Πασοκοποίηση ή μπαχαλοποίηση: ένα δίλημμα για τον ΣΥΡΙΖΑ
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή: http://www.kathimerini.gr)
Κάποτε, ήταν μέρος της αγωγής που αποκτούσαν τα παιδιά από το σχολείο και την οικογένειά τους: από όσα έχεις μπροστά σου να κάνεις, ξεκίνα με τα δύσκολα και άφησε τα εύκολα για μετά. Κατά πολύ περισσότερο, το ίδιο ισχύει και στην πολιτική, όπου η βούληση του ενός τίθεται –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– υπό την κρίση των πολλών.
Στα δημοκρατικά καθεστώτα ιδίως, όπου οι εκλογές σε τακτά διαστήματα είναι ο κανόνας, η ισχύς του αξιώματος είναι σχεδόν απόλυτη.
Στα δημοκρατικά καθεστώτα ιδίως, όπου οι εκλογές σε τακτά διαστήματα είναι ο κανόνας, η ισχύς του αξιώματος είναι σχεδόν απόλυτη.
Κατ’ αρχάς, επειδή η ευφορία, που προκαλεί στην πλευρά των νικητών η εκλογική νίκη, είναι ένα κεφάλαιο πολύτιμο. Αν ο ηγέτης τους δεν το επενδύσει στα γρήγορα, σύντομα θα έχει χαθεί. Επιπροσθέτως, όμως, επειδή αυτό που συνηθίζουμε να λέμε –σε συνάρτηση ιδίως με την κρίση του εκλογικού σώματος– «ρηχή μνήμη» είναι κάτι που έχει αποδειχθεί πλέον και επιστημονικά. Το απέδειξαν ο βραβευμένος με το Νομπέλ Οικονομίας του 2002 ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν και ο Εϊμος Τβέρσκι, στα πειράματα που έκαναν μαζί επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Τα συμπεράσματά τους είναι το αντικείμενο του περσινού βιβλίου του Κάνεμαν: «Thinking Fast and Slow».
Ενα από αυτά όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για την πολιτική: η εκτίμηση του συνολικού μεγέθους του πόνου μιας εμπειρίας δεν προκύπτει αθροιστικά από τις επιμέρους στιγμές του πόνου, αλλά εξαρτάται από το πόσο εγγύτερα προς το τέλος της εμπειρίας τοποθετείται η στιγμή όπου ο πόνος έφθασε στο υψηλότερο σημείο του. Κατέληξαν δε σε αυτό, μελετώντας τις αντιδράσεις ανδρών ενόσω υφίσταντο την εξέταση της κολονοσκόπησης. (Γεγονός το οποίο συνιστά, ενδεχομένως, έναν επιπλέον λόγο για την πολιτική σημασία του συμπεράσματός τους...). Τι σημαίνει αυτό για κάποιον ο οποίος είναι νικητής ή, έστω, θεωρείται ο κερδισμένος των εκλογών; Κάνε στην αρχή αυτό που θα πονέσει περισσότερο – τόσο απλά.
Υπό το πρίσμα αυτό, ήταν κρίσιμο λάθος του φιλόδοξου Αλ. Τσίπρα ότι δεν κινήθηκε αποφασιστικά για να καθαρίσει τις συνιστώσες όσο ακόμη διαρκούσε ο ενθουσιασμός του εκλογικού αποτελέσματος, εφόσον βέβαια μπορούσε να φέρει εις πέρας το εγχείρημα. (Το γεγονός, πάντως, είναι ότι προτίμησε να πάει δύο μήνες διακοπές...). Τώρα, που προσπαθεί να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, συναντά τη σθεναρή αντίσταση των συνιστωσών. Αυτή η αντίσταση ήταν που εκφράστηκε τις προάλλες με την εκ πρώτης όψεως «ξεκούδουνη» δήλωση του Π. Λαφαζάνη ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει». Είναι δε τελείως επιπόλαια η εντύπωση ότι στη συνέχεια ο Λαφαζάνης επανόρθωσε το ολίσθημά του. Ούτε περί ολισθήματος επρόκειτο, ούτε επανόρθωση υπήρξε.
Στις συνεντεύξεις του που ακολούθησαν, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ τονίζει σαφέστατα ότι «η εξουσία για μας δεν είναι αυτοσκοπός» και ότι αδιαπραγμάτευτος σκοπός τους είναι να προωθήσουν τη «ριζική αλλαγή του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας με σοσιαλιστική προοπτική». Οσοι μάλιστα ανατρέξουν στις θέσεις που κατέθεσε το Αριστερό Ρεύμα του Π. Λαφαζάνη, στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση ενιαίου φορέα, θα διαβάσουν για «το πέρασμα της εξουσίας σε μια κοινωνική συμμαχία υπό την ηγεμονία (sic) της εργατικής τάξης», για «πλήρη εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων», για ένα «νέου τύπου κράτους υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο», για «κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων» και άλλα κομμουνιστικά παρόμοια. Καθώς μάλιστα πλησιάζει η ώρα της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων (στον ΣΥΡΙΖΑ, ως γνωστόν, μοιράζεται μεταξύ των συνιστωσών), είναι λογικό να ενισχύεται η εμμονή των συνιστωσών στην αυτονομία τους και, συνεπώς, να περιορίζεται το περιθώριο κινήσεων του Τσίπρα. Εξ ου και η επαναφορά, εκ μέρους του, του αιτήματος για εκλογές.
Ομως, ακόμη και αν γίνουν εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει θριαμβευτικά την εξουσία, ο Τσίπρας, εφόσον δεν έχει σκοπό να διαλέξει τον δρόμο του μετασχηματισμού της Ελλάδας σε Κούβα του Αιγαίου, θα πρέπει να βρει έναν τρόπο συνεννόησης με τους Ευρωπαίους. Στους τελευταίους η Ελλάδα θα έχει κοστίσει σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο ευρώ (110 δισ. το πρώτο πακέτο, 160 το δεύτερο, 140 τα δάνεια της ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες και κάπου 30-40 δισ. το κόστος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους) και είναι προφανές ότι θα επιδιώξουν συνεννόηση και θα ασκήσουν πιέσεις. Εξίσου προφανές, όμως, είναι ότι η δυνατότητα του Τσίπρα να διαπραγματευθεί θα είναι περιορισμένη, εφόσον δεν θα έχει λύσει το πρόβλημα των συνιστωσών.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι, πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει, όσο δεν έχει απαντήσει στο υπαρξιακό δίλημμά του: μπαχαλοποίηση ή πασοκοποίηση; (Λέω «πασοκοποίηση», γιατί είναι αστείο να μιλάμε για αστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ...). Αν δεν το απαντήσει, το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν θα κρατήσει πολύ. Θα τον ανατρέψει η εξαθλίωση που θα φέρει ο γνήσιος σοσιαλισμός...