Το ξεγύμνωμα του Μιτ Ρόμνεϊ...
Της Ζέζας Ζήκου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Συνέβησαν πολλά προεκλογικώς στις ΗΠΑ, αλλά εγώ απόλαυσα κυρίως το ξεγύμνωμα των απόψεων του Μιτ Ρόμνεϊ. Χορεύοντας τον χορό των επτά πέπλων, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για το προεδρικό αξίωμα ξεγυμνώθηκε στο ζήτημα των φόρων – των δικών του φόρων.
Αν και η δημοσιοποίηση των φορολογικών δηλώσεων είναι συνήθης πρακτική για όλους τους πολιτικούς στις ΗΠΑ, ο Μιτ Ρόμνεϊ δεν την ακολούθησε ποτέ, και μάλιστα προσπάθησε να μπλοκάρει το όλο θέμα. Ομως εξαναγκάστηκε σε ένα τελετουργικό «στριπτίζ» όταν ομολόγησε ότι πιθανότατα πληρώνει μόλις το 15% των εισοδημάτων του σε φόρους.
Αλλά το ουσιαστικό πρόβλημα με τις φορο-δηλώσεις του Μιτ Ρόμνεϊ δεν είναι τι αποκαλύφθηκε για τον ίδιο, αλλά η γενική κυνική διαπίστωση. Διότι, αυτό ακριβώς συνέβη. Αν ο Μιτ Ρόμνεϊ είπε την αλήθεια για το πόσο λίγους φόρους πληρώνει, τότε επιδεικνύει, σε τελική ανάλυση, μια συμπεριφορά τυπική για τους πολύ πλούσιους. Από το 1992 και μετά, η αμερικανική εφορία (IRS) δημοσιεύει τα φορολογικά στοιχεία των 400 φορολογουμένων με τα υψηλότερα εισοδήματα στη χώρα. Για το 2008, αυτοί οι 400 σούπερ πλούσιοι πλήρωσαν μόνο το 18,1% του εισοδήματός τους σε ομοσπονδιακούς φόρους. Και το 2007 –πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση– πλήρωσαν ακόμη λιγότερα, μόλις το 16,6%.
Αν σκεφτείτε ότι οι πλούσιοι πληρώνουν ελάχιστα και σε επίπεδο τοπικών ή πολιτειακών φόρων –ένα πολύ σοβαρό φορτίο για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης–, αυτό σημαίνει πως αυτοί οι 400 πληρώνουν αναλογικά λιγότερους φόρους από τον μέσο Αμερικανό εργαζόμενο. Ο βασικός λόγος που οι πλούσιοι πληρώνουν τόσο λίγα είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους προέρχεται από κέρδη κεφαλαίου, που φορολογούνται με μάξιμουμ συντελεστή 15% – πολύ κάτω από τον μέγιστο συντελεστή για μισθούς και μεροκάματα. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί τα κέρδη κεφαλαίου –εκ των οποίων τα τρία τέταρτα πηγαίνουν στο πλουσιότερο 1%– δικαιούνται τέτοιας ειδικής μεταχείρισης.
Οι υπερασπιστές της χαμηλής φορολογίας για τους πλούσιους έχουν δύο βασικά επιχειρήματα: πρώτον, ότι οι χαμηλοί φόροι στα κέρδη κεφαλαίου είναι μια πατροπαράδοτη αρχή και, δεύτερον, πως είναι απαραίτητοι διότι προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ομως και τα δύο επιχειρήματα είναι ψευδή.
Πρέπει να ξέρετε ότι οι τύποι σαν τον Μιτ Ρόμνεϊ δεν πλήρωναν πάντα τόσο χαμηλούς φόρους στις ΗΠΑ. Το 1986, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν υπέγραψε φορολογική μεταρρύθμιση που εξίσωνε τους ανώτατους συντελεστές εισοδήματος και κερδών κεφαλαίου στο 28%. Ο συντελεστής έγινε 29% στην πρώτη θητεία του Μπιλ Κλίντον. Μόλις το 1997, στη δεύτερη θητεία του, ο Κλίντον συμφώνησε με τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο να κόψει τη φορολογία των πλουσίων, με αντάλλαγμα τη δημιουργία ειδικού ασφαλιστικού προγράμματος για ανασφάλιστα παιδιά (CHIP). Οσο για τους σημερινούς υπερ-χαμηλούς συντελεστές, τους χαμηλότερους από τις μέρες του Χέρμπερτ Χούβερ, αυτοί χρονολογούνται από το 2003, όταν ο Τζορτζ Μπους πέρασε μειώσεις των φόρων τόσο στα κέρδη κεφαλαίου όσο και στα εταιρικά μερίσματα.
Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι οι πολύ χαμηλοί φόροι στους υπερ-πλούσιους δεν είναι το κλειδί για την ευημερία. Κατά την πρώτη θητεία Κλίντον, όταν οι πολύ πλούσιοι πλήρωναν πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι πληρώνουν σήμερα, προστέθηκαν στην αγορά εργασίας 11,5 εκατομμύρια νέες θέσεις – απείρως περισσότερες απ’ όσες δημιουργήθηκαν ακόμη και στις καλύτερες χρονιές της κυβέρνησης Μπους. Το φορολογικό «στριπτίζ» του Μιτ Ρόμνεϊ δείχνει, λοιπόν, ότι είναι άθλιο να χαρίζονται τέτοια προνόμια στην οικονομική αριστοκρατία.