Σχολών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη πραγματοποιήθηκαν ευκολότερα πλέον στη βάση της νέας Συμφωνίας.
Κοινή πορεία με αμοιβαία πολιτικά και οικονομικά οφέλη
Η επίσκεψη Χόυς είναι μία πανηγυρική έκφραση της προσέγγισης των δύο πλευρών και της βούλησής τους, ξεπερνώντας τις οδυνηρές μνήμες του πολέμου, να αναζητήσουν ένα κοινό μέλλον στο πλαίσιο της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η πρώτη επίσκεψη του Δυτικογερμανού προέδρου εκτός γερμανικής επικράτειας από το 1949, επιβεβαίωνε την ιδιαίτερα θετική πορεία στις σχέσεις της Αθήνας με τη Βόννη και το νέο κλίμα, που ήδη είχε αρχίσει να διαμορφώνεται με τις επισκέψεις Αντενάουερ και Παπάγου το 1954. Είχε δε συνολικά μία ιδιαίτερα φιλική και εγκάρδια απήχηση στο εσωτερικό της χώρας, γεγονός που τονίστηκε ιδιαίτερα στον Τύπο. Μετά τη λήξη του επίσημου μέρους της επίσκεψης Χόυς, η «Καθημερινή» έγραφε, στις 18 Μαΐου:
«Η δημόσια γνώμη ελπίζει, ότι ο ηγέτης της Γερμανικής Δημοκρατίας κατά τας ημέρας της επισήμου εμφανίσεώς του εν Ελλάδι θα αντελήφθη την σημασίαν, την οποίαν αποδίδει ο ελληνικός λαός εις την χώραν του και την ειλικρινή επιθυμίαν και αυτού και της Κυβερνήσεως όπως όχι μόνον λησμονηθή ο εφιάλτης του πολέμου, αλλά και αι σχέσεις των Ελλήνων και των Γερμανών παγιωθούν επί μονίμου βάσεως... ο ελληνικός λαός θεωρεί την Γερμανίαν ως παράγοντα σταθερότητος της δυτικής αμύνης και του δυτικού πολιτισμού και ζωηρώς αποβλέπει εις την μετ’ αυτής στενήν συνεργασίαν. Ειδικώς η μετά της Γερμανίας συνεργασία, έχει το χαρακτηριστικόν των αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων, η καλλιέργεια των οποίων αποτελεί σπουδαίον παράγοντα κοινής ευημερίας. Και από της πλευράς αυτής όπως και από πάσης άλλης, η επίσκεψις του Δρος Χόυς και αι αμοιβαίαι θερμαί εκδηλώσεις δύνανται να θεωρηθούν ως η επίσημος απαρχή μίας μεγάλης γονίμου περιόδου εις τας ελληνογερμανικάς σχέσεις».
Το γερμανικό κεφάλαιο
Η επίσκεψη συνέβαλε μέσω αμοιβαίων φιλοφρονήσεων στο να καλλιεργηθεί το έδαφος για δημιουργική και ωφέλιμη συνεργασία των δύο χωρών στο εξής. Και αν για τη Δυτική Γερμανία το όφελος ήταν κυρίως πολιτικό, αφού με την επίσκεψη ενίσχυε διεθνώς το προφίλ μίας νέας φιλειρηνικής Γερμανίας και εξασφάλιζε έναν Ευρωπαίο σύμμαχο, που την υποστήριζε χωρίς επιφύλαξη σε διεθνές επίπεδο και σε όλα τα σημαντικά πολιτικά θέματα, η ελληνική πλευρά μπορούσε να υπολογίζει παράλληλα τόσο σε οικονομικά όσο και σε πολιτικά οφέλη. Η οικονομική ανοικοδόμηση και ανάπτυξη της χώρας είχε ανάγκη τη συμπαράσταση του γερμανικού κεφαλαίου και της γερμανικής τεχνικής βοήθειας – την περίοδο εκείνη κυρίως του γερμανικού ιδιωτικού τομέα (Krupp, Stahlunion Export κ.λπ.), που συνεργαζόταν με ελληνικές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, η ελληνική διπλωματία ήλπιζε, η Δυτική Γερμανία να καταστεί μέσα στη δυτική συμμαχία αρωγός των προσπαθειών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και σε δεδομένες στιγμές να εξισορροπήσει κάπως τη μονομερή επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι Γερμανοί πρόεδροι και η εξομάλυνση του παρελθόντος
Από την επίσκεψη του 1956 μέχρι σήμερα, λίγες ημέρες πριν από το επικείμενο ταξίδι του νυν προέδρου της Γερμανίας, Γιόαχιμ Γκάουκ (Joachim Gauck), στην Αθήνα (5-7 Μαρτίου 2014), η παρουσία των Γερμανών προέδρων στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την εξομάλυνση του παρελθόντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που αποδεικνύει ότι το παρελθόν αυτό δεν είναι τόσο μακριά, όσο κάποιοι σύγχρονοι Γερμανοί θέλουν να νομίζουν.
Τον Ιούνιο του 1987, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ρίχαρντ φον Βάιστσεκερ (Richard von Weiszäcker), σε επίσημη ομιλία του στην Αθήνα αναγνώρισε στους Ελληνες, ότι παρά τα δεινά της Κατοχής, μεταπολεμικά «πρώτοι άπλωσαν το χέρι στον αντίπαλο». Ηταν, μάλιστα, ο πρώτος Γερμανός πρόεδρος, ο οποίος κατά την επίσημη επίσκεψή του τίμησε όλα τα θύματα της γερμανικής κατοχής με κατάθεση στεφάνου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Τον Απρίλιο του 2000, σε ανάλογη κίνηση προέβη ο Ομοσπονδιακός πρόεδρος Γιοχάνες Ράου (Johannes Rau), ο οποίος επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα, προκειμένου να εκφράσει την «αισχύνη και την οδύνη» του για τη μαζική εκτέλεση εκατοντάδων κατοίκων του χωριού από τη Βέρμαχτ τον Δεκέμβριο του 1943. Ο ίδιος ευχήθηκε μία «συμβολική εισφορά» ως γερμανική χειρονομία, προσθέτοντας ωστόσο ότι «εάν το πράξει αυτό η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δεν το γνωρίζω». Δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους, το οποίο με τη σειρά του δεν πήρε καμία σχετική πρωτοβουλία.
Την ερχόμενη εβδομάδα, ο Γιόαχιμ Γκάουκ θα επισκεφθεί μαζί με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια, το χωριό Λιγκιάδες, ένα από τα δεκάδες μαρτυρικά χωριά της Ηπείρου και έναν από τους εκατοντάδες τόπους θηριωδίας των μονάδων της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, για τους οποίους στη Γερμανία γίνονται μηδαμινές αναφορές. Γενικά τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα δεν ανήκουν στη γερμανική συλλογική μνήμη και ούτε αναφέρονται στα σχολικά βιβλία, σε αντίθεση με αυτά που συνέβησαν σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ρωσία.
Ισως ο κ. Γκάουκ έρχεται για να αναγνωρίσει επιτέλους επισήμως τη γερμανική ευθύνη για τα εγκλήματα πολέμου της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο Γερμανός πρόεδρος έχει ήδη επισκεφτεί μαρτυρικούς τόπους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου γερμανικές μονάδες έσπειραν τον θάνατο και την καταστροφή, δίνει την ελπίδα ότι θέλει με το ταξίδι του να μιλήσει σοβαρά για το παρελθόν.

* Ο κ. Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών και διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.

(Στην φωτογραφία : Αθήνα, 14 Μαΐου 1956. Σκηνή σε ύφος Μεσοπολέμου. Ο βασιλιάς Παύλος υποδέχεται στον Σταθμό Λαρίσης τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δόκτορα Τέοντορ Χόυς, τον οποίον υποβαστάζει ο υπουργός του των Εξωτερικών Χάινριχ φον Μπρεντάνο.)