Μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα αριστερά
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ας παρηγορηθούμε με τη σκέψη ότι, στο κάτω κάτω, ζούμε σε μια εποχή πολύ ενδιαφέρουσα και ερεθιστική. Ενδιαφέρουσα θέλω να πω από πνευματικής πλευράς, καθώς οι βεβαιότητες που εδραιώθηκαν στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης έχουν καταρρεύσει -όπως λ.χ. η μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου, η συνεχής διεύρυνση του κράτους πρόνοιας και, γενικώς, όλα αυτά επάνω στα οποία μάθαμε να χτίζουμε ο καθένας μας τη ζωή του.
Για εκείνους λοιπόν που αντλούν ένα είδος πνευματικής ηδονής παρατηρώντας τα γρανάζια της Ιστορίας καθώς γυρίζουν, όλο αυτό που συμβαίνει σήμερα στον κόσμο και στην Ελλάδα είναι συναρπαστικό.
Ταυτοχρόνως, είναι όμως και εποχή δύσκολη. Διότι, εφόσον δεν πρόκειται, ας πούμε, για το τζακ ποτ στο τζόκερ, σε κανέναν δεν αρέσουν οι απότομες μεταβολές της ζωής του, ιδίως όταν τις προκαλεί μια κρίση που διεισδύει βαθιά στο σύστημα το οποίο ορίζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Στην Ελλάδα θα είναι δυσκολότερο να αντιμετωπίσουμε τις μεταβολές αυτές, διότι δεν έχουμε και την κουλτούρα που θα διευκόλυνε την προσαρμογή. Το αντίστοιχο, λ.χ., του American expectationalism (πολύ απλά, ότι κάθε επομένη γενιά θα ζει καλύτερα από την προηγουμένη) στην Ελλάδα ήταν να γίνουμε κάποτε όλοι μας υπάλληλοι στη Βουλή, έστω και κηπουροί.
Επιπλέον, το μοντέλο των κρατικοδίαιτων προσδοκιών με χρήματα τα οποία κανείς δεν δούλεψε για να τα κερδίσει, αλλά απλώς τα δανειζόμασταν, ενισχύθηκε και από τις επιπτώσεις που είχε στη νοοτροπία μας η «θεολογία» της Αριστεράς. Η τελευταία διέβρωσε το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες του και ακινητοποίησε την πνευματική ζωή του τόπου στις υπερβατικές αλήθειες της μαρξιστικής ανάλυσης. Εξ ου και η οργή βρίσκει σήμερα την πολιτική διέξοδό της στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός υπόσχεται την αναβίωση του χαμένου κόσμου, με τρόπο που αδυνατεί εντελώς να εξηγήσει. Και απευθύνει την υπόσχεση σε ανθρώπους θυμωμένους, που έχουν ξεχάσει ή δεν έχουν μάθει ποτέ να σκέπτονται.
Επειδή λοιπόν από τη μορφή που θα πάρει το πολιτικό σύστημα θα εξαρτηθεί και η μορφή του κόσμου μετά την κρίση, όσο και αν η πολιτική και οι λειτουργοί της είναι σήμερα από τα απεχθέστερα είδη στην Ελλάδα, εγώ επιμένω να προσπαθώ να δω τι θα προβάλει στον ορίζοντα μετά την τρικυμία. Το μόνο που καταφέρνω να διακρίνω είναι ότι το κέντρο βάρους του συστήματος έχει μετακινηθεί προς τα αριστερά. Ο πολιτικός που δεν έχω λόγια να τον χαρακτηρίσω και δεν θέλω να λέω το όνομά του (αυτός τέλος πάντων που ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ...) μπόλιασε με τον αριστερίζοντα λαϊκισμό του την παράδοση της φιλελεύθερης, δημοκρατικής παράταξης (με την ιστορική σημασία που είχαν οι όροι στην Ελλάδα). Το αποτέλεσμα είναι ότι, σήμερα, η μάζα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της έχουν στραφεί στον ΣΥΡΙΖΑ: ένα κόμμα απολύτως αντίστοιχο του γερμανικού Die Linke. Στον πυρήνα του κυριαρχούν ημίτρελοι, ιδεοληπτικοί μαρξιστές, αποφασισμένοι να πείσουν την Ελλάδα ότι αξίζει τον κόπο να αυτοκτονήσει, προκειμένου να ανακαλύψει αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. Αγράμματοι και περιορισμένοι στους στενούς ορίζοντες της θεολογίας τους, φαντάζονται ότι η ελληνική αυτοκτονία θα προκαλέσει την κατάρρευση του καπιταλισμού στην Ευρώπη και θα φέρει την αυγή του σοσιαλισμού. Δεν έχουν την παιδεία όμως για να καταλάβουν ότι η Ευρώπη είναι πολύ μεγαλύτερη υπόθεση από το ένα τρισεκατομμύριο -ή και παραπάνω- που θα κόστιζε η αυτοκτονία της Ελλάδας. Αλλά και να το καταλάβαιναν και πάλι δεν θα τους ένοιαζε: η θεωρία προηγείται της πραγματικότητας γι’ αυτούς. Συνεπώς, ας μην περιμένουμε ότι θα προκύψει σύντομα από τον συρφετό του ΣΥΡΙΖΑ ένας πόλος του αστικού συστήματος στραμμένος προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Η ίδια μετατόπιση προς τα αριστερά του κέντρου βάρους ισχύει και για την άλλη αστική παράταξη του τόπου: εκείνη που προέρχεται από το Λαϊκό Κόμμα και μετεξελίχθηκε διαδοχικά στον Ελληνικό Συναγερμό, την ΕΡΕ και τη Νέα Δημοκρατία. Για την Κεντροδεξιά, η προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι και πολύ ευκολότερη και πολύ περισσότερο συμφέρουσα. Ευκολότερη, επειδή της επιτρέπει να ενσωματώσει στη φυσιογνωμία της το φιλολαϊκό στοιχείο (που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το λαϊκίστικο). Συμφέρουσα, επειδή, για το διάστημα που θα χρειαστεί ώσπου να διαμορφωθεί ένας κεντροαριστερός πόλος, μένει μόνη αυτή για να εκφράσει την ιστορική κατεύθυνση της Ελλάδας προς τη Δύση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δυνητικά αυτή η παράταξη, προσαρμοζόμενη στις νέες συνθήκες, θα προσφέρει στέγη σε όσους δεν είναι «δεξιοί» με την κλασσική έννοια του όρου, ενώ συγχρόνως αντιλαμβάνονται το μέγεθος της καταστροφής που θα ήταν για τον τόπο η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. (Και ο Συναγερμός, θυμίζω, κεντρώες δυνάμεις απορρόφησε μετά τον Εμφύλιο.)
Ενα περαιτέρω πλεονέκτημα για την προσαρμογή της Δεξιάς είναι ότι δεν έχει να εξιλεωθεί για το άγος του παρελθόντος. Είναι, βέβαια, αναμφισβήτητο ότι ως γαλάζια πασοκαρία την περίοδο 2004 - 2009 ευθύνεται για τον εκτροχιασμό της οικονομίας. Μπορεί όμως να ξεγλιστρήσει με ελαφρά πηδηματάκια από το ζήτημα, εφόσον συντρέχουν δύο λόγοι: πρώτον, υφίσταται ως μοναδικός αστικός πόλος του πολιτικού συστήματος και, δεύτερον, ανταποκρίνεται με γενναιότητα και ευθύνη σε αυτόν τον ρόλο της. Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, έχουν νόημα οι σκέψεις του Αντώνη Σαμαρά να διευρύνει την κυβέρνηση με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων μη δεξιάς προέλευσης, με προδιαγραφές τεχνοκρατών και αποδεδειγμένη τη διάθεσή τους να συμβάλουν στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Θα τολμούσα να πω ότι έτσι ίσως δημιουργείται και το υπόβαθρο για την εξέλιξη της γερασμένης Νέας Δημοκρατίας, στο πρότυπο του Ελληνικού Συναγερμού. Για κάτι τέτοιο, ασφαλώς, χρειαζόμαστε ηγέτη τουλάχιστον του επιπέδου ενός Παπάγου. Εχουμε;