H Γαλλία κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε Ισπανία ή Ιταλία, προειδοποιεί το ΔΝΤ
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το Ταμείο ζήτησε δραστικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και στους φορολογικούς συντελεστές
Ελλειμμα ανταγωνιστικότητας που μπορεί να τη φέρει πίσω ακόμα και από την Ισπανία και την Ιταλία καταλογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στη Γαλλία, πετώντας το γάντι στον σοσιαλιστή πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ με τον ισχυρισμό ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών υπονομεύει τη χώρα ως τόπο «εργασίας και επενδύσεων».
Κλιμακώνοντας τις πιέσεις προς τον κ. Ολάντ για δραστικές αλλαγές κανόνων στην αγορά εργασίας, προκειμένου να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη, το ΔΝΤ επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή του για τη χώρα ότι «καθώς περιορίζονται οι κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και με την προοπτική σταδιακής επίλυσης της κρίσης στην Ευρωζώνη, το χάσμα ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας ανακύπτει ως κορυφαίο εμπόδιο για τη μακροοικονομική σταθερότητα, την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».
Καλεί, δε, το Παρίσι να προσαρμοστεί με τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους του στην Ευρώπη, απαλλασσόμενο από δυσλειτουργίες και ακαμψίες στις αγορές εργασίας και υπηρεσιών», οι οποίες «βρίσκονται στον πυρήνα του χάσματος ανταγωνιστικότητας».
Από τον Μάιο, όταν ανέλαβε καθήκοντα, ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια οικονομία που, παρότι απέφυγε την ύφεση και την οξύτατη κρίση που ταλανίζει τη νότια Ευρώπη, δεν έχει παρουσιάσει ανάπτυξη από τον περυσινό Οκτώβριο. Η ανεργία ξεπερνά το 10% με ανοδικές τάσεις και το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,4% το 2013, μετά το φετινό 0,1%.
Στο μεταξύ, η Γαλλία έχει μείνει πίσω σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, οι οποίες υποχρεώθηκαν να μεταρρυθμίσουν την αγορά εργασία τους προς το ελαστικότερο και το φθηνότερο. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η καθυστέρηση της Γαλλίας στο θέμα αυτό επιφέρει πλήγμα στις εξαγωγές και στα κέρδη των επιχειρήσεων, λειτουργώντας ανασταλτικά και για τις επενδύσεις και την καινοτομία.
Προς το παρόν, η κυβέρνηση εστιάζει τις προσπάθειές της στη μάχη εξυγίανσης των οικονομικών, προκειμένου να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και το κόστος δανεισμού χαμηλό. Για να μειώσει το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ το 2013, ο κ. Ολάντ αύξησε τους φόρους στα υψηλά εισοδήματα κατά 30 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η πρόσφατη αυτή απόφαση δεν θα επιλύσει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Οι διαπραγματεύσεις που έχουν ξεκινήσει με συνδικάτα και επιχειρηματίες προκειμένου να εξευρεθούν τρόποι μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας κρίνεται από το ΔΝΤ ότι είναι μοναδική ευκαιρία, την οποία η χώρα πρέπει να εκμεταλλευθεί ώστε να άρει τις κοστοβόρες νομικές αβεβαιότητες που περιβάλλουν τις απολύσεις και να διευκολύνει τις εταιρείες να προσαρμόσουν ώρες εργασίας και αμοιβές. Οπως επισημαίνει η έκθεση, «το επίπεδο του ελάχιστου μισθού, το ενιαίο του χαρακτήρα του και η τιμαριθμοποίησή του συμβάλλουν στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι νέοι που εισέρχονται στην αγορά εργασίας».
Η έκθεση του ΔΝΤ μπορεί να κλιμακώνει τις πιέσεις προς τον κ. Ολάντ, του δίνει όμως και πολιτική κάλυψη στην προσπάθειά του να τονώσει τη γαλλική ανάπτυξη μεσούσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Το Ταμείο χαιρέτισε τις γαλλικές τράπεζες που βελτίωσαν τα επίπεδα φερεγγυότητας και τις χρηματοοικονομικές δομές τους, επιμένοντας πάντως ότι παραμένουν ευάλωτες σε περίπτωση που η κρίση χρέους της Ευρωζώνης επιδεινωθεί δραστικά.
Οπως τονίζει, «οι γαλλικές τράπεζες έδρασαν γρήγορα για να βελτιώσουν τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική δομή τους και βρίσκονται σήμερα σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της ασθενούς ανάπτυξης και των αναταραχών στην αγορά, έστω και αν η ισχυρή έκθεσή τους στη χρηματοδότηση από την αγορά θα μπορούσε να γίνει πηγή αβεβαιότητας». Συστήνει δε στη Γαλλία να αναθεωρήσει το φορολογικό καθεστώς των καταθέσεων για να εξασφαλίσει «αποτελεσματική» χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση.
Η προειδοποίηση του ΔΝΤ ήλθε την ώρα που ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της ΕΑDS, Λουί Γκαλουά, κατέθεσε στον κ. Ολάντ την πολυαναμενόμενη έκθεση όπου καλεί για «θεραπεία - σοκ» της οικονομίας με δραστικές περικοπές στο κόστος εργασίας για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος απέναντι στη Γερμανία και άλλες χώρες της Ευρωζώνης – σε μια «πατριωτική εκστρατεία» διάσωσης της χώρας, όπως το έθεσε ο κ. Γκαλουά.
Η γαλλική βιομηχανία χάνει 60.000 θέσεις εργασίας ετησίως την τελευταία 10ετία, με αποτέλεσμα η μεταποίηση να συνεισφέρει μόλις 12% στο ΑΕΠ, ποσοστό αντίστοιχο με εκείνο της Βρετανίας. Το ζήτημα έχει γίνει φλέγον ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, στη διάρκεια των οποίων η χώρα έχει βιώσει το κλείσιμο εργοστασίων γνωστών κολοσσών, καθώς και μια κρατική διάσωση της Renault, της οποίας οι πωλήσεις αυτοκινήτων συρρικνώθηκαν κατά 26% τον Οκτώβριο. Το μερίδιο της Γαλλίας στις παγκόσμιες εξαγωγές έχει μειωθεί στο 3% από 6,3% το 1990, με τη χώρα να χάνει έδαφος σε σχέση με την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και βεβαίως τη Γερμανία. Το εμπορικό ισοζύγιο παρουσιάζει έλλειμμα 2,4% την τελευταία 12ετία.
Ενώ η Γερμανία συρρίκνωσε τους μισθούς τα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ για να κερδίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, η Γαλλία επέτρεψε στη μονάδα εργατικού κόστους να αναρριχηθεί στα 35,30 ευρώ την ώρα – σήμερα 10% υψηλότερη σε σχέση με τα γερμανικά επίπεδα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μεγάλο μέρος της γαλλικής βιομηχανίας αφορά «προϊόντα χαμηλής ή μεσαίας τεχνολογίας», ανταγωνιστές των οποίων είναι οι Ασιάτες. Κάποιοι, βεβαίως, επιμένουν ότι το πρόβλημα και της Γαλλίας είναι το τεράστιο κράτος.
«Η εξέγερση των βιομηχάνων»
Η πρόταση Γκαλουά ισοδυναμεί με «εξέγερση των βιομηχάνων» κατά του κ. Ολάντ, όπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα Τelegraph. Μόλις τον Ιούνιο, ο Γάλλος πρόεδρος μείωσε τον ΦΠΑ για να οχυρώσει την αγοραστική δύναμη και προβλέπει αύξηση των εταιρικών φόρων το 2013.
Η πρόταση περιλαμβάνει 22 μέτρα, μεταξύ των οποίων μείωση του κόστους εργασίας κατά 30 δισ. ευρώ –το 1,5% του ΑΕΠ– ως αντιστάθμιση του αυξημένου ΦΠΑ και άλλων φόρων κατανάλωσης. Επιπλέον, τη χορήγηση φθηνών δανείων στους εξαγωγείς από κρατική τράπεζα, ένα είδος επιδότησης που προφανέστατα θα προβληματίσει τις αρχές ανταγωνισμού της Ε.Ε.