Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για την αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο


Oι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις
Από την πρώτη προσέγγιση των Αμερικανών με τον στρατάρχη Τίτο έως την ανταλλαγή πρεσβευτών με την Αθήνα 62 χρόνια πριν
Του Σπυρίδωνος Σφέτα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ (28.6.1948) και η διαπίστωση των Αμερικανών ότι η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν δεν ήταν τελικά ένα απλό επεισόδιο, επέφεραν, το 1949, την πρώτη προσέγγιση της Αμερικής με τη Γιουγκοσλαβία.
Αρχικά οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το βάθος και την ουσία της κρίσης των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, ωστόσο δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο Τίτο έπρεπε να στηριχθεί. Η καταδίκη από το τιτοϊκό καθεστώς σε θάνατο του Μιχαήλοβιτς (1946), του ηγέτη των Σέρβων εθνικιστών και αντιπάλου του Τίτο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τους Αγγλοαμερικανούς το 1941-43, λησμονήθηκε γρήγορα και αμέσως μετά την απόφαση της Κομινφόρμ οι Αμερικανοί αποδέσμευσαν τα γιουγκοσλαβικά αποθέματα χρυσού στις αμερικανικές τράπεζες.
Ως αντάλλαγμα για τη μείωση της γιουγκοσλαβικής βοήθειας στον Δημοκρατικό Στρατό και το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο, στις 10 Ιουλίου 1949 –πράγμα που επέσπευσε την ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών– η Αμερική χορήγησε τον Σεπτέμβριο του 1949 το πρώτο δάνειο ύψους 20 εκατ. δολαρίων στη Γιουγκοσλαβία. Η Γιουγκοσλαβία υφίστατο τις συνέπειες του οικονομικού πολέμου της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της και απειλούνταν με οικονομική κατάρρευση. Η Μόσχα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βελιγράδι, στα ουγγρογιουγκοσλαβικά και τα ρουμανογιουγκοσλαβικά σύνορα μεραρχίες τεθωρακισμένων άρχισαν στρατιωτικά γυμνάσια, ενώ συχνό ήταν το φαινόμενο της παραβίασης του γιουγκοσλαβικού εναέριου χώρου από σοβιετικά αεροπλάνα και των μεθοριακών επεισοδίων στα βουλγαρογιουγκοσλαβικά και τα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Στον ψυχολογικό πόλεμο κατά του Τίτο, η Βουλγαρία και η Αλβανία ανακίνησαν το Μακεδονικό ζήτημα και το ζήτημα του Κοσόβου αντίστοιχα. Η Αλβανία κατηγόρησε τη Γιουγκοσλαβία για «πολιτική γενοκτονίας των Αλβανών» στο Κόσοβο, η Βουλγαρία στιγμάτισε τη βίαιη αποβουλγαροποίηση του πληθυσμού στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» στο όνομα του «μακεδονισμού» και έθεσε ζήτημα βουλγαρικής μειονότητας στα Σκόπια.
Σκοπός των Σοβιετικών ήταν να διογκωθεί στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας η δυσαρέσκεια εναντίον της κλίκας του Τίτο, ώστε να υπάρξει εσωτερική δυναμική κίνηση για την ανατροπή της με εξωτερική βοήθεια. Οι Γιουγκοσλάβοι εκτιμούσαν ότι αρχικά οι Σοβιετικοί θα υπέθαλπαν έναν ανταρτοπόλεμο εντός της Γιουγκοσλαβίας και αργότερα θα επιχειρούσαν στρατιωτική επίθεση. Η υπόθεση θα παρουσιαζόταν ως εσωτερική διένεξη εντός του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Στη Γιουγκοσλαβία καταδικάστηκαν όσοι τάχθηκαν υπέρ της απόφασης της Κομινφόρμ ή θεωρήθηκαν ύποπτοι για αντιτιτοϊκή δραστηριότητα. Οι «κομινφορμιστές» εξορίστηκαν και βασανίστηκαν στο νησί Goli Otok της Αδριατικής, τη γιουγκοσλαβική Μακρόνησο.
Η ξαφνική ανακίνηση του μειονοτικού
Η εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων ήταν ζήτημα άμεσης προτεραιότητας για τους Aγγλοαμερικανούς ώστε μέσω Θεσσαλονίκης να ενισχυθεί οικονομικά και στρατιωτικά η Γιουγκοσλαβία. Τυχόν κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας θα απειλούσε και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ενόψει των κινδύνων που διέτρεχε η Γιουγκοσλαβία, τον Ιανουάριο του 1950 συντάχθηκε στο Φόρεϊν Οφις υπόμνημα για τις δυνατότητες εξομάλυνσης των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Επισημάνθηκε ότι τα εμπόδια ήταν λιγότερα απ’ ό,τι στις σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας σχετικά με την Τεργέστη.
Συγκεκριμένα, για το εδαφικό επισημάνθηκε ότι ο Τίτο δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει επεκτατική πολιτική – οι Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ότι οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ιστορικά δικαιώματα για ελεύθερη ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ότι έπρεπε να λειτουργήσει η σιδηροδρομική γραμμή Γευγελής - Θεσσαλονίκης. Το κύριο εμπόδιο ήταν η επιστροφή των παιδιών από το παιδομάζωμα, ζήτημα που προκαλούσε ευαισθησίες στην Ελλάδα και για τη λύση του οποίου η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία. Η Γιουγκοσλαβία είχε θέσει ως όρο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης στην Ελλάδα από τον χώρο του Κέντρου μέχρι την Αριστερά. Κάθε ελληνική κυβέρνηση θα ανέμενε, ωστόσο, ότι ως αντάλλαγμα για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, στις δύσκολες συγκυρίες για τη Γιουγκοσλαβία, το Βελιγράδι δεν θα έθετε το Μακεδονικό ζήτημα. Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Πλαστήρα, τον Απρίλιο του 1950, άρχισε ο ελληνογιουγκοσλαβικός διάλογος. Ο επιτετραμμένος της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα, Σέριφ Σέχοβιτς, και ο Νικόλαος Πλαστήρας συμφώνησαν σε μια βήμα προς βήμα προσέγγιση: ανταλλαγή πρεσβευτών, αποκατάσταση τηλεγραφικών, τηλεφωνικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών, λειτουργία της ελεύθερης ζώνης, επιστροφή των παιδιών του παιδομαζώματος, εφόσον πρώτα εντοπίζονταν οι γονείς τους.
Ενώ είχε δρομολογηθεί η εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων, αποτέλεσαν έκπληξη για την κυβέρνηση Πλαστήρα οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Εντβαρτ Καρντέλι. Στις 16 Μαΐου 1950, κατά την πρώτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Eξωτερικών Yποθέσεων, ο εκπρόσωπος των Σκοπίων, Λάζαρ Μόισοφ, έθεσε στον Καρντέλι το ζήτημα της «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα, ενόψει της συζήτησης για την εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Ο υπουργός Εξωτερικών παραδέχτηκε ότι υπάρχει ζήτημα «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα που πρέπει να λυθεί. Λόγω των δηλώσεων του Καρντέλι, η διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων προσωρινά ανεστάλη.
Για να συνεχιστεί ο ελληνογιουγκοσλαβικός διάλογος, ο Τίτο θεώρησε αναγκαίο να δώσει ορισμένες εξηγήσεις στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι, Charls Peak, στις 12 Αυγούστου. Ο Τίτο διευκρίνισε ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν έχει διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας και δεν πρόκειται να αναμειχθεί στις εσωτερικές της υποθέσεις, όμως οι Ελληνες έπρεπε να καταλάβουν τι ισχυρό όπλο θα είχαν στα χέρια η Κομινφόρμ και η Βουλγαρία, αν ο Καρντέλι δεν έλεγε τίποτα.
Αν η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν απαντούσε στο ερώτημα που έθεσε ο εκπρόσωπος της «Μακεδονίας», οι «Μακεδόνες» της Ελλάδας θα μπορούσαν να στραφούν προς τη Βουλγαρία, τόνισε ο Τίτο. Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε ο Τίτο, δεν θα έπρεπε ούτε το ζήτημα των παιδιών (του παιδομαζώματος) ούτε το ζήτημα της «μακεδονικής» μειονότητας να αποτελεί εμπόδιο στην αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων.
Η διαμεσολάβηση των Αγγλων και η ολοκλήρωση της διαδικασίας
Είναι προφανές ότι με τις δηλώσεις του ο Καρντέλι αποσκοπούσε από τη μια πλευρά να προκαταλάβει τυχόν πρωτοβουλία της Βουλγαρίας για την προστασία των σλαβοφώνων της Ελλάδας (επί της ουσίας ως Βουλγάρων) σε αντιτιτοϊκή βάση, και από την άλλη να εξευμενίσει τους Σλαβομακεδόνες «Αιγαιάτες» πρόσφυγες στα Σκόπια. Στην προπαγάνδα τους οι Σλαβομακεδόνες που ακολούθησαν την ηγεσία του ΚΚΕ, μετά την ήττα του 1949, χαρακτήριζαν τον Τίτο πράκτορα του ιμπεριαλισμού, τη γιουγκοσλαβική και την ελληνική Μακεδονία υποδουλωμένες περιοχές, ενώ μονάχα τη βουλγαρική Μακεδονία ελεύθερο τμήμα.
Οι επεξηγήσεις του Τίτο ικανοποίησαν τους Αγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν διαμεσολαβητική πρωτοβουλία για την ολοκλήρωση των ελληνογιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων. Η έναρξη του πολέμου στην Κορέα καθιστούσε επιτακτική την εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Αν η Αθήνα κωλυσιεργούσε λόγω Μακεδονικού, το οποίο στις νέες συγκυρίες δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αγγλοαμερικανούς, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να απειλήσει την Ελλάδα με διακοπή της αμερικανικής βοήθειας.
Οταν στις 3 Νοεμβρίου 1950, ο Σοφοκλής Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή του Λαϊκού Κόμματος, οι διαδικασίες επιταχύνθηκαν. Επέστρεψαν Ελληνες αιχμάλωτοι που κρατούνταν στη Γιουγκοσλαβία, παραδόθηκαν τα πρώτα παιδιά οι γονείς των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα. Στις 28 Νοεμβρίου 1950, ο Σοφοκλής Βενιζέλος ανακοίνωσε την πλήρη αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων και την ανταλλαγή των πρεσβευτών.
Οταν στις 30 Νοεμβρίου το ζήτημα τέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, όλα τα πολιτικά κόμματα χαιρέτισαν τη νέα εποχή στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις με τον παλαίμαχο Μακεδονομάχο βουλευτή Γεώργιο Μόδη, αναφερόμενο στην ελληνικότητα του Μοναστηρίου, της γενέτειράς του, και άλλων πόλεων, να τονίζει ότι για μειονότητα μπορούν να μιλούν μόνον οι Ελληνες.
Τον Δεκέμβριο του 1950, ο Σπύρος Καπετανίδης τοποθετήθηκε πρέσβης στο Βελιγράδι και ο Σέριφ Σέχοβιτς στην Αθήνα. Αμέσως συγκροτήθηκαν επιτροπές για την αποκατάσταση των τηλεφωνικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών.
Ωστόσο, το Βελιγράδι και τα Σκόπια δεν έπαψαν να ανακινούν το μειονοτικό είτε για λόγους ενδογιουγκοσλαβικής ισορροπίας είτε ως αντίβαρο στη Βουλγαρία είτε ως ενίσχυση της διαδικασίας διαμόρφωσης της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Από την Ελλάδα, ωστόσο, η ανακίνηση του ανύπαρκτου μειονοτικού εκλαμβανόταν ως εδαφική διεκδίκηση.

* Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας είναι Βαλκανιολόγος.