Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Πολύ καλή Σώτη Τριανταφύλλου για τις γνώμες - κομφετί


Οι γνώμες - κομφετί
Το στοίχημα είναι να διαμορφώνουμε γνώμες σιγά-σιγά, με κόπο
Σώτη Τριανταφύλλου
(Πηγή : http://www.athensvoice.gr)
Ακούγονται δυο αντικρουόμενες επικρίσεις: το ότι πολλοί άνθρωποι εκφράζουν γνώμη για πράγματα που δεν ξέρουν και το ότι μερικοί μιλάνε ή γράφουν, ξανά και ξανά, για τα ίδια.
Το πρώτο παράπονο είναι εύλογο· το δεύτερο είναι απόρροια του πρώτου φαινομένου, το οποίο, για τους πολλούς, θεωρείται φυσιολογική και επιθυμητή κατάσταση. Πέρα από την υπερφόρτιση πληροφοριών, τη δημόσια και ιδιωτική μας ζωή χαρακτηρίζει η υπερφόρτιση γνωμών. Η συμπεριφορά αυτή έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε όποιος ασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα που περιλαμβάνονται στον κύκλο των γνώσεων, των ικανοτήτων και των ενδιαφερόντων του κρίνεται ως εμμονικός και βαρετός. Αίφνης, αδικαιολόγητα μεγάλος αριθμός ανθρώπων εκφέρουν γνώμη για την κλιματική αλλαγή, για το ισλαμιστικό φαινόμενο, για τη διεθνή διπλωματία ― δεν την εκφέρουν μόνο, είναι ικανοί να εμπλακούν σε άγριες διαμάχες χωρίς να έχουν ιδέα για το επίμαχο ζήτημα. Οι γνώμες πετιούνται από το μυαλό σαν κομφετί. Και θεωρούνται μέρος μιας δήθεν ανώτερης ταυτότητας: «Δεν θα μου πεις εσύ...»
Γίνονται δύο λάθη. Το πρώτο: οι άνθρωποι εκφράζουν απόψεις για θέματα είτε που δεν τους ενδιαφέρουν, είτε τα οποία δεν έχουν, έτσι κι αλλιώς, συγκεκριμένη απάντηση ― τις εκφράζουν απλώς και μόνο για να πουν κάτι· λες και η σιωπή, η απόσταση, μαρτυρεί διανοητική μειονεξία. Θυμάμαι ανθρώπους, που, τον καιρό της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, μιλούσαν για το χρηματιστήριο με μια σιγουριά («ο δείκτης θα φτάσει στις 7.000!»), που, φυσικά, δεν είχαν οι ίδιοι οι χρηματιστές. Στην πραγματικότητα, αδιαφορούσαν για το χρηματιστήριο· απλώς ήταν κάτι που βρισκόταν στην επικαιρότητα. Το δεύτερο λάθος: πολλοί άνθρωποι δίνουν βιαστικές απαντήσεις σε πολύπλοκα ερωτήματα που απαιτούν πιθανότατα σπουδές, έρευνα, σκέψη, ειδίκευση. Από τις βιαστικές απαντήσεις, που είναι συχνά συμπίλημα από θραύσματα ιδεολογίας και πληροφόρησης, προκύπτουν δεισιδαιμονίες, ιδεοληψίες, θεωρίες συνωμοσίας και άλλες ποικιλίες ανοησιών. Προπάντων προκύπτει μια ενοχλητική φλυαρία, συχνά κακόβουλη αλλά ακόμα συχνότερα ένδειξη ενός διανοητικού κενού που πρέπει να γεμίσει με το μπλα μπλα του ξερόλα.
Η υπεραπλούστευση που προτείνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ― το «μ’ αρέσει», «δεν μ’ αρέσει» ― επιτείνει την ιδιότητα του μυαλού να παίρνει αμέσως θέση «ναι» ή «όχι». Η σκέψη μοιάζει να διατυπώνεται σε δύο μορφές: τη θετική και τη αρνητική ― π.χ. το Σαββατοκύριακο μ’ αρέσει, η Δευτέρα δεν μ’ αρέσει. Όμως αν την εφαρμόσουμε για περίπλοκα ζητήματα της πολιτικής και της κοινωνίας ―Ισραήλ-Παλαιστίνη, θανατική ποινή, ισλαμισμός κτλ κτλ ― προκύπτει είτε φανατισμός, είτε ελαφρομυαλιά· προκύπτουν αποφάσεις που μπορεί να είναι καταστροφικές. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου με τέτοιου είδους αυθόρμητη σκέψη που δήθεν τα ξέρει όλα και έχει απαντήσεις «ναι» - «όχι».
Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός που έχει ειδικευτεί στο Βυζάντιο, προφανώς ασχολείται με το Βυζάντιο ― αυτό είναι το κέντρο του ενδιαφέροντός του και σ’ αυτό νιώθει άνετα να διατυπώνει απόψεις. Αλλά, σε πολλούς ανθρώπους η ειδίκευση φαντάζει σαν ψυχική και διανοητική μανία. Στην πραγματικότητα, η μανία είναι το να μη βάζει κανείς φρένο στις γνώμες του· το να νιώθει, όχι μόνον ότι μπορεί αλλά και ότι οφείλει να έχει γνώμη για όλα. Φυσικά, οι δημοσιογράφοι (κυρίως όσοι δεν είναι ρεπόρτερ, αλλά columnists ας πούμε) είναι η κλασική περίπτωση επαγγελματιών που ξέρουν λιγάκι απ’ όλα και που συχνά περιμένουν από τους άλλους ― κυρίως από καλλιτέχνες και διανοουμένους ― να έχουν για το καθετί έτοιμη μια γνώμη. Όταν κάποιος τους απαντάει «Δεν το ξέρω το ζήτημα» εκλαμβάνουν την απάντηση ως στάση δειλίας, σνομπισμού ή βλακείας. Ωστόσο, όποιος σέβεται τον εαυτό του κινείται στο πεδίο των ενδιαφερόντων και των γνώσεών του· δεν περιμένει από τα ΜΜΕ, από τα blog και τα tweet να του υπαγορεύσουν για ποια θέματα πρέπει να έχει γνώμη.
Η υπερφόρτιση γνωμών είναι στοιχείο μιας εποχής νοσηρής αυταρέσκειας. Ωστόσο, ο κόσμος συνεχίζει αδιάφορα την πορεία του ακόμη και χωρίς τη γνώμη του ενός και του άλλου. Κυρίως, αδιαφορεί για τη γνώμη που έχει διαμορφωθεί χωρίς υπόβαθρο χρόνου και προσπάθειας, καθώς και χωρίς να ακουστούν οι απόψεις των άλλων, ιδιαίτερα όσων σκέφτονται διαφορετικά. Οι γνώμες-κομφετί είναι συνήθως διάτρητες ― αλλά οι άνθρωποι δεν μπαίνουν στον κόπο για τις αμφισβητήσουν δοκιμάζοντας την αντοχή των επιχειρημάτων τους. Εξάλλου, τα επιχειρήματα έχουν αντιγραφεί, δεν είναι αποτέλεσμα σκέψης ― έτσι, ο δημόσιος λόγος γίνεται μια σκυταλοδρομία κοινοτοπιών και σφαλμάτων της λογικής. Το στοίχημα δεν είναι ποια γνώμη θα ακουστεί δυνατότερα, με μεγαλύτερη ντουντούκα σαν τα συνθήματα του όχλου· το στοίχημα είναι να διαμορφώνουμε γνώμες σιγά-σιγά, με κόπο, αφιερώνοντας χρόνο και ενέργεια όχι μόνο στην επεξεργασία των δικών μας απόψεων αλλά και σ’ εκείνη των ανθρώπων που πιστεύουν το ακριβώς αντίθετο.