Η κατάσταση γυρίζει
Στέφανος Κασιμάτης
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Υπάρχει μια εξήγηση, αλλά είναι εντελώς ελληνική. Συγκεκριμένα, ότι η Χρυσούλα Γιαταγάνα και ο Κώστας Γιοβανόπουλος, κοινοβουλευτική εκπρόσωπος και γραμματέας της Κ.Ο. των ΑΝΕΛ αντιστοίχως, εγκατέλειψαν το κόμμα («αποστάτησαν», υποστηρίζουν οι ΑΝΕΛ) προκειμένου να επισκιαστεί το μέγα γεγονός της χθεσινής ημέρας, που ήταν, βέβαια, η υποψηφιότητα του Τέρενς Κουίκ για το αξίωμα του περιφερειάρχη Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Κατόπιν αυτού, πάει, πέταξε η ευκαιρία να βγει ο Τέρενς στην εκπομπή της Κριστιάν Αμανπούρ. Τώρα όλες οι κάμερες του CNN ψάχνουν να ανακαλύψουν τη Γιαταγάνα και τον Γιοβανόπουλο...
Εντάξει, αστειεύομαι. Ωστόσο, όλη η ιστορία των ΑΝΕΛ είναι τελείως ελληνική υπόθεση: σαν χωριάτικη σαλάτα. Η Χρυσούλα Γιαταγάνα είναι μία κυρία που θυμίζει φυσιογνωμικά την ευτραφή ένοικο που ανεβάζει στις πλάτες του μέχρι τον πέμπτο όροφο ο Βέγγος ως θυρωρός. (Θυμάμαι, αμυδρά, ότι ο περί ου ο λόγος κινηματογραφικός χαρακτήρας έφερε το κατά κάποιο τρόπο ιστορικό όνομα «κυρία Καλιακούδα»...) Πρώην δικαστικός -εισαγγελέας, αν θυμάμαι καλά- είχε κατά καιρούς πολιτευθεί με διάφορους σχηματισμούς, ακόμη και με το ΚΚΕ. Στους ΑΝΕΛ, η παρουσία της προσέθετε την ατμόσφαιρα της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Την έβλεπες να φωτογραφίζεται δίπλα στον πρόεδρο του κόμματος, να ανεβάζει το βλέμμα προς τον ουρανό (ο πρόεδρος, βλέπετε, της έριχνε δυο κεφάλια τουλάχιστον σε ύψος...) και να τον κοιτάζει με τη λατρεία μιας περήφανης γιαγιάς που φωτογραφίζεται στην αποφοίτηση του εγγονού της από το πανεπιστήμιο.
Οσο για τον Γιοβανόπουλο, αυτός ήταν ο μέγας λυρικός των ΑΝΕΛ ― ενδεχομένως και του κοινοβουλευτισμού, δεδομένης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Σε μια εποχή που η επικοινωνία έχει εκτοπίσει τη ρητορική σε δεύτερη μοίρα, ο Γιοβανόπουλος ήταν ίσως ο μόνος που επέμενε στην παραδοσιακή ρητορική και κατόρθωνε να είναι τόσο άθλιος ρήτορας ώστε να ξεχωρίζει. Ξεχώριζε, επειδή κατάφερνε να στριμώχνει τόσες πολλές αηδιαστικές μεταφορές, τόσους εμετικούς «μπακαλιάρους», μέσα σε μια απλή πρόταση, ώστε, μετά τα γέλια και την κατάπληξη που σου προκαλούσε ο λόγος του, ήταν αδύνατο να μη ρωτήσεις «πώς τον λένε αυτόν τον απίθανο τύπο».
Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε γιατί έφυγαν από τους ΑΝΕΛ, ανεβάζοντας έτσι το ποσοστό των διαρροών από την Κοινοβουλευτική Ομάδα στο 25%. Οι πραγματικοί λόγοι της αποχώρησής τους είναι αδιάφοροι. Αν δεν έφυγαν για τον τάδε λόγο, θα έφυγαν για τον δείνα ― το ίδιο κάνει, αρκεί το γεγονός ότι έφυγαν. Στην πραγματικότητα, έφυγαν επειδή το μαγαζί που τους ανέδειξε καταρρέει. Το ποσοστό των ΑΝΕΛ συρρικνώνεται στις δημοσκοπήσεις, η δε εσωτερική οργάνωση του κόμματος ήταν από την αρχή χαοτική, ρυθμιζόμενη γύρω από την αντιφατική προσωπικότητα του αρχηγού τους. Ως προς το τελευταίο, οι ομοιότητες των ΑΝΕΛ με το βρετανικό UKIP του Νάιτζελ Φαράζ είναι σαφείς.
Η ουσιώδης διαφορά, εντούτοις, είναι ότι καλώς ή κακώς ο Φαράζ και το τσίρκο που τον περιβάλλει εκφράζουν στη χώρα τους την αντίδραση εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων για υπαρκτά θέματα (μετανάστευση ξένων και σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση) τα οποία κανένα από τα άλλα κόμματα στη Βρετανία δεν αντιμετωπίζει ριζικά. Αντίθετα, οι ΑΝΕΛ, με έναν ποταμό ασυναρτησιών και φαντασιώσεων (και πάντα αυτοσχεδιάζοντας...), εξέφρασαν την οργισμένη άρνηση της πραγματικότητας και τίποτε περισσότερο. Ηταν το κατ’ εξοχήν κόμμα των αγανακτισμένων της πλατείας, που «όλα τα έσφαζε, όλα τα μαχαίρωνε», και στο οποίο όλοι οι οργισμένοι χωρούσαν. Ηταν ο καλός ο μύλος του εθνολαϊκισμού που τα αλέθει όλα. Σε σύγκριση μαζί του, ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε μιλούμε για Τσιπριστές είτε για Λαφαζανιστές, είναι υπόδειγμα κόμματος. Αυτοί τουλάχιστον προσφέρουν στο κοινό τους ένα πράγμα που λέγεται σοσιαλισμός και το οποίο, για λόγους ιστορικούς, ο εξυπνότερος λαός του κόσμου επιμένει να το παίρνει στα σοβαρά.
Από την αρχή της κρίσης, ο καθοριστικός για την έκβασή της παράγοντας ήταν ο χρόνος. Θα έφθανε ο χρόνος για να αρχίσει να σχηματίζεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση βάζει τέλος πάντων τα πράγματα σε μια σειρά και ότι οι προσπάθειές μας φέρνουν επιτέλους αποτελέσματα; Θα έφθανε ο χρόνος για να ακουστεί η φωνή του ρεαλισμού και κάπως να κατακαθίσει η οργή; Εξίσου κρίσιμος ήταν ο παράγοντας του χρόνου και για την άλλη πλευρά, εξ ου και οι τακτικές (σχεδόν ανά δίμηνο...) αναγγελίες της αντιπολίτευσης ότι, σήμερα, αύριο ή το πολύ μεθαύριο, πέφτει η κυβέρνηση.
Περιττεύουν πανηγυρισμοί και κωδωνοκρουσίες, αλλά την κούρσα με τον χρόνο την κερδίζει, μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση. Οι δανειστές δέχθηκαν ότι εφέτος δεν πρόκειται να υπάρξει δημοσιονομικό κενό και, άρα, οι ευσεβείς πόθοι της αντιπολίτευσης για περαιτέρω μέτρα δεν γίνονται πραγματικότητα. Το περίφημο πεντακοσάρικο (εκ του πλεονάσματος) θα μοιραστεί στους ασθενέστερους πριν από τις ευρωεκλογές. Εν ολίγοις, η κατάσταση δείχνει μάλλον να γυρίζει ― ιδίως αν καταφέρουμε κιόλας να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών.
Αν οι ενδείξεις ανάκαμψης γίνουν περισσότερες και το θετικό κλίμα αρχίσει να εδραιώνεται, δεν λέω ότι η κυβέρνηση αυτομάτως σώζεται, όμως η αντιπολίτευση εκτοπίζεται από τις θέσεις της, διότι απλώς τις διαψεύδει η πραγματικότητα. Ο κόσμος αρχίζει να βλέπει ότι αυτό που προσπαθεί η κυβέρνηση είναι μεν δύσκολο, αλλά εν τέλει είναι κάτι που γίνεται. Οπότε, η γοητεία του απονενοημένου αρχίζει να ξεθωριάζει. Γι’ αυτό, βλέπουμε σπασμωδικές προσπάθειες προσαρμογής από ορισμένους, π.χ. την υποτιθέμενη πιο ρεαλιστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) να επαναφέρει διά του Γιάννη Δραγασάκη τη θέση που είχε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2011: αν δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε όπως θέλουμε, κάνουμε δημοψήφισμα για το ευρώ. Γι’ αυτό, επίσης, βλέπουμε τους ΑΝΕΛ να διαλύονται και τους Γιοβανόπουλο και Γιαταγάνα να χάνονται στα κύματα, όπως οι βαλίτσες των φουκαράδων του μαλαισιανού 777 στον Νότιο Ινδικό Ωκεανό...