Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για την αποστράτευση των ανταρτών του FARC στην Κολομβία


Ήταν κάποτε αντάρτες
Το πρόγραμμα της Κολομβίας να κάνει τους μαχητές του FARC πολίτες
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στις 17 Οκτωβρίου, ξεκίνησαν στο Όσλο οι επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης και των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC). Θα ακολουθήσουν περαιτέρω ειρηνευτικές συνομιλίες στην Αβάνα στα μέσα Νοεμβρίου.
Στον Τύπο, πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με το ποιοι θα είναι παρόντες για να αντιπροσωπεύουν κάθε πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε ενδεχόμενης συμφωνίας - η αποστράτευση και η επανένταξη των ανταρτών του FARC - περιέργως λείπει από τη συζήτηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγα έχουν ειπωθεί δημοσίως για το ήδη εννιάχρονο πρόγραμμα της κολομβιανής κυβέρνησης για τον αφοπλισμό, την αποστράτευση και την επανένταξη (DDR) και το εάν είναι εξοπλισμένο για να διαχειριστεί και να ενσωματώσει με επιτυχία στην κοινωνία τους χιλιάδες αντάρτες που παραμένουν στον FARC, εφόσον επιτευχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία.
Πρόσφατα, συναντήθηκα με μία πρώην διοικητή του FARC που δεν είχε προσκληθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Elda Neyis Mosquera, επίσης γνωστή ως Καρίνα, αποστρατεύθηκε το 2008 στην ηλικία των 45 ετών, μετά από 24 χρόνια με το FARC. Η μόνη γυναίκα που έφτασε το βαθμό του διοικητή μετώπου στην εποχή της, κατηγορείται για τη δολοφονία περίπου 200 αξιωματικών του στρατού, αστυνομικών και πολιτών. Κατηγορείται επίσης για απάνθρωπη μεταχείριση κρατουμένων και διαμελισμό πτωμάτων. Στη λαϊκή παράδοση, είναι μια άσχημη, μονόφθαλμη, negra παρανοϊκή δολοφόνος. Λαμβάνοντας υπόψη το υπόγειο ρεύμα του ανδρικού σωβινισμού, του ρατσισμού και του ταξισμού στην κοινωνία της Κολομβίας, η Έλντα ούσα μαύρη και «απωθητική» έκανε εύκολο για τον κολομβιανό Τύπο να την παρουσιάσει ως ένα τέρας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι υποτιθέμενες ωμότητες της Έλντα είναι το υλικό ενός θρύλου, ενώ εκείνα των ανδρών ομολόγων της και των ανωτέρων της δεν είναι.
Όταν γνώρισα την Έλντα, δεν την βρήκα ούτε άσχημη ούτε τρελή, αν και είχε χάσει ένα μάτι κατά τη διάρκεια της μάχης και φοράει ένα γυάλινο. Η περιγραφή του παρουσιαστικού της, όμως, είναι θλιβερά εκτός θέματος. Χωρίς να δικαιολογούνται τα εγκλήματά της, αυτή, όπως και πολλοί ανήλικοι οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί, ήταν ένα παιδί του FARC. Και οι ανώτεροι της Έλντα σαφώς είχαν εγκρίνει, αν δεν είχαν ενθαρρύνει κιόλας, τις ενέργειές της. Διαφορετικά, θα είχε αμέσως απαλλαγεί από τα καθήκοντα της θέσης της και δεν θα είχε ανέβει τόσο ψηλά στην ιεραρχία. Πιο σημαντικό, η κακή της φήμη αποσπά από το γεγονός ότι, όπως και άλλοι πρώην μαχητές του FARC με τους οποίους έχω μιλήσει, έχουν ανεκτίμητη εικόνα για το πώς το DDR, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα αποστράτευσης, θα πρέπει να βελτιωθεί.
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΦΡΙΚΤΑ
Τον Αύγουστο, επισκέφθηκα την Έλντα σε ένα ταπεινό, αραιά επιπλωμένο σπίτι όπου ζει με δύο άλλους αποστρατευμένους μαχητές του FARC. Βρίσκεται μέσα στα όρια μιας στρατιωτικής βάσης, έτσι ώστε να είναι προστατευμένη από απόπειρες δολοφονίας. Ο συνταγματάρχης επικεφαλής της ομάδας ενέκρινε ευγενικά το αίτημά μου για μια προσωπική συνέντευξη μαζί της. Αυτός με οδήγησε στο σπίτι της, έκανε τις συστάσεις και έφυγε. Η Έλντα με κάλεσε να καθίσω σε ένα μικρό τραπέζι στην κουζίνα. Ο ήχος των κοτόπουλων που κακάριζαν έξω ανταγωνιζόταν με το ρυθμικό ήχο των ελικοπτέρων.
Όταν ήταν σε ηλικία έξι ετών, οι γονείς της Έλντα, αμφότεροι μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κολομβίας (Partido Comunista del Κολομβία, PCC), την έστειλαν να πουλάει arepas (σ.σ.: μικρά κέικ από καλαμποκάλευρο) στους δρόμους του χωριού της, στην περιοχή της Antioquia. Με τα έσοδα, αγόρασε για τον εαυτό της τετράδια και μολύβια για το σχολείο. Όταν ήταν 12, ο πατέρας της τής είπε χωρίς περιστροφές ότι, λόγω της φυλής και της κακής της εμφάνισης, ποτέ δεν θα αποκτούσε άντρα. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να εργαστεί σκληρότερα από τους άνδρες προκειμένου να επιβιώσει. Για να την σκληρύνει, και σύμφωνα με την ιδεολογία της οικογένειας, ο πατέρας της Έλντα την έστειλε σε ένα finca (αγρόκτημα) για JUCO (Juvenil communista, δηλαδή κομμουνιστική εκπαίδευση), νομίζοντας ότι έτσι θα κάνει κάτι για τον εαυτό της. Και έτσι, όταν το FARC που τότε ήταν στενά συνδεδεμένο με το PCC ως η στρατιωτική πτέρυγά του, στρατολόγησε την Έλντα από την finca στην ηλικία των 15 ετών, με την ευλογία των γονιών της.


Στοιχειωμένη από την συμβουλή του πατέρα της, η Έλντα προσπάθησε να γίνει «η καλύτερη των ανταρτών» και ήταν συνεχώς τρομοκρατημένη ότι μπορεί να κατηγορηθεί για αδυναμία ή νωθρότητα. Στα 17, ο διοικητής της, Efrain Guzman (παρατσούκλι Friopacho) την έστειλε στο Meta, μια περιοχή στο κέντρο της Κολομβίας, ακριβώς ανατολικά των Άνδεων, να συμμετάσχει σε στρατιωτική εκπαίδευση και εκπαίδευση για αξιωματικός. Η Έλντα διακρίθηκε στο curso de commandantes (μαθήματα των διοικητών) του FARC και της δόθηκε η διοίκηση μιας ομάδας 12 ανδρών τρεις μήνες μετά την άφιξή της.
Όποια υπερηφάνεια κι αν ένιωθε, ωστόσο, ήταν βραχύβια. Λίγο μετά την προαγωγή της, ο Friopacho την κάλεσε σε συνάντηση και την ρώτησε αν είχε ποτέ σκοτώσει. Εκείνη απάντησε ότι δεν είχε. «Είσαι άχρηστη για τον πόλεμο, τότε», της είπε. Και συνέχισε: «υπάρχει υποψία για κάποιον κατάσκοπο ανάμεσά μας. Θα πρέπει να τον εκτελέσεις». Ο Friopacho ήξερε ότι ο «κατάσκοπος» ήταν στενός φίλος της Έλντα που συχνά κοιμόταν μαζί της. Τη ρώτησα αν τον πυροβόλησε. «Όχι», είπε, «με έκαναν να χρησιμοποιήσω μια ματσέτα (σ.σ.: μεγάλο μαχαίρι). Μου έδειξαν το λαιμό του και μου είπαν να κόψω μόνο την αρτηρία, έτσι ώστε να τον βλέπω αιμορραγεί». Για εβδομάδες μετά το περιστατικό, η Έλντα έκρυψε τις κρίσεις πανικού και τους λυγμούς της. Από όλα τα πράγματα που έκανε ως πολεμιστής του FARC, η εκτέλεση του φίλου της είναι αυτό για το οποίο ντρέπεται περισσότερο. «Το φάντασμά του με επισκέπτεται ακόμη και σήμερα», μου είπε.
Αλλά δεν υπήρχε γυρισμός και σίγουρα δεν υπήρχε χρόνος για μεμψιμοιρία. Για τα επόμενα 22 χρόνια, η Έλντα ανέβηκε τις βαθμίδες. Οι στρατιώτες και οι διοικητές της την αντιμετώπιζαν με ένα μείγμα σεβασμού και αγανάκτησης. Πολλοί άνδρες διοικητές θεωρούσαν ότι μια γυναίκα, ειδικά μια μαύρη γυναίκα, δεν θα έπρεπε να έχει εξουσία πάνω σε άνδρες. Έτσι η Έλντα συνεχώς αγωνιζόταν να αποδείξει την αξία της. Έχει καταλάβει ότι ποτέ δεν θα κερδίσει τον σεβασμό, οπότε αντ’ αυτού θα διοικούσε με βάση τον φόβο. Τα εγκλήματα που της αποδίδουν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου περιλαμβάνουν τον σοδομισμό κρατουμένων με διάφορα αντικείμενα, το ότι έβαλε τους άνδρες της ομάδας της να παίζουν ποδόσφαιρο με τα κεφάλια εκτελεσθέντων κρατουμένων και το ότι έκαψε ζωντανή μια γυναίκα γιατί το έγκλημα ότι ήταν σύζυγος αστυνομικού. Παρά το γεγονός ότι αρνείται ότι είναι ένοχη για αυτά τα πράγματα, η Έλντα παραδέχτηκε σε μένα ότι κατά τη διάρκεια των 24 χρόνων της με το FARC, «δεν είχε ιδέα για το πόσοι πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν» από τις σφαίρες της.
Σε κάθε περίπτωση, στα μάτια της ηγεσίας του FARC, οι μέθοδοι και το κίνητρο της Έλντα ήταν άξια προαγωγής. Το 2000, ανέλαβε τη διοίκηση του 47ου μετώπου, που επιχειρούσε στη δυτική Antioquia και αποτελείτο από περισσότερους από 100 αντάρτες. Αυτή και ο Ιβάν Ρίος, ο διοικητής της, καυγάδιζαν τακτικά. Θυμάται ιδιαίτερα μια διαφωνία που συνέβη λίγο μετά αφότου ο Ρίος επέστρεψε από ιδεολογική εκπαίδευση στην Κούβα. Έδωσε διάλεξη στους αξιωματικούς περιγράφοντας πώς διαμορφώνεται ένα κράτος. Χρησιμοποίησε την Κολομβία ως παράδειγμα. Αυτό συγκλόνισε την Έλντα, γιατί ποτέ δεν γνώριζε ότι η Κολομβία είχε πράγματι τρεις κυβερνητικούς κλάδους και ένα σύνταγμα. Δεν είχε ιδέα ότι η Δημοκρατία της Κολομβίας ήταν, στην πραγματικότητα, μια δημοκρατία και ότι θα μπορούσε, θεωρητικά, να εκλέξει τα μέλη της Βουλής που θα εκπροσωπούν αυτήν και τους campesinos (σ.σ.: αγρότες) για τους οποίους αγωνίστηκε. Η αποκάλυψη ότι της είχαν πει ψέματα για τόσα πολλά χρόνια την εξόργισε. Μετά τη διάλεξη, πλησίασε θυμωμένα τον Rios και αναφώνησε, «Ο Perdido veinte años de la guerra!» («Έχω χάσει 20 χρόνια πολεμώντας!»).
Ο Rios δεν το διασκέδασε. Και μέχρι το 2002, η σχέση της Έλντα με αυτόν και με τους άλλους διοικητές είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ που παραιτήθηκε από την διοίκησή της και επέστρεψε στον βαθμό του στρατιώτη και στο αρχείο του FARC για τα τελευταία έξι χρόνια της μαζί τους. Παρά τον υποβιβασμό της, η διοίκηση του Κολομβιανού προέδρου Αλβάρο Ουρίμπε συνέχισε να την θεωρεί ως έναν από τους υψηλότερους κατά προτεραιότητα στόχους, εν μέρει επειδή σκότωσε τον πατέρα του προέδρου κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας εκβιασμού το 1983.
ΟΙΚΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Μετά από δύο ώρες της συνέντευξής μας, ο συνταγματάρχης επέστρεψε για να ελέγξει το πώς τα πάμε. Θαύμασα με πόσο σεβασμό και επαγγελματισμό αλληλεπιδρούσε με την Έλντα. Αν και δεν ξέρω την προσωπική ιστορία του συνταγματάρχη στις μάχες, πολλοί άνδρες στην ταξιαρχία του είχαν θυσιάσει μέλη του σώματός τους ή και τη ζωή τους αμυνόμενοι απέναντι στο frente (σ.σ.: μέτωπο μάχης) της.
Αφότου ο συνταγματάρχης έφυγε, η συνομιλία μας στράφηκε στο πρόγραμμα DDR. «Η αποστράτευση των μεσαίων και κατώτερων βαθμίδων του FARC είναι ο μόνος τρόπος [για την ειρήνη]», μου είπε η Έλντα. Ποτέ δεν έχει μπήκε στο πρόγραμμα η ίδια, λόγω της δικαστικής διαδικασίας που εκκρεμεί εις βάρος της. Αφού έφυγε από το FARC τον Μάιο του 2008, έκανε έναν χρόνο στη φυλακή, προτού απελευθερωθεί με την επιμέλεια του Εβδόμου Τμήματος του κολομβιανού στρατού (σε αυτό στο οποίο είχε αρχικά παραδοθεί). Σε αντάλλαγμα, υποσχέθηκε να βοηθήσει το Τμήμα στην αποστράτευση των αγωνιστών της περιοχής. Οι συνθήκες της δικής της παράδοσης είναι ασαφείς. Ισχυρίζεται ότι φοβόταν ότι θα είχε την ίδια τύχη με τον πρώην διοικητής της, τον Ρίος, ο οποίος σκοτώθηκε από έναν από τους φρουρούς της ασφάλειάς του τον Μάρτιο του 2008. Ο κολομβιανός στρατός ισχυρίζεται ότι η Έλντα παραδόθηκε λόγω της αυξημένης στρατιωτικής πίεσης εναντίον του frente της.
Η προσφορά της Έλντα στις προσπάθειες του Εβδόμου Τμήματος για αποστρατεύσεις ταίριαξαν με την «πρακτική» προσέγγιση του διοικητή του τμήματος, Ταξίαρχου Hernán Giraldo Restrepo. Οι προσπάθειές του να προσεγγίσει την κοινότητα έχουν βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση των στρατιωτών του με τους πολίτες τους οποίους προστατεύουν. Πράγματι, η ομάδα του μπορεί να υπερηφανεύεται για το μεγαλύτερο αριθμό των αποστρατεύσεων μεταξύ όλων των τμημάτων στρατού.
Παρά το γεγονός ότι η Έλντα δεν συμμετέχει άμεσα στο πρόγραμμα DDR του Τμήματος, έχοντας περάσει πάνω από το μισό της ζωής της με τον FARC, οι απόψεις της για το πρόγραμμα έχουν ειδικό βάρος. «Ξέρει τους ανθρώπους της», όπως είπε η ίδια. Η Έλντα μου υπογράμμισε ότι το DRR είναι καλά σχεδιασμένο στη θεωρία, αλλά στην πράξη, η έλλειψη ψυχολογικής συμβουλευτικής, ευκαιριών απασχόλησης και προτύπων (ελπίζει να είναι ένα τέτοιο πρότυπο μια μέρα) δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το εάν το πρόγραμμα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια μεγάλης κλίμακας αποστράτευση και επανένταξη.
Το πρόγραμμα DDR ξεκίνησε για πρώτη φορά το 2003 για να διευθετήσει την αποστράτευση των παραστρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Κολομβίας (AUC). Έχει τρεις φάσεις. Η πρώτη, τον αφοπλισμό, που αρχίζει όταν ένας αντάρτης παραδίδεται σε μια αρχή όπως η αστυνομία, ο στρατός ή η αεροπορία. Ο αντάρτης στη συνέχεια κρατείται σε στρατιωτική βάση για 20 ημέρες, κατά την οποία αυτός ή αυτή ανακρίνεται από ανθρώπους των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού. Οι αξιωματικοί καθορίζουν αν ο αντάρτης είναι, στην πραγματικότητα, ένα μέλος του FARC (υπήρξαν εκατοντάδες περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιοι προσποιήθηκαν ότι είναι του FARC για να καρπωθούν τα οφέλη του προγράμματος), αν ο αντάρτης γνωρίζει για τυχόν άλλους που θα μπορούσε να επηρεάσει να παραδοθούν και αν αυτός ή αυτή έχει οποιαδήποτε στρατιωτική πληροφορία να προσφέρει.
Η επόμενη φάση, η αποστράτευση, είναι η παραμονή για διάστημα από έναν ως τρεις μήνες σε ένα ασφαλές σπίτι, που ονομάζεται hogar de paz (σ.σ.: σπίτι της ειρήνης). Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται σε πόλεις, συμπεριλαμβανομένης, μέχρι πριν από λίγους μήνες, της Μπογκοτά. Τον Αύγουστο, ο δήμαρχος της Μπογκοτά, Γκουστάβο Πέτρο, έκλεισε απότομα όλα τα hogares de paz όταν η αστυνομία ανακάλυψε ότι ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο είχαν τοποθετηθεί από έναν πρώην αντάρτη ο οποίος είχε τελειώσει πριν από πέντε χρόνια το πρόγραμμα. Το αυτοκίνητο βρέθηκε σε μη στρατηγική περιοχή σε ένα φτωχό τμήμα της πόλης, αλλά προφανώς προοριζόταν για τον κεντρικό αστυνομικό σταθμό της πόλης. Η στάση του Petro εξέπληξε πολλούς, ειδικά επειδή δεν έχουν αποδοθεί τρομοκρατικές επιθέσεις σε ενοίκους των ασφαλών σπιτιών και επειδή κι ο ίδιος είναι ένας πρώην αντάρτης.
Η διάρκεια της διαμονής των ανταρτών σε ένα ασφαλές σπίτι εξαρτάται από το πόσο καιρό παίρνει στις αρχές να διαπιστώσουν αν αυτός ή αυτή είναι ένοχος για ένα έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση, όπως η δολοφονία, η απαγωγή, ή η διακίνηση ναρκωτικών. Περιμένοντας, η μετακίνηση του αντάρτη έξω από το σπίτι είναι αυστηρά περιορισμένη. Τους παρέχονται ρούχα, τρόφιμα, στέγη και ιατρικές υπηρεσίες, καθώς και λίγη ψυχολογική υποστήριξη. Καλούνται να σχεδιάσουν μια νέα ζωή σε ένα φύλλο χαρτί που ονομάζεται mi proyecto de vida (σ.σ.: Το πρόγραμμα της ζωής μου»), το οποίο σκιαγραφεί το αν μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε μέλη της οικογένειάς τους, κάτι που συχνά είναι αδύνατο για αντάρτες που έχουν μείνει με το FARC για περισσότερο από μερικά χρόνια, τι είδους επαγγελματική κατάρτιση θα ήθελαν να λάβουν και ποιοι είναι οι άλλοι στόχοι της ζωής τους. Όταν το παρελθόν ενός αντάρτη ξεκαθαρίσει οριστικά, εκδίδεται γι’ αυτόν ή για αυτήν ένα πιστοποιητικό (Comité Operativo para la Dejación de Armas) που δηλώνει ότι αυτός ή αυτή είναι ικανός να εισαχθεί εκ νέου στην κοινωνία μέσω της τελικής φάσης του προγράμματος DDR.
Το τελευταίο στάδιο, η επανένταξη, εποπτεύεται από την υπηρεσία Colombiana Agencia para la Reintegración (ACR), η οποία αναφέρεται στον πρόεδρο. Μόλις οι πρώην αντάρτες φτάσουν στο νέο τόπο που έχουν επιλέξει, είναι υπεύθυνοι για να βρουν ένα μέρος για να μείνουν. Στη συνέχεια, αναφέρονται στο τοπικό κέντρο εξυπηρέτησης ACR, εισπράττουν περίπου 450 δολάρια οικονομικής στήριξης κάθε μήνα και μία κάρτα ασφάλισης για την κάλυψη δύο μηνών υγειονομικής περίθαλψης. Το πρόγραμμα ACR προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη έως και για δυόμιση χρόνια. Και αν ένας πρώην αντάρτης παρευρίσκεται τουλάχιστον στο 90% των συνεδριών, αυτός ή αυτή λαμβάνει επιπλέον 70 δολάρια το μήνα. Ομοίως, τα οφέλη της εκπαίδευσης, η οποία περιλαμβάνει βασικές γνώσεις μέχρι το γυμνάσιο επίπεδο, είναι διαθέσιμη για έως και δύο χρόνια. Ένα ποσοστό παρακολούθησης 90% σε τέτοια μαθήματα κερδίζει επιπλέον 70 δολάρια ανά μήνα. Επαγγελματική κατάρτιση σε τομείς όπως η νοσηλευτική, η μηχανική και η τεχνολογία παρέχεται επίσης για μέχρι και έξι χρόνια. Όλες οι παροχές ανακαλούνται αν ο συμμετέχων παραβιάσει τον νόμο ή τους όρους συμμόρφωσης στο ACR.
ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Από την ίδρυση του DDR, 54.598 μαχητές έχουν εγγραφεί σε αυτό. Ωστόσο, τα δελτία δεδομένων του ACR δεν περιλαμβάνουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με το πόσοι πολλοί από αυτούς έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία επιτυχώς. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή το πρόγραμμα δεν έχει την ικανότητα και τους πόρους για να τους παρακολουθεί μακροπρόθεσμα.
Σίγουρα, υπάρχουν κάποιες εμπνευσμένες ιστορίες επιτυχίας - οι περισσότερες από αυτές αφορούν γυναίκες. (Με βάση τα στοιχεία από περισσότερους από 20 μαχητές που έχω γνωρίσει, οι γυναίκες πετυχαίνουν, επειδή μπορούν να βασίζονται στη δύναμη και την αποφασιστικότητα που ανέπτυξαν εξ αρχής για να επιβιώσουν μέσα στην κουλτούρα της ανδρικής αλαζονείας του FARC). Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι άνδρες και γυναίκες που δεν καταφέρνουν να περάσουν επιτυχώς το πρόγραμμα. Υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα, τα οποία απηχούν την κριτική της Έλντα. Πρώτον, δεν υπάρχουν επιτυχώς αποστρατευθέντες μαχητές που να συμμετέχουν ως πρότυπα προς μίμηση. Δεύτερον, η ψυχολογική θεραπεία κατά τη διάρκεια της φάσης της αποστράτευσης δεν είναι τόσο έντονη όσο θα έπρεπε. Τρίτον, τα προγράμματα απασχόλησης κατά τη φάση της επανένταξης είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικά.
Όπως υποστήριξε πειστικά η Έλντα, οι επιτυχώς αποστρατευθέντες και επανενταγμένοι μαχητές θα πρέπει να εμπλέκονται άμεσα σε κάθε φάση της διαδικασίας. Όσοι προέρχονται από παρόμοιο φυλετικό και κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και έχουν ζήσει «τη ζωή του FARC» είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να καθοδηγήσουν άλλους μαχητές στην κανονική ζωή. Αυτοί, άλλωστε, είναι η ζωντανή απόδειξη ότι το ξεκίνημα ως νομοταγείς πολίτες είναι δυνατό, ανεξάρτητα από το πόσο αφόρητο φαίνεται σε εκείνους που είναι φρέσκοι στη ζούγκλα.
Η συμμετοχή ανθρώπων σε ρόλο προτύπου θα ενισχύσει επίσης τον τομέα της ψυχικής υγείας στο πρόγραμμα, καθώς πολλοί αποστρατευθέντες μαχητές αφήνουν το hogares de paz όντες ψυχολογικά απροετοίμαστοι για την τραυματική μετάβαση πίσω στην πολιτική ζωή. Ως αποτέλεσμα, πολλοί ξοδεύουν το επίδομά τους στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Μερικές γυναίκες, ειδικά εκείνες στη δεκαετία των 20 χρόνων τους, πανικοβάλλονται και αναζητούν προστασία και εισόδημα δουλεύοντας ως πόρνες για έναν προαγωγό. Οι αρσενικοί, απογυμνωμένοι από τα όπλα τους και την ανδροπρεπή ταυτότητά τους, γίνονται πρόθυμοι νεοσύλλεκτοι για συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά.
Ακόμη και εκείνοι που παραμένουν στον σωστό δρόμο αγωνίζονται για να βρουν δουλειά. Όπως είναι αναμενόμενο, ο μέσος επιχειρηματίας δεν είναι πρόθυμος να προσλάβει έναν πρώην αντάρτη. Και παρόλο που όλοι οι πρώην μαχητές είναι στιγματισμένοι, οι μαύροι και οι αυτόχθονες αντάρτες επωμίζονται το πρόσθετο βάρος της φυλής τους. Όπως μου είπε μια πρώην αντάρτισσα με δέρμα στο χρώμα της ελιάς, «[αφότου ολοκλήρωσα την επαγγελματική μου κατάρτιση] είπα σε μια γυναίκα στο αρμόδιο για μένα γραφείο ACR ότι δεν μπόρεσα να βρω δουλειά. Μου είπε να είμαι υπομονετική και να συνεχίσω να ψάχνω. Αλλά εγώ ήμουν με το FARC για δέκα χρόνια », της είπα. « Έχετε μια οικογενειακή επιχείρηση. Θα με προσλάβετε;». Χωρίς να το σκεφτεί, η γυναίκα απάντησε, «όχι φυσικά».
Η πλειοψηφία των ανθρώπων που εργάζονται για το πρόγραμμα DDR και τους οποίους έχω συναντήσει, είναι αφοσιωμένοι, αν και καταπονημένοι, επαγγελματίες. Η ηγεσία του υπουργείου Άμυνας και του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας για την Επανένταξη είναι επίσης ισχυρή. Αλλά κάποιοι δεν έχουν την ευαισθησία και την κατανόηση που απαιτείται για να αλληλεπιδρούν με ανθρώπους από χαμηλότερες τάξεις και διαφορετικά φυλετικά υπόβαθρα. Μια συνάντηση που παρακολούθησα μερικούς μήνες πριν από τη συνέντευξη με την Έλντα ήταν ένα λαμπρό παράδειγμα. Η συνάντηση έφερε μαζί ένα στέλεχος από το πρόγραμμα DDR, έξι πρώην αντάρτισσες και τρεις υπαλλήλους μιας εταιρείας δημοσίων σχέσεων που είχε προσληφθεί από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την παραγωγή ενός βίντεο που θα δημοσιοποιούσε την εκστρατεία για την αποστράτευση. Ο στόχος της συνάντησης ήταν η εταιρεία δημοσίων σχέσεων να πάρει πληροφορίες σχετικά με το βίντεο από πρώτο χέρι από τις πρώην αντάρτισσες που θα βοηθούσαν στο γύρισμα και ενός δεύτερου βίντεο. Αυτό που είδα ήταν ανησυχητικό.
Συναντηθήκαμε σε μια ακριβή καφετέρια σε μια από τις πλουσιότερες γειτονιές της Μπογκοτά. Ο εκπρόσωπος του προγράμματος DDR, άψογα περιποιημένος και αφοσιωμένος σε μια συνομιλία στο κινητό του τηλέφωνο, έφτασε με τους αποστρατευθείσες γυναίκες στο κατόπι του. Θα ήταν ηλικίας 20 ως 26 ετών και ήταν ντυμένες με τζιν και t-shirt από δωρεές που δεν ήταν επαρκή για τον ψυχρό πρωινό αέρα. Κινούνταν στο περιβάλλον με ένα μίγμα δέους και ανησυχίας. Με την σκέψη ότι ίσως ήμουν επικεφαλής της συνάντησης, συστήνονταν από μόνες τους στο στυλ «όνομα, βαθμός και αριθμός μητρώου». Καμιά τους δεν ήταν έξω από τη ζούγκλα για περισσότερο από οκτώ εβδομάδες. Όλες εκτός από δύο είχαν υποστεί αναγκαστική στρατολόγηση.
Η Σουζάνα, 24 ετών, είπε ότι ήταν από την περιφέρεια της Τολίμα, μια περιοχή δυτικά της Μπογκοτά. Ανέφερα ότι ήξερα καλά την περιοχή, κάτι που φάνηκε να σπάει τον πάγο. Μια μικροκαμωμένη ινδιάνα Nasa, η Μάρτα, 22 ετών, χαμογέλασε και είπε ότι της άρεσε η προφορά μου. Η Σουζάνα στη συνέχεια, με ρώτησε αν ήξερα την Planadas, την ιδιαίτερη πατρίδα της (στην οποία εξακολουθεί να υπάρχει ισχυρή παρουσία του FARC). Όταν απάντησα ότι είχα πάει εκεί, η Σουζάνα χαμογέλασε και πάλι: De verdad; (Αλήθεια;). Η συνομιλία απέσπασε την προσοχή της κοπέλας η οποία φαινόταν η πιο σκληρή της ομάδας, της Κλαούντια, 26 ετών. Το κεφάλι της στράφηκε προς την κατεύθυνσή μου, το βλέμμα της καρφώθηκε επάνω μου όπως της κουκουβάγιας στο θήραμά της.
Όταν οι τρεις λίγο μεγαλύτεροι από 20 ετών άνδρες από την εταιρεία δημοσίων σχέσεων έφθασαν τελικά, με το iPhone στο χέρι, δεν έκαναν τον κόπο να συστηθούν στις πρώην αντάρτισσες. Κάνοντας σπανίως επαφή με τα μάτια, ο διαχειριστής του έργου ξεκίνησε με μερικές ενδεικτικές ερωτήσεις. Μετά έδωσε οδηγίες στον συνάδελφό του «να τους δείξουμε το χριστουγεννιάτικο βίντεο». Ο συνεργάτης του, έδωσε ένα φορητό υπολογιστή στην πρώτη γυναίκα, λέγοντας, «Απλά πατήστε το κουμπί play». Οι γυναίκες πολύ προσεκτικά πέρασαν το laptop η μία στην άλλη, αγγίζοντας το τυχαία χωρίς κανένα αποτέλεσμα, δεδομένου ότι δεν είχαν καμία ιδέα για το πώς να «πατήσει το play».
Τελικώς, όλες οι πρώην αντάρτισσες είδαν το βίντεο, το οποίο έδινε έμφαση στην αποστράτευση, προκειμένου να είναι κανείς με τους αγαπημένους του την περίοδο των Χριστουγέννων. Όταν ο διαχειριστής του έργου ρώτησε τι σκέπτονταν οι γυναίκες για το βίντεο, αυτές απάντησαν ότι δεν είχαν φύγει από το FARC για τα Χριστούγεννα. Προσπαθώντας να βάλει τη συνάντηση πάλι σε μια σειρά, ο διαχειριστής του έργου δοκίμασε μια διαφορετική προσέγγιση: «Μάλιστα… Μήπως κάποια από σας είχε μια αναγκαστική άμβλωση;» Η Σουζάνα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Μάρτα κοίταξε τον εκπρόσωπο του DDR για καθοδήγηση, αλλά αυτός μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο. Το κεφάλι της Κλαούντια γύρισε στην αρχική του θέση και κάρφωσε το βλέμμα της στο διαχειριστή του έργου. Το κινητό του κουδούνιζε, γι' αυτό και δεν την πρόσεξε. Καθώς τα δάχτυλά του κινούνταν στην οθόνη του κινητού η Κλαούντια έγειρε προς τα εμπρός σαν να ήταν έτοιμη να ορμήσει σε αυτόν πάνω από το τραπέζι. Εγώ αμέσως έσπρωξα πίσω την καρέκλα μου για να της δώσω περισσότερο χώρο.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Μετά τη συνάντηση, συνόδευσα τον εκπρόσωπο του DDR και τις έξι απόστρατες γυναίκες στο hogar de paz (σπίτι της ειρήνης) όπου ζούσαν. Κατά τη διάρκεια μιας γρήγορης περιήγησης στις άψογα και άρτια εξοπλισμένες εγκαταστάσεις, έριξα μια ματιά σε έναν πίνακα ανακοινώσεων πάνω στον οποίο ήταν κρεμασμένα αρκετά proyectos de vida (σ.σ.: Προγράμματα ζωής), γραμμένα με μαρκαδόρο φωτεινού χρώματος: Mi proyecto de vida: educación, trabajo, familia (Το πρόγραμμα της ζωής μου: εκπαίδευση, εργασία, οικογένεια). Παρά το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος του DDR φάνηκε βιαστικός να φύγει, οι έξι γυναίκες τον περίμεναν. Ήθελαν να συζητήσουν. Πήγαμε στο δωμάτιο με τους υπολογιστές και οι γυναίκες ρώτησαν τον εκπρόσωπο του DDR σχετικά με το τι θα επακολουθήσει.
Η Μάρτα με κοιτούσε, έτσι κι εγώ ρώτησα αν τα κρεβάτια ήταν άνετα. «Δεν ξέρω», μου είπε. «Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ πριν σε κρεβάτι». Τη ρώτησα για το «πρόγραμμα της ζωής» της. Εκείνη σήκωσε τους ώμους με ένα χαμόγελο που έσβηνε. «Οι στόχοι μου; Δεν ξέρω. Μπορώ να σας πω ότι ένα βράδυ οι αντάρτες ήρθε και με πήραν μακριά, όπως και τα άλλα παιδιά, από την [φυλετική] κοινότητά μου. Εγώ δεν μιλούσα ισπανικά, οπότε δεν γνώριζα ούτε καν τι έλεγαν! Παρέδωσα τα ρούχα που φορούσα στην φυλή μου και φόρεσα στολή για δέκα χρόνια, οπότε, τότε δεν ήμουν πλέον Nasa. Kαι τώρα είμαι πλέον αντάρτισσα. ¿Pues, ya, quién soy yo? (Οπότε, ποια είμαι τώρα;)
Όταν έφυγα από το «σπίτι της ειρήνης», αναρωτήθηκα αν η Μάτρα θα συναντήσει ποτέ κάποιον στο πρόγραμμα DDR που θα μπορούσε πραγματικά να συμπάσχει μαζί της. Για το σκοπό αυτό, έχω διαπιστώσει ότι τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων της Κολομβίας δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό και είναι αποτελεσματικά στην αλληλεπίδρασή τους με τους αποστρατευθέντες αντάρτες. Είναι μια γλυκόπικρη ειρωνεία του πολέμου: Μεταξύ στρατιωτών και ανταρτών μπορεί να υπάρχει μια αμοιβαία κατανόηση ριζωμένη στην κοινή εμπειρία της μάχης και της απώλειας. Η συναισθηματική δύναμη και η ψυχική πειθαρχία που απαιτείται για να συμπάσχει κανείς με τον πρώην εχθρό του θα πρέπει να θαυμάζεται και να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.
Το πρόγραμμα DDR της Κολομβίας θα μπορούσε να αποδειχθεί υποδειγματικό αν η χώρα κάνει σωστή επενδύσεις για να το κάνει πιο ισχυρό. Χρειάζονται περισσότεροι σύμβουλοι, ειδικά εκείνοι που έχουν τα προσόντα για την αντιμετώπιση των αναγκών των μαύρων και των αυτοχθόνων συμμετεχόντων. Η κυβέρνηση και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που ενδιαφέρονται, θα πρέπει επίσης να αυξήσουν την μικροχρηματοδότηση σε μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν ή ανήκουν σε πρώην μαχητές. Η κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα ώστε να προσλαμβάνονται πρώην μαχητές. Και, όπως υποστηρίζει η Έλντα, όσοι αποστρατευθέντες μαχητές επανεντάχθηκαν με επιτυχία θα πρέπει να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα DDR ως πρότυπα προς μίμηση. «Después de todo», είπε η πρώην αντάρτισσα, «somos todos gestores de paz». (Στο κάτω – κάτω είμαστε όλοι διαχειριστές της ειρήνης). Αυτοί που θα συναντηθούν τούτον το μήνα και τον επόμενο για να διαπραγματευτούν ένα τέλος στην σχεδόν πέντε δεκαετιών σύγκρουση της Κολομβίας με το FARC θα πρέπει να το θυμούνται αυτό.

Η ANNE PHILLIPS είναι εμπειρογνώμων στην περιοχή της βόρειας Λατινικής Αμερικής, εξειδικευμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Γράφει με ψευδώνυμο για να προστατεύσει τον εαυτό της αλλά και τους ανθρώπους που την βοήθησαν στην έρευνά της.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138377/anne-phillips/once-were-wa...
Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/features/collections/gallery-the-warriors