Αστική & Mεσαία τάξη
Γράφει ο Στέλιος Παρασκευόπουλος
(Πηγή : http://www.eboulevard.gr/)Η μεσαία τάξη είναι ταυτόχρονα και αστική; Δύσκολη η απάντηση. Στην επικυριαρχία της πολιτικής ισοπεδώσεως, ωστόσο, οι δύο αυτές έννοιες - τάξεις είναι ταυτόσημες. Ας περιπλανηθούμε στους δαιδάλους της κοινωνιολογίας.
Να συμφωνήσουμε, κατ’ αρχήν, ότι η μεσαία τάξη προσδιορίζεται βάσει μιας οικονομικής κλίμακας• καθορίζεται από το διάμεσο εισόδημα κάθε κοινωνίας, το οποίο οι πολίτες που θα το υπερβούν αποκαλούνται μεσαία τάξη.
Είναι οι πολίτες εκείνοι που έχουν την δυνατότητα να φροντίζουν με σχετική άνεση τον εαυτό και την οικογένειά τους, και να μεριμνούν σε μεγάλο βαθμό για τις σπουδές και μέλλον των παιδιών τους. Οι υποστηρικτές της ταυτοσημίας των δύο τάξεων, μεσαίας και αστικής, διατείνονται ότι εφόσον ο μεσαίος οικονομικά πολίτης κατάφερε να διαθέτει την απαιτούμενη εισοδηματική βάση, ασχολούμενος στον δευτερογενή ή τον τριτογενή τομέα της οικονομίας, έχοντας αποκτήσει ιδιοκτησία και αξιοπρεπή διαβίωση, τότες ομόχρονα αποκτά ταξική θέση – συνείδηση και κατ’ επέκταση συναποτελεί με τους παρομοίους του τον λεγόμενο αστικό κόσμο, ο οποίος και θα παράξει τον αστικό πολιτισμό. Είναι όμως ακριβώς έτσι;
Ο προαναφερόμενος «κύκλος» δεν είναι προς αποπομπή. Αντιθέτως έχει μεγάλη δόση ισχύος. Αλλά, μήπως δεν είναι μόνο έτσι; Μήπως είναι και κάτι άλλο μαζί; Ας το «δουλέψουμε» λίγο στο μυαλό μας: Εάν το μοναδικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας της αστικής τάξεως είναι η υπερβασία του διάμεσου εισοδήματος, τότε σχεδόν ολόκληρη Ελλάδα πριν από την σημερινή κρίση θα πρέπει να υπήρξε ένας απέραντος ωκεανός αστικής συνειδήσεως και αστικού πολιτισμού! Τότε πως χρεοκόπησε η χώρα; Ας το δούμε και αλλιώς: Σήμερα το διάμεσο εισόδημα έχει προσδιοριστεί στις 7.500 ευρώ. Πριν την κρίση προσδιοριζόταν στις 12.000 ευρώ. Πως λοιπόν, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της ταυτοσημίας των δύο τάξεων, μπορεί να παραχθεί αστική συνείδηση και αστικός πολιτισμός από την κατηγορία εκείνων των πολιτών που μόλις ελάχιστα καταφέρνουν (για παράδειγμα) να υπερβούν το όριο των 7.500 ευρώ ή, λίγα χρόνια παλαιότερα, το όριο των 12.000 ευρώ; Δηλαδή ένας πολίτης με ετήσιο εισόδημα σήμερα ας πούμε μεταξύ 8.000 – 10.000 ευρώ, έχει τη δυνατότητα να φροντίσει την οικογένεια του, να αποκτήσει ιδιοκτησία, να σπουδάσει τα παιδιά του και να μεριμνήσει για το μέλλον τους; Ας συνεχίσουμε όμως την σκέψη μας στην αντίθετη της πορεία: Αν κάποια κατηγορία πολιτών, σήμερα ή χθες, υπερβαίνει κατά πολύ το σύνορο των διάμεσων εισοδημάτων, είναι ταυτόχρονα και δημιουργοί αστικής συνειδήσεως; Και η λεγόμενη γενιά του ’30 με ποια «εισοδήματα» θεμελίωσε αστικό πολιτισμό; Να θέσουμε τώρα το ερώτημα και κάπως πιο διαφορετικά, ίσως «αγοραία», για να κατανοηθούμε: Ο εύπορος (που ενδεχομένως να είναι και κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος) ο οποίος ξοδεύει τα χρήματά του σε άμετρες χλιδές και καταχρήσεις π. χ. στις παραλίες της Μυκόνου (όχι πως αυτό είναι εις θάνατον, άλλωστε δικαίωμά του), παράγει αστικό πολιτισμό;
Οι γνώμονες
Τελικά, μήπως είναι άλλο πράγμα η μεσαία τάξη και άλλο η αστική τάξη; Μήπως είναι μεταξύ τους απλώς «άριστοι φίλοι», αλλά καθόλου «δεμένη οικογένεια»; Μήπως υπάρχει σύγχυση μεταξύ της αστικής και της καταναλωτικής συμπεριφοράς; Τελικά, μήπως στην μεσαία τάξη (ή την μεσοανώτερη) ο αποκλειστικός γνώμονας είναι μόνο το ύψος του εισοδήματος και τίποτε άλλο, ενώ στην αστική τάξη ο γνώμονας είναι και το είδος της δουλειάς, και τα μέσα που αποκτήθηκε το εισόδημα, και ο τρόπος καταναλώσεως του, και η καλλιέργεια (ανεξάρτητα της πτυχιακής μορφώσεως) του ατόμου, και οι συνήθειες του, και η πνευματική υποδομή του ιδίου και ενδεχομένως της οικογένειας του;
Ο όρος «αστική τάξη» πρέπει να είναι κάτι πιο σύνθετο. Είναι, κατά την γνώμη μας, ένα σύνολο αξιών, όχι εξ ανάγκης καταναλωτικών• είναι μια «μηχανή» παραγωγής και δημιουργίας, η οποία ταυτοχρόνως κατασκευάζει υλικό και πνευματικό πολιτισμό• πρωτίστως παράγει κουλτούρα συμπεριφοράς που εφαρμόζεται στον σεβασμό και την ευγένεια απέναντι στον πολίτη• μια κουλτούρα συμπεριφοράς που επήλθε στη δυτική Ευρώπη κατά την διάρκεια της εκπολιτιστικής αλλαγής, η οποία οικοδομήθηκε στην βιομηχανική επανάσταση, τον 18ο αιώνα. Άλλωστε, σύμφωνα με την αστική κοινωνιολογία, «η πόλη» είναι δημιούργημα του Διαφωτισμού. Δυστυχώς, ένεκα της τουρκοκρατίας, ο Διαφωτισμός και η εκπολιτιστική αλλαγή της Ευρώπης δεν έφτασε στην Ελλάδα. Για μερικούς διανοητές, δεν έφτασε ποτέ• ή έφτασε τελείως αλλοιωμένη και μετασχηματισμένη, πού στην πραγματικότητα ήταν μια φτηνή απομίμηση και τίποτε παραπάνω.
Πάντως, με κριτήρια πρωτίστως πολιτιστικά και δευτερευόντως οικονομικά (ή αν θέλετε συνδυασμό και των δύο), μελετώντας κανείς αδογμάτιστα την Ιστορία, αστικός πολιτισμός, αστική συνείδηση, αστικός κόσμος, παρήχθη στην Ελλάδα (για τα δεδομένα της εποχής) μόνο επί βασιλείας Γεωργίου Α΄, και κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο Τρικούπης δημιούργησε τις προϋποθέσεις και τις υποδομές. Ο Βενιζέλος μπορεί να θεωρηθεί ως ο αρχιτέκτων του αστικού μετασχηματισμού, ενώ ο Μεταξάς εξέφρασε την ύστερη αστική κοινωνία. Σύμφωνα με τον καθηγητή Μελέτη Μελετόπουλο «την περίοδο 1870 – 1940 η κοινωνία συνέδεσε τον εαυτό της με την εθνική ολοκλήρωση, ενώ παρήγαγε πνευματικό πολιτισμό μεγάλης αξίας, τέχνη, λογοτεχνία, προήγε ηθικές αξίες και διαμόρφωσε στέρεους τύπους ανθρώπων».
Μεταπολεμική περίοδος
Η κατοχή, όπως και ο ανόητος εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε μετά την Απελευθέρωση, εκτός όλων των άλλων δεινών, έδωσαν την χαριστική βολή στον έως τότε αστικό κόσμο. Στην Ελλάδα που αναδύθηκε μετά την εμφύλια διαμάχη, από το 1950 και μετά, το «στίγμα» έδωσε μια νέα άρχουσα τάξη που πρόβαλε μέσα από τα συντρίμμια της μεγάλης περιπέτειας. Δεν ξέρουμε επακριβώς εάν οι νέες επιχειρηματικές «ελίτ» ήταν τίποτε μαυραγορίτες ή δωσίλογοι της κατοχής ή έξυπνοι τυχοδιώκτες που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις. Αυτές όμως οι νέες «αφρόκρεμες» ήταν που κυριάρχησαν, παραμερίζοντας όλον τον υπόλοιπο αστικό κόσμο. Παρά ταύτα, κάποιοι λίγοι ισχυροί «θύλακοι» αστισμού παρέμειναν ενεργοί, ασχολούμενοι επιχειρηματικά στην βιομηχανία, στο εμπόριο, τις τράπεζες.
Η αλήθεια είναι ότι με την εκβιομηχάνιση, τον αυξανόμενο τουρισμό, τις εξαγωγές και την ανοικοδόμηση η Ελλάδα πέτυχε μία πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Ίσως ένα οικονομικό «θαύμα». Αυτό όμως το «θαύμα», που στοίχισε στην πολεοδομική διάταξη της Αθήνας, επέφερε ως συνεπακόλουθο ένα ακόμη κακό. Την πλήρη νόθευση – εκφυλισμό της αστικής τάξεως. Να το εξηγήσουμε: Πυροδότησε την εσωτερική μετανάστευση. Ο ερχομός χιλιάδων αγροτών στην πρωτεύουσα, είχε ως αποτέλεσμα να διαστρέψει τον αστικό ιστό. Προφανώς και δεν ψέγονται οι αγρότες και οι πάσης φύσεως επαρχιώτες που αναζήτησαν οι άνθρωποι καλύτερη τύχη και ανεκτή διαβίωση, πιάνοντας ακόμη δουλειές ως θυρωροί σε πολυκατοικίες• αλλά αυτό που συντελέστηκε ήταν να καταστούν οι χωρικοί η «νεοαστική τάξη» της Αθήνας.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι τα παιδιά των «νεοαστών» σπούδασαν και πολλά απ’ αυτά πρόκοψαν ή, μεγαλούργησαν κι ακόμη. Δεν θα διαφωνήσουμε με την πραγματικότητα. Και ποτέ κανείς δεν έχει το δικαίωμα, σε μια Δημοκρατία των «ίσων νόμων» και των «ίσων ευκαιριών», να απαγορέψει στον οποιοδήποτε, είτε είναι γιος χωρικού είτε είναι γιος αστού, να ανέβει τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας. Αλίμονο! Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ακραίο καθεστώς. Αλλά, ξέρετε, εδώ συντελέστηκε κατά τις εντυπώσεις μας ένα άλλο «έγκλημα» στη συνέχεια, στην περίοδο της λεγόμενης Μεταπολιτεύσεως. Ενώ οι απόγονοι των «νεοαστών» θα μπορούσαν να είχαν γίνει η νέα πραγματική και όχι η επίπλαστη αστική τάξη, ασχέτως εάν δεν είχαν την αστική καταβολή, εν τούτοις επέλεξαν να πορευτούν τον αντίθετο δρόμο απ’ αυτόν που επιβάλλει ο αστικός πολιτισμός. Προτίμησαν δηλαδή να εναγκαλισθούν με το κράτος. Να υπενθυμίσουμε, ότι η αστική τάξη δημιουργήθηκε στην δυτική Ευρώπη ως αντίβαρο στο κράτος των ευγενών και των κληρικών που κρατούσαν τα «κλειδιά» της εξουσίας. Τα πανεπιστήμια, λοιπόν, την περίοδο της Μεταπολιτεύσεως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά από φάμπρικες παραγωγής απαραίτητων πτυχίων προς διορισμό στο Δημόσιο. Αυτό το «πνεύμα εποχής», του εναγκαλισμού με το κράτος, ακολούθησαν σχεδόν οι πάντες. Ακόμη και οι απόγονοι των βέρων αστών. Πρόσδεση με το κράτος δεν είναι μόνο ο διορισμός. Είναι όλων των ειδών οι συναλλαγές (νόμιμες ή παράνομες) με την κεντρική εξουσία, με όφελος το κέρδος. Μην μας εκπλήσσει η σημερινή χρεοκοπία. Ο κρατισμός επέφερε τον κομματισμό, ο κομματισμός δημιούργησε την κλεπτοκρατία και η κλεπτοκρατία πυροδότησε την σημερινή χρεοκοπία. Οι «νεοαστοί» και οι «αστοί», προγενέστεροι και μεταγενέστεροι, έβγαλαν μόνοι τους τα μάτια της τάξεως τους, σε μια στιγμή που η Ελλάδα έρεπε μέρα με τη μέρα στην αποβιομηχανοποίηση και στην αποδυνάμωση της παραγωγής της. Τον ρυθμό της αστικής οικονομίας έδιναν ο «κρατικός καπιταλισμός», ο «μεταπρατισμός», οι «φούσκες», ο «αέρας», οι «μίζες» και ο ασύστολος δανεισμός. Το στυλ έδιναν τα ακριβά αυτοκίνητα, τα «σκυλάδικα», τα καφέ και τα φαγάδικα…
Επομένως τίθεται το ερώτημα: υπάρχει σήμερα ή δεν υπάρχει αστικός κόσμος; Θα ήταν χρήσιμο να διαβαστεί το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» (Εκδόσεις ‘‘Μεταίχμιο’’, 1991), του οποίου οι σκέψεις ίσως και να βρίσκουν δικαίωση. Ο οποίος υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ αστική κοινωνία και η όποια αστική τάξη ήταν ανομοιογενής και αδύναμη, σε ρόλο διαμεσολαβητή των συμφερόντων –κυρίως εμπορικών- των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι διαδικασία διατηρήσεως στην εξουσία του πολιτικού συστήματος. Ένα πολιτικό σύστημα το οποίο δεν είχε άλλο δρόμο να διαλέξει εκτός απ’ αυτόν της δημιουργίας ενός πανίσχυρου κράτους – εργοδότη.
Σήμερα, για τους ίδιους λόγους, οι συντεχνίες και τα τμήματα του πολιτικού συστήματος αγωνίζονται για να διατηρήσουν μήπως αυτό το κράτος;