Οι φιλοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν και η Ιερουσαλήμ
AL MONITOR, HURRIYET
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ προσέφερε στον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν την ευκαιρία να προβάλει εαυτόν για μία ακόμη φορά ως προστάτη των Παλαιστινίων και να διεκδικήσει για τη χώρα του ηγεμονικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ενδεικτική των φιλοδοξιών, αλλά και των ορίων του Ταγίπ Ερντογάν, ήταν η έκτακτη σύνοδος κορυφής της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), την οποία συνεκάλεσε την περασμένη Τετάρτη στην Κωνσταντινούπολη, για το θέμα της Ιερουσαλήμ και στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από 50, κατά πλειονότητα, μουσουλμανικές χώρες.
Στο τελικό ανακοινωθέν της, η σύνοδος καταδίκασε ως ανεύθυνη και παράνομη την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών και ανακήρυξε την Ανατολική Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα των Παλαιστινίων υπό καθεστώς κατοχής. Πολλές μουσουλμανικές χώρες αναμένεται να αναβαθμίσουν σε επίπεδο πρεσβείας τα προξενεία τους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ το αμέσως προσεχές διάστημα. Το γεγονός αυτό πιστώθηκε στον Ερντογάν, ο οποίος έχει δείξει και στο παρελθόν την ικανότητά του να κερδίζει συμπάθειες στο εσωτερικό της χώρας του, αλλά και στον αραβικό κόσμο, με δραματικού χαρακτήρα χειρονομίες εναντίον του Ισραήλ. Κάτι που έγινε το 2009, όταν συγκρούστηκε on camera στο Νταβός με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες, αλλά και τον επόμενο χρόνο, με την επεισοδιακή απόπειρα του τουρκικού σκάφους «Μαβί Μαρμαρά» να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας.
Τα όρια
Ωστόσο, η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης κατέδειξε και τα όρια των φιλοδοξιών Ερντογάν. Δύο χώρες–κλειδιά του αραβικού κόσμου, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, απέφυγαν να στείλουν τους ηγέτες τους στη σύνοδο – η τελευταία, μάλιστα, εκπροσωπήθηκε στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, εκείνο του υφυπουργού Εξωτερικών, και κατέστησε σαφές ότι δεν εννοεί να έρθει σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Με εξαίρεση την Ιορδανία, η βασιλική οικογένεια της οποίας πιέζεται από την παλαιστινιακή δημογραφική πλειοψηφία της χώρας, οι περισσότεροι Αραβοι ηγέτες δεν έδειξαν διάθεση να ακολουθήσουν τον Ερντογάν στην καυστική, αντιαμερικανική ρητορική του.
Η αντιπαλότητα των σουνιτικών αραβικών κρατών με το σιιτικό Ιράν φαίνεται να έχει το προβάδισμα, αυτή την εποχή, έναντι των αισθημάτων αλληλεγγύης με τους Παλαιστινίους. Επιπλέον, οι συμπάθειες του Ερντογάν προς την ισλαμική παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς, η οποία καλεί σε τρίτη Ιντιφάντα (Εξέγερση) κατά του Ισραήλ, προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις σε συντηρητικά αραβικά καθεστώτα, όπως εκείνα της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, για τους οποίους οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή.
Σε εσωτερικό πολιτικό πεδίο, ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε ευκαιρία θα μπορούσε να τον καταστήσει ισχυρότερο ενόψει των γενικών εκλογών του 2019. Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016, ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί ότι απειλείται όχι μόνον η εξουσία του, αλλά και η ίδια η ζωή του, και προσπαθεί να περιορίσει κάθε δυνητικό ανταγωνιστή, γεγονός που βαθαίνει διαρκώς την πολιτική πόλωση στη χώρα του. Ο πόλεμος του Ερντογάν εναντίον δημοσιογράφων αλλά και το δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Απρίλιο για την εκχώρηση υπερεξουσιών στον πρόεδρο της Τουρκίας εντάσσονται στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας.
Με απώλειες
Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν την αυξανόμενη δύναμη του κόμματος της Μεράλ Ακσενέρ (προέρχεται από διάσπαση του εθνικιστικού χώρου των «Γκρίζων Λύκων»), ενώ το κόμμα AKP του Ερντογάν σημειώνει απώλειες της τάξης του 6%. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να υποτιμάται η σοβαρότητα του πολιτικού σκανδάλου που έχει ξεσπάσει με τον Τουρκοϊρανό έμπορο χρυσού Ρεζά Ζαράμπ και τις καταγγελίες για ανάμειξη του Ερντογάν στην παραβίαση του εμπάργκο εις βάρος του Ιράν. Συνεπώς, οι εξελίξεις με την Ιερουσαλήμ θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως δώρο για τον ίδιο τον Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να αποκομίσει εκλογικά οφέλη εκμεταλλευόμενος τον θρησκευτικό συντηρητισμό των ψηφοφόρων του και να αποπροσανατολίσει την εσωτερική και διεθνή κοινή γνώμη από την ανοικτή πληγή του σκανδάλου Ζαράμπ.
Από το βήμα της έκτακτης συνόδου o Ερντογάν εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στον Τραμπ, τον οποίο κατηγόρησε ανοικτά πως έχει «σιωνιστική νοοτροπία», γεγονός που δεν έμεινε χωρίς απάντηση. Λίγες ώρες αργότερα από τις καυστικές δηλώσεις Ερντογάν, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Χέρμπερτ Μακμάστερ, κατηγόρησε σε δημόσια ομιλία του, στην Ουάσιγκτον, την Τουρκία και το Κατάρ ότι έχουν αναλάβει τον κύριο ρόλο στην προώθηση και χρηματοδότηση της εξτρεμιστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας. Αν είναι έτσι οι σύμμαχοι, πώς είναι άραγε οι εχθροί;
Παρά το γεγονός ότι, ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις της Αγκυρας, ο Μακμάστερ επιχείρησε να αναδιπλωθεί, οι σχέσεις μεταξύ των δύο νατοϊκών συμμάχων εξακολουθούν να διανύουν περίοδο επιδείνωσης. Τούτων δοθέντων, είναι απολύτως κατανοητή η συμμετοχή του Ερντογάν στην ιδιόρρυθμη «τρόικα» με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Ιρανό ομόλογό του Χασάν Ροχανί για το Συριακό, μέσω της οποίας πρωτίστως επιχειρεί να ασφαλίσει τα νότια σύνορα της Τουρκίας έναντι της κουρδικής απειλής. Απομένει να αποδειχθεί αν οι εξελίξεις στην περιοχή θα ωφελήσουν τον Ερντογάν ή αν θα τον οδηγήσουν σε περαιτέρω απομόνωση.
(Στην φωτογραφία : Ο Ταγίπ Ερντογάν με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC), στην Κωνσταντινούπολη)