Η νέα εικόνα των συγκρούσεων στην Αφρικανική ήπειρο
Ψάχνοντας για μια διέξοδο προς τα εμπρός
John Prendergast
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Καθώς ένα νέο κύμα βίαιων συγκρούσεων έχει ρημάξει την Αφρική, τα σύνορα και οι συμβατικές ειρηνευτικές διαδικασίες έχουν κάνει ελάχιστα για τον περιορισμό τους.
Ένας ψυχρός πόλεμος μεταξύ Αιθιοπίας και Ερυθραίας έχει διαχυθεί στην Σομαλία, όπου η Ερυθραία έχει υποστηρίξει την τζιχαντιστική ομάδα αλ Σαμπάαμπ στον αγώνα της κατά της κυβέρνησης στο Μογκαντίσου που υποστηρίζεται από την Αιθιοπία. Εν τω μεταξύ, η οργάνωση βοήθησε να τροφοδοτηθεί το παράνομο εμπόριο ελεφαντόδοντου και ξεκίνησε τρομοκρατικές επιθέσεις στην γειτονική Κένυα, σε μια από τις οποίες σκοτώθηκαν 67 άτομα σε ένα εμπορικό κέντρο τού Ναϊρόμπι το περασμένο φθινόπωρο. Το Σουδάν και το Νότιο Σουδάν έχουν υποστηρίξει εξεγέρσεις στο έδαφος αλλήλων, και η σουδανέζικη πολιτοφυλακή Τζαντζαγουίντ έχει πολεμήσει στο ανατολικό Τσαντ και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (ΚΑΔ). Ο «Στρατός Αντίστασης του Κυρίου», μια ομάδα ανταρτών τής Ουγκάντα με επικεφαλής τον Joseph Kony, αναζήτησε καταφύγιο και προκάλεσε τον όλεθρο στην Λαϊκή Δημοκρατία τού Κονγκό, στην ΚΑΔ και το Νότιο Σουδάν. Και πιο θανατηφόρος από όλα αυτά υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος στο Κονγκό, που είναι από καιρό υποκείμενο διασυνοριακής αποσταθεροποίησης από την Ρουάντα και την Ουγκάντα.
Οι συγκρούσεις αυτές δεν είναι καινούργιες, αλλά ποτέ δεν ήταν περισσότερο διασυνδεδεμένες από όσο είναι σήμερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εγκληματικά δίκτυα ή γειτονικές κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει τις ένοπλες ομάδες να επιδιώξουν τον έλεγχο ορισμένων από τα πιο αδύναμα κράτη τού κόσμου. Ωστόσο, οι παραδοσιακές ειρηνευτικές προσπάθειες έχουν αποτύχει επανειλημμένα να καταπιαστούν με αυτήν την πραγματικότητα. Εξωτερικοί μεσολαβητές - από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Ηνωμένα Έθνη ή την Αφρικανική Ένωση - έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στους πιο ισχυρούς στρατιωτικούς δρώντες. Στο Σουδάν, πολλαπλές χαμηλότερες του εθνικού επιπέδου ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης του Χαρτούμ και των αντάρτικων ομάδων έχουν διαμερισματοποιήσει τις περιφερειακές συγκρούσεις στην περιοχή Abyei, τον Γαλάζιο Νείλο, το Νταρφούρ, το ανατολικό Σουδάν και τα όρη Νούμπα. Ωστόσο, οι μαχητές στις περιοχές αυτές έχουν παρόμοια παράπονα που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν σε μια ενιαία ολοκληρωμένη ειρηνευτική διαδικασία. Στο Νότιο Σουδάν, διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών ποτέ δεν αντιμετώπισαν τα διευρυνόμενα ρήγματα στο εσωτερικό τού κυβερνώντος κόμματος, μετά την ανεξαρτησία τής χώρας το 2011. Ως αποτέλεσμα, όταν οι διαφωνίες μεταξύ των ανώτερων πολιτικών στελεχών ξεχείλισαν, ο στρατός τού Νότιου Σουδάν κατακερματίστηκε ανάλογα με τις εθνικές προτιμήσεις στην πρωτεύουσα τον περασμένο Δεκέμβριο, οδηγώντας σε εθνοτική βία και εμφύλιο πόλεμο σχεδόν εν μία νυκτί. Στο Κονγκό, συμφωνία μετά από συμφωνία, έχει ενσωματωθεί μια σειρά πολεμάρχων στον εθνικό στρατό, αλλά ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε καμία από τις βαθύτερες αιτίες τής βίας εκεί, συμπεριλαμβανομένων ενός διεφθαρμένου στρατού, ενός αδύναμου κράτους και της λεηλασίας των φυσικών πόρων τής χώρας.
Αν και σπανίως κατονομασμένες στις ειρηνευτικές συνομιλίες, οι ένοπλες μη κρατικές ομάδες έχουν τόσο μεγάλη δυνατότητα για καταστροφές όσο και οι συμβατικές δυνάμεις, και την ίδια ακριβώς έκθεση στο συνολικό παιχνίδι. Τα ονόματά τους γίνονται όλο και πιο γνωστά όσο περνά ο καιρός. Εκτός από την αλ Σαμπάαμπ και τον «Στρατό Αντίστασης του Κυρίου», υπάρχει η Τζαντζαουίντ (ένα χαλαρό σύνολο πολιτοφυλακών τού Νταρφούρ), ο Λευκός Στρατός (μια ομάδα ένοπλης νεολαίας στο Νότιο Σουδάν), η Seleka (μια μουσουλμανική συμμαχία των ανταρτών που ανέτρεψαν την κυβέρνηση της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας τον περασμένο Μάρτιο), ο αντι-Μπαλάκα (ο χριστιανικός αντίπαλος του Seleka), το «Κίνημα της 23ης Μάρτη» ή αλλιώς M23 (ένας επαναστατικός στρατός που μαχόταν για τον έλεγχο του Κονγκό), και οι Δημοκρατικές Δυνάμεις για την Απελευθέρωση της Ρουάντα, μια πολιτοφυλακή που τώρα εδρεύει στο ανατολικό Κονγκό.
Τέτοιες ομάδες σπάνια κάθονται σε τραπέζια διαπραγματεύσεων, μερικές φορές επειδή δεν καλούνται, και άλλες φορές επειδή αρνούνται. Αλλά δεν υπάρχει πολύ νόημα στην συνέχιση των ειρηνευτικών διαδικασιών, αν δεν υπάρχουν στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους, ή στην εμπλοκή σε συνομιλίες που αποκλείουν ομάδες τής κοινωνίας των πολιτών και τάσσονται υπέρ των πολιτών. Είναι εξίσου αντιπαραγωγικό να διενεργούνται εκλογές πριν σημειωθούν ουσιαστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, να εφαρμόζονται κυρώσεις αν τα όπλα εξακολουθούν να ρέουν ελεύθερα μεταξύ συνόρων, να ενσωματώνονται καταπατητές των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε εθνικούς στρατούς χωρίς να αποστρατεύονται οι υποστηρικτές τους ή να αναπτύσσονται ακριβές ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ που έχουν περιορισμένη εντολή. Ωστόσο, αυτός είναι ο κανόνας σήμερα στην επίλυση των συγκρούσεων των χωρών τής Αφρικής.
Υπάρχει μια λογική εξήγηση γι’ αυτή την δομική αστοχία. Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι έτσι ώστε το έθνος-κράτος είναι ο κυρίαρχος παράγοντας, οπότε οι ειρηνευτικές διαδικασίες καταλήγουν συχνά να αγνοούν την περιφερειακή ή την τοπική δυναμική. Και παρ’ όλο που πολλά κράτη έχουν μάθει πολλά για το πώς να διαταράσσουν τα οικονομικά δίκτυα τής τρομοκρατίας, έκαναν μικρή προσπάθεια να σταματήσουν την χρηματοδότηση προς τις αφρικανικές ομάδες που διαπράττουν αγριότητες επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή παρατείνουν βίαιες συγκρούσεις.
Υπάρχουν νέες ελπίδες, όμως: οι προσπάθειες για να τερματιστεί η τρομακτική βία στο Κονγκό, το θέατρο των πιο θανατηφόρων συγκρούσεων στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν κάνει επιτέλους πρόοδο. Από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, οι διαδοχικές συγκρούσεις έχουν δημιουργήσει πρόβλημα και στο ανατολικό τμήμα τής χώρας. Το 1998, η εισβολή της Ρουάντας και της Ουγκάντας ξεκίνησαν αυτό που έγινε γνωστό ως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος της Αφρικής, με εννέα γειτονικές χώρες να συμμετέχουν. Οι υποστηριζόμενες από την Ρουάντα και την Ουγκάντα εξεγέρσεις μαστίζουν έκτοτε το ανατολικό Κονγκό, σκοτώνοντας περισσότερους από πέντε εκατομμύρια ανθρώπους. Μετά από χρόνια ατελέσφορης ειρηνευτικής διαδικασίας και αναποτελεσματικών προσπαθειών διατήρησης της ειρήνης, μια αφρικανική περιφερειακή πρωτοβουλία, που υποστηρίζεται από την απεσταλμένη του ΟΗΕ, Mary Robinson, και τον απεσταλμένο των ΗΠΑ, Russ Feingold, κατάφερε να βοηθήσει να επέλθει η ήττα μιας εκ των πιο ολέθριων περιφερειακών πολιτοφυλακών, της M23, στο τέλος του 2013.
Η προσέγγιση αυτή είχε ουσιαστικά τρία σκέλη. Πρώτον, ο ΟΗΕ ενίσχυσε μια υπάρχουσα ειρηνευτική αποστολή με την ανάπτυξη της λεγόμενης Πολεμικής Ταξιαρχίας Παρέμβασης (Force Intervention Brigade) - 3.000 Αφρικανοί στρατιώτες οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν θανάσιμη βία και βοήθησαν τον στρατό τού Κονγκό σε μια σειρά από νικηφόρες μάχες κατά του M23. Δεύτερον, μετά την στρατιωτική προσπάθεια ακολούθησε μια σειρά δράσεων που έχουν σχεδιαστεί για να «στεγνώσουν» την διεθνή αγορά από τα λεγόμενα ορυκτά του πολέμου, τα οποία χρηματοδοτούν τις ένοπλες ομάδες στο Κονγκό. Πολλές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των Apple, Hewlett-Packard, Intel και Motorola Solutions εργάστηκαν για την μεταρρύθμιση των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού που επέτρεπαν σε παράνομα εξορυχθέντα ορυκτά να εμπορεύονται στις παγκόσμιες αγορές και να καταλήγουν σε κινητά τηλέφωνα και σε υπολογιστές σε όλο τον κόσμο. Η νομοθεσία τού Κογκρέσου και οι πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων έχουν μειώσει δραματικά τα διαθέσιμα χρήματα στις ένοπλες ομάδες, όπως το M23, οι οποίες στο παρελθόν χρηματοδοτούνταν από το λαθρεμπόριο ορυκτών και άλλων φυσικών πόρων. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένες άλλες χώρες πίεσαν αποτελεσματικά τον κύριο εξωτερικό χορηγό τού M23, τον πρόεδρο της Ρουάντα, Paul Kagame, να αποσύρει την υποστήριξή του προς την ομάδα.
Σήμερα, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να προχωρήσει η χώρα προς τα εμπρός. Η έμφαση στην υποχρέωση λογοδοσίας έχει προσδώσει στην ειρηνευτική αποστολή ασυνήθιστη αξιοπιστία: ο ηγέτης του M23, Bosco Ntaganda, κρατείται τώρα στην Χάγη, ο πολέμαρχος του Κονγκό Germain Katanga έχει ήδη διωχθεί εκεί για εγκλήματα πολέμου, και τα τοπικά δικαστήρια έχουν δικάσει αξιωματικούς τού στρατού τού Κονγκό για μαζικούς βιασμούς. Το κοινοβούλιο του Κονγκό έχει συζητήσει την δημιουργία ενός δικαστηρίου με «μεικτή σύνθεση», φέρνοντας μαζί τοπικούς και διεθνείς νομικούς να ασχοληθούν με τον τεράστιο αριθμό των φρικαλεοτήτων που έχουν διαπραχθεί στο πλαίσιο του πολέμου. Και η διεθνής οικονομική στήριξη για την κοινωνία των πολιτών τού Κονγκό έχει αυξηθεί, όπως και οι εγχώριες ανάγκες για μεταρρύθμιση στην κυβέρνηση και τον στρατό.
Αν αυτή η προσέγγιση αποδώσει τελικά καρπούς στο Κονγκό, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για την ειρήνευση και τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες αλλού, συμπεριλαμβανομένων της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και των -κουρασμένων από τον πόλεμο- δύο Σουδάν. Όπως έχει συμβεί στο Κονγκό, ωστόσο, η μελλοντική επιτυχία θα απαιτήσει συντονισμένη προσπάθεια εκ μέρους των διπλωματών, των ειρηνευτικών δυνάμεων, των πολυεθνικών εταιρειών, της κοινωνίας των πολιτών και των διεθνών ηγετών. Για τα εκατομμύρια των ευάλωτων Αφρικανών που υποφέρουν από αδυσώπητη βία, όμως, όσο περισσότερο οι κατεστημένες διαδικασίες ειρήνευσης παραμένουν αδιαμφισβήτητες, τόσο περισσότερη καταστροφή, εκτοπίσεις και θάνατο θα δουν στα επόμενα χρόνια.
* Ο JOHN PRENDERGAST είναι συνιδρυτής τού Enough Project.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141027/john-prendergast/the-new-f...